ΑΡΙΘΜΟΣ 845/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Σύμβαση. Έγκριση και συναίνεση. Απόσβεση ενοχής με νέα ενοχή (ανανέωση). Αποζημίωση. Ποινική ρήτρα.
– Με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ που ορίζει, ότι για την σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΑΠ 2120/2013). Εξάλλου, η δήλωση βούλησης μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή (άμεση) είναι αυτή που γίνεται με λέξεις ή νεύματα που εμφανίζουν και εκφράζουν κατευθείαν την βούληση και διακρίνεται σε τυπική ή άτυπη. Σιωπηρή (έμμεση) είναι εκείνη που συνάγεται από πράξεις που γίνονται για άλλον σκοπό αλλά συμπερασματικά εμφαίνουν ορισμένη βούληση. Στην δεύτερη περίπτωση, δηλαδή, η δικαιοπρακτική βούληση συνάγεται εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση σε συνδυασμό με το σύνολο των ειδικών περιστατικών και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ο δε επικαλούμενος την σύναψη σιωπηρής συμφωνίας οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει την πρόταση προς κατάρτιση της σύμβασης και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή εκείνου, προς τον οποίο απευθύνθηκε η πρόταση, ενώ αντίστοιχες παραδοχές πρέπει να περιλαμβάνει και η δεχομένη την σύναψη τέτοιας σιωπηρής συμφωνίας δικαστική απόφαση, ώστε να έχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες για το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1936/2008). Επομένως, η αρχική σύμβαση μπορεί με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί (ΑΠ 776/2018, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 766/2003). Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 191 και 193 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί και στη σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση (ΑΠ 600/2017, ΑΠ 884/2013, 1110/2013).
– Κατά το άρθρο 436 ΑΚ η ενοχή αποσβέννυται, αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με σκοπό καταργήσεως, με νέα ενοχή (ανανέωση), που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή. Δηλαδή, η δημιουργούμενη με τη σύμβαση ανανέωσης νέα ενοχή διαφοροποιείται της πρώτης από την ύπαρξη κάποιου νέου στοιχείου, που μπορεί να αφορά το αντικείμενο, την αιτία ή τα υποκείμενα. Για το κύρος της σύμβασης ανανέωσης ενοχής απαραίτητος όρος είναι να υπάρχει σκοπός ανανέωσης, σκοπός δηλαδή των συμβαλλομένων μερών για κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής και αντικατάστασή της με τη συνιστώμενη νέα ενοχή. Ο σκοπός αυτός δεν εικάζεται, αλλά ούτε και είναι ανάγκη να δηλώνεται ρητώς στη σύμβαση, αφού αρκεί να συνάγεται και σιωπηρώς, όμως κατά τρόπο σαφή, πρέπει δε να γίνεται επίκλησή του και να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο αυτόν (ΑΠ 1285/2017, ΑΠ 1399/2015). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από τη θέση σε ισχύ της νέας ενοχής αυτομάτως επέρχεται απόσβεση της παλαιάς ενοχής και δεν μπορεί να προβληθούν δικαιώματα ή ενστάσεις από την παλαιά ενοχική σχέση (ΑΠ 1388/2011).
