Στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης – Τι προβλέπεται για παύση διώξεων και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο
Κατατάθηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου “Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2016/800, 2017/1371, 2017/541, 2016/1919, 2014/57/ΕΕ, κύρωση του Μνημονίου Διοικητικής Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, τροποποιήσεις του ν.3663/2008 (Α΄ 99) προς εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1727 και άλλες διατάξεις”.
Μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει νέες διατάξεις για την παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης καθώς και την παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο.
Ειδικότερα, η σχετική αιτιολογική έκθεση αναφέρει:
Επί του άρθρου 63
Με το άρθρο προβλέπεται η υπό όρο παραγραφή και παύση της ποινικής δίωξης αξιόποινων πράξεων ήσσονος εγκληματικότητας, για τις οποίες ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Είναι αυτονόητο ότι δεν τίθεται θέμα παραγραφής του αξιόποινου για πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή προβλέπεται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. Από τη ρύθμιση εξαιρείται μία σειρά εγκλημάτων που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα και σε ειδικούς ποινικούς νόμους και ενέχουν μία ιδιαίτερη κοινωνικοηθική απαξία.
Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, καθόσον η συσσώρευση μεγάλου αριθμού υποθέσεων που αφορούν τα παραπάνω εγκλήματα, είτε στο στάδιο της προδικασίας είτε στο στάδιο του προσδιορισμού είτε στα ποινικά ακροατήρια, έχει επιβαρύνει υπέρμετρα τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση δικαστικής διερεύνησης των σοβαρότερων εγκλημάτων. Επιπλέον λαμβάνεται πρόνοια για τη διαδικαστική εξέλιξη των δικογραφιών που αφορούν περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362 και 363 Π.Κ., όταν η υπόθεση που αφορά το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Επί του άρθρου 64
Με το άρθρο 64 εισάγεται ρύθμιση για την υπό όρο παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή χρηματικών ποινών ή ποινών παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί ως κύριες ποινές με αποφάσεις, οι οποίες δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του νόμου.
Η διάταξη αφορά μικρές πλημμεληματικές ποινές, οι οποίες δεν έχουν εκτιθεί και σκοπεί στην εκκαθάριση του αρχείου των μεγάλων εισαγγελιών από μεγάλο αριθμό ανεκτέλεστων ποινών ήσσονος απαξίας και την επικέντρωση των διωκτικών αρχών στην εκτέλεση ποινών βαρύτερης εγκληματικότητας. Σε κάθε περίπτωση εξαιρούνται ποινές που επιβλήθηκαν για μία σειρά εγκλημάτων, όπως εγκλημάτων μη συμμόρφωσης με τα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού, εγκλημάτων που στρέφονται κατά της υπηρεσίας, καθώς και εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση της παραγραφής και παύσης ποινικής δίωξης υπό όρο, λαμβάνεται και εδώ πρόνοια για τη διαδικαστική εξέλιξη των δικογραφιών που αφορούν περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362 και 363 Π.Κ., όταν η απόφαση που αφορά το γεγονός γιατο οποίο εξετάσθη κε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Αναλυτικά οι νέες διατάξεις:
Άρθρο 63 Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης
1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30η.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά καποιες απο τις παραπάνω ποινές.
2. Εάν, ατην περίπτωση των πλημμελημάτων της παρ. 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσαποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
3. Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνεται, με διάταξή του, ο αρμόδιος εισαγγελέας.
4. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 3, δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
5. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις:
α) των άρθρων 82Α, 142, 155, 158 παρ. 2, 160, 163, 166 παρ. 1, 168 παρ. 3, 173 παρ. 1, 175, 178, 183, 184 παρ. 1, 221 παρ. 2 εδάφιο πρώτο, 230, 285 παρ. 4 περ. α’, 304Α παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, 337 παρ. 1, 358 του Π.Κ. και 377 Π.Κ. για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση,
β) του άρθρου πέμπτου του ν. 2803/2000 (Α’ 48),
γ) του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 3213/2003 (Α’ 309),
δ) του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 690/1945 (Α’ 292),
ε) του άρθρου 29 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ν. 703/1977 (Α’ 278) και του άρθρου 44 παρ. 1 εδάφια πρώτο και δεύτερο και 2 του ν. 3959/2011 (Α’ 93),
στ) του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 του ν. 456/1976 (Α’ 277),
ζ) του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999 (Α’ 121),
η) του άρθρου 10 του ν. 4637/2019 (Α’ 180).
6. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, δικογραφίας, η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ.. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται μετά τη συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την παρ. 2, και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου βουλεύματος.
7. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362 εδάφιο δεύτερο και 363 Π.Κ., αν γιατο γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, τέθηκε η δικογραφία στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 243, 43 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο Κ.Π.Δ.), κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών, αναβάλλει, με πράξη του, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης που τέθηκε στο αρχείο.
Άρθρο 64 Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο
1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.
Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.
2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
3. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α, 235, 236, 237, 242, 259, 285, 358 και 390 του Π.Κ., καθώς και των ν. 927/1979 (Α” 139), 3304/2005 (Α’ 16), του άρθρου 11 του ν. 4443/2016 (Α’232) και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α 42), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α’ 76).
4. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 2, απόφασης η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για τα οποίο εξετάσθη κε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά τη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται όταν η απόφαση που τέθηκε στο αρχείο καταστεί αμετάκλητη.