ΑΠΟΦΑΣΗ
Beshiri κατά Αλβανίας της 07.05.2020 (αριθ. προσφ. 29026/06 και 11 άλλες προσφυγές)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες ήταν κύριοι ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαν αποζημιωθεί και παρόλο που είχαν επιτύχει την έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων που τους δικαίωναν, αυτές παρέμεναν σε πολλές περιπτώσεις ανεκτέλεστες. Το ΕΔΔΑ σε μία παλαιότερη προσφυγή είχε εκδώσει πιλοτική απόφαση υποδεικνύοντας τον τρόπο επίλυσης του ζητήματος. Το κράτος θέσπισε νομοθεσία περί ιδιοκτησίας που προέβλεπε την αποζημίωση των ιδιοκτητών.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός που εισήγαγε ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 ήταν αποτελεσματικός και προέβλεπε ένδικη προστασία που θα μπορούσε να επωφεληθούν οι προσφεύγοντες ακόμη και αν οι προσφυγές τους είχαν κατατεθεί σε χρονικό διάστημα ισχύος του προηγούμενου νόμου. Δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Το Στρασβούργο έκρινε τις προσφυγές τους απαράδεκτες για μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων και σε κάποιες προσφυγές, επειδή οι προσφεύγοντες ήδη είχαν αποζημιωθεί. Δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 γιατί οι ήδη εκδοθείσες αποφάσεις περί αποζημίωσης δεν θα αποτελέσουν δεδικασμένο για τις νέες αγωγές και δυνάμει του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015, το ποσό της αποζημίωσης δεν θα μπορούσε να οριστεί σε ποσοστό λιγότερο από το 10% της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Πολιτική απόφαση του Στρασβούργου που διευκολύνει την Αλβανία να εκτελέσει σε βάθος 10ετίας τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις για απαλλοτριωθείσες εκτάσεις.
Η απόφαση δίνει μεγαλύτερη βάση στο δημοσιονομικό πρόβλημα του κράτους από την ταχεία εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τους ιδιοκτήτες και από το σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία των προσφευγόντων. Επισημαίνεται αρνητικά ότι αρκείται το Στρασβούργο στη καταβολή αποζημιώσεων για τα ακίνητα που έχουν απαλλοτριωθεί σε ποσοστό 10% της τρέχουσας αξίας του ακινήτου (!) και στην καταβολή της τραγικά μειωμένης αποζημίωσης σε χρονικό ορίζοντα δεκαετίας! Θλιβερή και ανησυχητική η απόφαση του ΕΔΔΑ δημιουργεί ερωτηματικά για την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Αρθρο 13,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η υπόθεση αφορούσε την προσφυγή Agim Beshiri κ.λπ. εναντίον Αλβανίας και 11 άλλες προσφυγές (αρ. 29026/06, 3165/08, 56956/10, 29127/11, 6311/12, 8904/12, 5915/14, 53846/14 , 57152/14, 67059/14, 72755/14 και 537/15).
Οι προσφεύγοντες είναι όλοι Αλβανοί υπήκοοι, με εξαίρεση τρεις υπηκόους των ΗΠΑ σε μία από τις προσφυγές.
Όλοι οι προσφεύγοντες έχουν επιτύχει την έκδοση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων που αναγνωρίζουν το δικαίωμά τους για αποζημίωση αντί της επιστροφής περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν ή περιήλθαν στην κυριότητα του δημοσίου από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς. Ωστόσο, αυτές οι αμετάκλητες αποφάσεις δεν έχουν εκτελεστεί ποτέ πλήρως.
Αντιμετωπίζοντας πολλές παρόμοιες προσφυγές, το Δικαστήριο το 2012 εξέδωσε πιλοτική απόφαση στην υπόθεση Manushaqe Puto κ.α. κατά Αλβανίας, διαπιστώνοντας παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, λόγω της παρατεταμένης μη εκτέλεσης αμετάκλητων αποφάσεων αποζημίωσης.