– Σύμφωνα με το άρθρο 298 εδ. α’ ΑΚ, το οποίο αποτελεί βασική έκφραση της αποκαταστατικής αρχής, “η αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος.” Κατά το άρθρο δε 299 ΑΚ “αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος”, χωρίς να υφίσταται ειδική πρόβλεψη σε περίπτωση αθέτησης ενοχικής υποχρέωσης. Με βάση τα άρθρα αυτά, κύρια αρχή στο ελληνικό ιδιωτικό δίκαιο θεωρείται ο αποκαταστατικός χαρακτήρας αποζημίωσης. Ο χαρακτήρας αυτός αποβλέπει βασικά στην παροχή αντισταθμίσματος, εξισορροπητικού της ζημίας και όχι στον πλουτισμό εκείνου που ζημιώθηκε. Για το λόγο αυτό, η αποζημίωση αποσκοπεί αλλά και περιορίζεται στην πλήρη αποκατάσταση της πραγματικής περιουσιακής ζημίας του συγκεκριμένου δανειστή χωρίς να εξυπηρετεί κυρωτικούς ή άλλους σκοπούς. Ο δανειστής πρέπει να βρεθεί στην κατάσταση που θα ήταν, αν δεν είχε επέλθει η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής. Οι θεσπίζουσες την αποκαταστατική αρχή διατάξεις αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και αποκλίσεις επιτρέπονται για εξαιρετικούς λόγους μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, όπως στα άρθρα 345 εδ. 2, 835, 331, 387, 674 ΑΚ, 3 του Ν. 551/1915, 3 ΝΔ 3755/1957 (βλ. και ΟλΑΠ 17/1999 κατά την οποία η αποκαταστατική αρχή αποτελεί γενική αρχή του ελληνικού δικαίου της αποζημίωσης). Επομένως, η αναγνώριση της συμβατικής κατ’ αποκοπή αποζημίωσης άνευ δικαιώματος ανταπόδειξης του οφειλέτη, ως αυτοτελούς θεσμού, διακριτού από την ποινική ρήτρα, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 3 ΑΚ, καθώς συνιστά μη προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση στην αποκαταστατική αρχή, όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 298 ΑΚ. Ούτε πάλι μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής αρρύθμιστη σύμβαση, διότι πληροί όλα τα αναγκαία στοιχεία για να υπαχθεί στις διατάξεις 404 επ. ΑΚ περί ποινικής ρήτρα. Δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την υπόσχεση ποσού ή άλλης παροχής εκ μέρους του οφειλέτη για την περίπτωση που αυτός δεν θα εκπλήρωνε τη σύμβαση, όπως ορίζει το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 404 ΑΚ. Άλλωστε, η λειτουργία της ποινικής ρήτρας ως αποζημίωσης προκύπτει και από το άρθρο 406 παρ. 2 ΑΚ, κατά το οποίο η συμφωνηθείσα “ποινή” επέχει θέση αποζημίωσης και ο δανειστής έχει αξίωση μόνο για την επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία. Ο νόμος μάλιστα παρέχει στους συμβαλλόμενους αυξημένη ελευθερία να προκαθορίσουν την οφειλόμενη αποζημίωση, καθώς είναι δυνατόν, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 παρ. 2 ΑΚ, να αποκλειστεί η αξίωση για την επιπλέον ζημία, που δεν θα καλύπτεται από την ποινή, με αποτέλεσμα η οφειλόμενη αποζημίωση να είναι αποκλειστικά συμβατικής προέλευσης. Επομένως, ρήτρες κατ’ αποκοπή αποζημίωσης χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη δεν συνιστούν κάτι άλλο, παρά την ποινική ρήτρα των άρθρων 404 επ. ΑΚ (ΑΠ 2049/2017, βλ. και ΑΠ 1768/2011).
– Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 404 επ. ΑΚ σύμβαση γνήσιας ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλο ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλόμενη σ’ αυτόν παροχή από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία. Δηλαδή, στη γνήσια ποινική ρήτρα υπάρχει κυρία ενοχική υποχρέωση, την εκπλήρωση της οποίας ασφαλίζει η ποινική ρήτρα. Εκτός, όμως, από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, η οποία δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ και η οποία είναι έγκυρη κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.). Στη μη γνήσια αυτή ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί αυτοτελή σύμβαση που δεν εξαρτάται και δεν έχει σκοπό την ενίσχυση άλλης (“κύριας”) σύμβασης, υπάρχει μία ενοχή μεταξύ των συμβαλλομένων, αυτή που απορρέει από την περί ποινής συμφωνία. Η ενοχή αυτή τελεί υπό την αίρεση πράξεως ή παραλείψεως του υποσχεθέντος, το αντίθετο των οποίων δεν αποτελεί παροχή άλλης κυρίας ενοχής (ΑΠ 1433/1998). Όμως, και επί της μη γνήσιας ποινικής ρήτρας εφαρμόζεται αναλογικά και το άρθρο 409 του ΑΚ (ΑΠ 869/2017). Σύμφωνα με τα παραπάνω, η καθοριζόμενη με όρο σε σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για την περίπτωση κατάργησης ή μη ανανέωσης της συμβάσεως, άνευ δικαιώματος ανταπόδειξης του υπόχρεου, έχει το χαρακτήρα μη γνήσιας ποινικής ρήτρας, στην οποία, κατά τα ανωτέρω, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ. Περαιτέρω, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 20/2007, 19/2007, 18/2006).