ΑΡΙΘΜΟΣ 1432/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Τραπεζική κατάθεση. Βιβλιάριο καταθέσεων. Ενοχική αξίωση του καταθέτη κατά της Τράπεζας. Ευθύνη της Τράπεζας για δόλο ή βαριά αμέλεια των υπαλλήλων της. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά το άρθρ. 830 ΑΚ, η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, η οποία στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζεται ως ανώμαλη παρακαταθήκη. Έτσι και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, που κύριο σκοπό έχει την ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του καταθέτη, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού η τράπεζα έχει την εξουσία χρησιμοποίησης των χρημάτων του καταθέτη και συνεπώς κατά το άρθρο 830 ΑΚ έχουν σ’ αυτή εφαρμογή οι διατάξεις τόσο του άρθρ. 806 ΑΚ, με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων σ’ αυτή χρημάτων, όσο και του άρθρ. 827 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του.
– Ναι μεν κατά τις διατάξεις των άρθρων 416 και 417 ΑΚ, η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή που έγινε μόνον προς το δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος επέτρεψε να δεχτεί την καταβολή, οπότε η καταβολή σε άλλο πρόσωπο δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, εκτός αν ο δανειστής την εγκρίνει ή ωφελείται από αυτήν όμως κατά τη διάταξη του άρθρ. 3 του ν. δ/τος της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, η οποία ως ειδική υπερισχύει και των διατάξεων των άρθρων 888 και 889 ΑΚ, “Η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην διά της επ’ αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται, και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλει εν δόλω ή εν βαρεία αμελεία”. Τέτοια “απόδειξη καταθέσεως χρημάτων” είναι και το βιβλιάριο ταμιευτηρίου, που εκδίδει και παραδίδει στον καταθέτη η τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, στο οποίο καταχωρούνται τόσο η αρχική όσο και οι επόμενες καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων με βάση τα σχετικά γραμμάτια κατάθεσης και ανάληψης, που ο καταθέτης ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτόν πρόσωπο υπογράφει και τα οποία διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της. Το βιβλιάριο αυτό, έστω και αν δεν φέρει υπογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου της Τράπεζας ή δεν έχει ενημερωθεί αναφορικά με καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων που έγιναν χωρίς αυτό να έχει προσκομιστεί κατά τη σχετική τραπεζική συναλλαγή, – θα ενημερωθεί όμως από τα στοιχεία του ηλεκτρονικού υπολογιστή αμέσως μόλις προσκομιστεί-, εξομοιώνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 444 αριθ. 3 ΚΠολΔ με ιδιωτικό έγγραφο και αποτελεί κατά τη διάταξη του άρθρ. 448 § 2 του ίδιου κώδικα πλήρη απόδειξη, με δυνατότητα πάντως ανταπόδειξης, για όσα γεγονότα και πράγματα αναγράφονται σ’ αυτό, είτε με χειρόγραφη είτε μηχανική καταχώριση. Επομένως, κάθε φορά που η Τράπεζα εξοφλεί ολικά ή μερικά απαίτηση του καταθέτη, που προκύπτει από το παραπάνω βιβλιάριο και σημειώνει σ’ αυτό με μηχανική καταχώρηση τη σχετική ανάληψη (εξόφληση), έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του ν. δ/τος 17.7/13.8.1923, από την οποία προκύπτει ότι απαραίτητο κατά νόμο στοιχείο για την υποχρέωση της Τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, το οποίο κατέβαλε προηγουμένως σε τρίτο που πλαστογράφησε την υπογραφή του καταθέτη, είναι ο δόλος ή βαριά αμέλεια των οργάνων της. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, διατηρείται άθικτη η εναντίον της Τράπεζας ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη μεταξύ τους σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα, ότι η Τράπεζα, η οποία ως κυρία των χρημάτων, που είχαν κατατεθεί σ’ αυτή και ζημιώθηκε από την απώλειά τους συνεπεία της αδικοπρακτικής σε βάρος της συμπεριφοράς του τρίτου, έχει κατ’ αυτού ισόποση αξίωση αποζημίωσης. Συνακόλουθα, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του συνιστά πάντοτε αθέτηση σύμβασης από μέρους της Τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δηλαδή ακόμη και αν το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από τρίτο με αξιόποινη πράξη, αφού η αδικοπραξία στην περίπτωση αυτή γίνεται σε βάρος της Τράπεζας από τον τρίτο και όχι από την Τράπεζα σε βάρος του καταθέτη. Η ευθύνη της Τράπεζας για δόλο ή βαριά αμέλεια των υπαλλήλων της δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία της με τον καταθέτη και αυτή ευθύνεται για το πταίσμα των υπαλλήλων της, αφού και κατά το άρθρ. 332 § 1 ΑΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρ. 334 του ίδιου Κώδικα, είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Βαριά αμέλεια από την πλευρά της τράπεζας κατά την απόδοση κατάθεσης σε μη δικαιούχο υπάρχει και όταν οι προστηθέντες υπάλληλοι της, που συνέταξαν το ένταλμα πληρωμής του αναληφθέντος ποσού, δεν προέβησαν στην επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν διαπίστωση της έλλειψης ταυτοπροσωπίας μεταξύ εκείνου που έκανε την ανάληψη και του δικαιούχου του λογαριασμού ή, αναλόγως, της έλλειψης έγκυρης πληρεξουσιότητας του τελευταίου, ιδιαίτερα όταν η τελευταία στηρίζεται σε έγγραφη εξουσιοδότηση του πελάτη, η οποία δεν προσκομίστηκε από τον πελάτη αυτοπροσώπως στην Τράπεζα και δεν φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του και βέβαιη χρονολογία από αρμόδια αρχή, επιδεικνύοντας αδιαφορία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του πελάτη. Αντιθέτως, δεν υπάρχει βαριά αμέλεια του προστηθέντος υπαλλήλου, όταν αυτός δεν επέδειξε κατά το σχετικό έλεγχο εξιδιασμένη επιμέλεια. (ΑΠ 2118//2014).