Έκρινε επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13, ότι δεν υπήρχε αποτελεσματική εγχώρια προσφυγή και επαρκή επανόρθωση. Σύμφωνα με το άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και επιβολή) της Σύμβασης, το Δικαστήριο συνέστησε μέτρα που η Αλβανία έπρεπε να λάβει για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που είχε βρει στην πιλοτική απόφαση. Το 2015 το κοινοβούλιο της Αλβανίας το 2015 ψήφισε το Νόμο περί Διαχείρισης Ιδιοκτησίας και Οριστικοποίησης του Νόμου περί Διαδικασίας Αποζημίωσης Ιδιοκτησίας («Νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015»). Ο νόμος αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην οριστικοποίηση της εξέτασης των αξιώσεων που σχετίζονται με δήμευση περιουσιακών στοιχείων και στη ρύθμιση της αποζημίωσης. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, η κυβέρνηση ανέφερε ότι μόνο το 2,5% της διαδικασίας αποκατάστασης και αποζημίωσης είχε ολοκληρωθεί από το 1993. Εκτίμησε επίσης ότι, δεδομένης της χρηματοδότησης του προϋπολογισμού και των διατάξεων του προηγούμενου νόμου, θα χρειαζόταν εξαιρετικά πολύς χρόνος και περίπου 814 δισεκατομμύρια αλβανικά leks (ALL) (περίπου 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ) για την εκτέλεση των περισσότερων από τις 26.000 αποφάσεις, στις οποίες είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα αποζημίωσης αλλά δεν είχε καταβληθεί κάποιο ποσό.
Ως εκ τούτου, ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός εφικτού και εφαρμόσιμου συστήματος για την εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης των ιδιοκτητών ακινήτων και επίλυση του μακροχρόνιου ζητήματος. Μεταξύ άλλων, ο νόμος δημιούργησε την Υπηρεσία Αντιμετώπισης Ακινήτων («το ATP») για να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις των πρώην ιδιοκτητών, να καθορίσει το μέγεθος της αποζημίωσης και να παράσχει έναν μηχανισμό πρόσβασης στο δικαστήριο. Η διαδικασία αποζημίωσης θα ολοκληρωθεί σε διάστημα 10 ετών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και άρθρο 13
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 παρείχε επαρκή και προσβάσιμη εγχώρια δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη για τους προσφεύγοντες. Η κυβέρνηση είχε διαθέσει σημαντικούς πόρους στο Ταμείο Αποζημίωσης, το οποίο ιδρύθηκε βάσει του Νόμου και παρείχε αποζημίωση σε πρώην ιδιοκτήτες, και είχε εργαστεί σταθερά μέσω των αξιώσεων μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αφού το ATP ολοκλήρωσε την οικονομική αξιολόγηση άνω των 25.000 αποφάσεων.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν λύση που είχε εισαχθεί αρκετά χρόνια μετά την προσφυγή τους στο Δικαστήριο. Υποστήριξαν επίσης ότι η αναδρομική εφαρμογή του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015 παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Κατά την άποψή τους, η αναμενόμενη αποζημίωση θα ήταν επίσης πολύ χαμηλότερη από την προηγούμενη νομοθεσία, καθώς θα βασίζεται σε αντικειμενικές αξίες κατά τη στιγμή της απαλλοτρίωσης και όχι στην τρέχουσα αντικειμενική αξία του ακινήτου.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφυγές ήταν οι πρώτες που εξετάστηκαν μετά την εισαγωγή της νέας νομοθεσίας περί ιδιοκτησίας του 2015. Ως εκ τούτου, έπρεπε να πραγματοποιήσει λεπτομερή εξέταση του προκειμένου να διαπιστώσει εάν ο νόμος παρείχε επαρκή ένδικα βοηθήματα που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι προσφεύγοντες. Ο όρος «αποτελεσματικό» σήμαινε ότι το ένδικο βοήθημα έπρεπε να είναι επαρκές και προσβάσιμο.
