Μια αρνητική πρωτιά κατέχει σταθερά η Ελλάδα στο σύνολο της Ε.Ε. (αλλά και της Ευρώπης γενικά) αναφορικά με την οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών για δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγασή τους. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat πριν από λίγες ημέρες και τα οποία αφορούν το 2018, στην Ελλάδα το 39,5% του πληθυσμού υποχρεώνεται να ξοδεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για έξοδα σχετικά με το ακίνητο στο οποίο διαμένει. Πρόκειται για ποσοστό τετραπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που δεν ξεπερνά το 9,6% στην Ε.Ε. των «27».
Το όριο του 40% του εισοδήματος έχει τεθεί ως σημείο αναφοράς, καθώς όταν ξεπερνιέται τότε θεωρείται ότι ένα νοικοκυριό είναι υπερβολικά επιβαρυμένο οικονομικά. Ως έξοδα για την κατοικία λογίζονται, μεταξύ άλλων, το ενοίκιο, οι φόροι που σχετίζονται με την κατοχή ακινήτου, οι δαπάνες ΔΕΚΟ (ύδρευση, ηλεκτροδότηση, τηλεπικοινωνίες), τα έξοδα θέρμανσης και επισκευές / συντηρήσεις.Remaining Time-0:34FullscreenMute
Εν ολίγοις, τέσσερις στους δέκα Ελληνες καλούνται να δαπανήσουν ποσά που κρίνονται υπερβολικά σε σχέση με το εισόδημά τους για να καλύψουν την πιο βασική ανάγκη, τη στέγαση, δείγμα της καταστροφικής πολιτικής των τελευταίων ετών.
Η εξέλιξη αυτή έχει παγιωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης, καθώς, σταθερά από το 2010 και μετά, η Ελλάδα κατέχει τη σχετική «πρωτιά».
Το 2016 στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούσαν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη αναγκών στέγασης ανήλθε σε 40,5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνούσε το 11,1%.
Το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό είχε ανέλθει σε 40,9%, έναντι 11,3% του μέσου όρου της Ε.Ε. και το 2014 σε 40,7% (11,5% στην Ε.Ε.). Ωστόσο, το 2010, δηλαδή στην αρχή της οικονομικής κρίσης, το ποσοστό των Ελλήνων που ήταν υπέρμετρα επιβαρυμένοι οικονομικά ως προς το ακίνητό τους διαμορφωνόταν σε 18,1% έναντι 10,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σύμφωνα με την ανάλυση των σχετικών στοιχείων της Eurostat, οι κύριοι λόγοι για την αρνητική αυτή εξέλιξη είναι η αύξηση του κόστους στέγασης (π.χ. φόροι), αλλά ακόμα περισσότερο η σημαντική πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, είτε λόγω της μείωσης των μισθών είτε λόγω της εκτόξευσης της ανεργίας. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι από το 2014 και μετά, όταν δηλαδή παγιώθηκε η υφιστάμενη κατάσταση, δεν έχει καταγραφεί σχεδόν καμία βελτίωση.
Πάντως, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Για παράδειγμα, ενώ το ποσοστό των ιδιοκτητών που δαπανούν άνω του 40% του εισοδήματός τους για το ακίνητό τους δεν ξεπερνά το 30% (είτε με είτε χωρίς στεγαστικό δάνειο), στην περίπτωση των ενοικιαστών το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται σε 83,1% (25% ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Ουσιαστικά, δηλαδή, πάνω από οκτώ στους δέκα ενοικιαστές χρειάζεται να ξοδεύουν πάνω από 40% των εσόδων τους για να εξασφαλίσουν στέγη. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι τα στοιχεία της Eurostat αφορούν ουσιαστικά την περίοδο πριν από τη μεγάλη εκτίναξη των τιμών των ενοικίων, η οποία έλαβε χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο για τους ενοικιαστές. Αλλωστε, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχει παραμείνει σχετικά αμετάβλητη την ίδια περίοδο.
Η Ελλάδα πρώτη στις επιβαρύνσεις στην Ε.Ε.
Ακόμα πιο απογοητευτικά για την Ελλάδα είναι τα σχετικά στοιχεία όταν επιχειρηθεί μια σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. Στη Σερβία, που είναι η αμέσως επόμενη χώρα, το ποσοστό που πληθυσμού που δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το ακίνητο όπου διαμένει αγγίζει το 31,3%, ενώ στην τρίτη Βουλγαρία αυτό δεν ξεπερνά το 17,9%. Στην Ισπανία, μια ακόμα χώρα όπου εφαρμόστηκε πρόγραμμα προσαρμογής τα προηγούμενα χρόνια, το σχετικό ποσοστό του πληθυσμού είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της υπόλοιπης Ε.Ε., καθώς δεν ξεπερνά το 8,9%. Στη Γερμανία διαμορφώνεται σε 14,2%, ενώ ακόμα και μεταξύ των ενοικιαστών, που αποτελούν σχεδόν το 50% του πληθυσμού, μόλις το 20,9% κρίνεται υπερβολικά επιβαρυμένο οικονομικά.
Τα στοιχεία έρχονται να πλαισιωθούν από την πρόσφατη έκθεση του Tax Foundation, βάσει των οποίων η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ με την υψηλότερη φορολόγηση. Συγκεκριμένα, το 40% του μισθού των Ελλήνων οδεύει προς φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση της εργασίας για τις οικογένειες, με ποσοστό 37,8%, πίσω μόνο από την Ιταλία, όπου ένα έγγαμο ζευγάρι με παιδιά φορολογείται με 39,2%. Στον αντίποδα, αν και ένας εργαζόμενος χωρίς παιδιά επίσης φορολογείται με 40,8% επί των ακαθάριστων αποδοχών του (φόροι και εισφορές), τα αντίστοιχα ποσοστά μεταξύ των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ είναι υψηλότερα σε αρκετές χώρες. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν προσφέρει ουσιαστικά φορολογικά κίνητρα για όσους κάνουν οικογένεια.
Συνολικά, από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ, σε 14 η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας ξεπερνά το 40%, σε 14 κυμαίνεται μεταξύ 30%-40% και σε οκτώ χώρες είναι κάτω από 30%.