Καταλληλότητα της μορφής έννομης προστασίας
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα κράτη είχαν ευρεία διακριτική ευχέρεια («ευρύ περιθώριο εκτίμησης») σχετικά με το εύρος της επιστροφής περιουσιακών στοιχείων και ότι δεν πρέπει να επιχειρήσει να επιβάλει υποχρέωση στο εναγόμενο κράτος να επιστρέψει όλες τις περιουσίες που είχαν απαλλοτριωθεί, ή κατασχέθηκαν. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Manushaqe Puto κ.α., η κυβέρνηση είχε προβλέψει «εναλλακτικές μορφές αποζημίωσης». Ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 είχε επίσης λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα κτίρια είχαν κατασκευαστεί σε απαλλοτριωμένη γη και προέβλεπε την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των πρώην ιδιοκτητών, όπου η επιστροφή ήταν αδύνατη. Εάν καταβάλλονταν κατάλληλη αποζημίωση σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν υπήρχε έλλειψη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των διαδίκων. Επιπλέον, βάσει του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015, οι ιδιοκτήτες θα μπορούσαν να αναλάβουν δικαστικές ενέργειες που σχετίζονται με διάφορες πτυχές της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του ATP σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και αποζημίωσης. Οποιαδήποτε αποτυχία του ATP να καθορίσει εκκρεμή αξίωση κυριότητας ή οικονομική αποζημίωση εντός προθεσμίας τριών ετών και κατά αποφάσεων του ATP σχετικά με το ποσό της αποζημίωσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, δεδομένης της εύλογης προθεσμίας, απαιτείται συνεπής δικαστική πρακτική και ταχείες διαδικασίες για την αντιμετώπιση σχεδόν 7.000 εκκρεμών εμπράγματων αξιώσεων κυριότητας. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το ATP δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το τελικό αποτέλεσμα των αποφάσεων στις οποίες δεν είχε καθοριστεί αποζημίωση, η οποία θα υπόκειται σε οικονομική αξιολόγηση για τον προσδιορισμό του πραγματικού ποσού. Οι αποφάσεις για τις οποίες είχε καθοριστεί ένα ποσό έγιναν δεκτές σύμφωνα με το νόμο και δημοσιεύτηκαν.
Καθώς το δικαίωμα αποζημίωσης παρέμεινε έτσι αδιαμφισβήτητο και αδιαπραγμάτευτο, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε το επιχείρημα ότι ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 προκάλεσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης.
Το Δικαστήριο κατέληξε επαναλαμβάνοντας ότι οι εγχώριες αρχές απολάμβαναν μεγάλο περιθώριο εκτίμησης κατά την επιλογή των μορφών έννομης προστασίας για παραβιάσεις των δικαιωμάτων κυριότητας. Διαπίστωσε ότι η αποτελεσματικότητα της προσφυγής δεν επηρεάστηκε από τη μορφή έννομης προστασίας που προβλέπει ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015.
Επάρκεια της αποζημίωσης
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η μέθοδος υπολογισμού της αποζημίωσης βάσει του νέου νόμου θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα αποζημίωσης από ό,τι στην προηγούμενη νομοθεσία για ορισμένες κατηγορίες πρώην ιδιοκτητών, καθώς ο υπολογισμός της βασίστηκε σε αντικειμενική αξία κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και όχι στην τρέχουσα αγοραία αξία. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σημαντική παρέμβαση στις προηγούμενες προσδοκίες για πλήρη αποζημίωση και το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν αυτό ήταν δικαιολογημένο. Παρατήρησε ότι η Αλβανία ασχολήθηκε με το θέμα της επιστροφής περιουσιακών στοιχείων και της αποζημίωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το νέο καθεστώς επιδίωκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος να επιλύσει τα ζητήματα κυριότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος 10 ετών με λογικό κόστος και για τη εξασφάλιση «κοινωνικής ειρήνης». Το πρόγραμμα αποσκοπούσε επίσης στην εφαρμογή της πιλοτικής απόφασης του Δικαστηρίου για το 2012 και στην επίλυση ενός διαρθρωτικού προβλήματος που διήρκεσε από το 1993 και επηρέασε τουλάχιστον 26.000 αξιώσεις αποζημίωσης. Το παλιό σύστημα, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, θα απαιτούσε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγάλο κόστος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής και αποζημίωσης. Επομένως, η προσέγγιση που υιοθέτησαν οι αρχές δεν φαινόταν παράλογη ή δυσανάλογη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση της αρχικής αξίας της απαλλοτριωμένης περιουσίας ως βάση για οικονομική αξιολόγηση δεν ήταν αυθαίρετη. Ωστόσο, η αποκατάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματική μόνο εάν το συνολικό ποσό της αποζημίωσης – ανεξάρτητα από τη μορφή της – ανερχόταν τουλάχιστον στο 10% της αξίας που υπολογίστηκε με αναφορά στην τρέχουσα αγοραία αξία της απαλλοτριωμένης περιουσίας.
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα των προσφευγόντων ότι το νέο καθεστώς ισοδυναμούσε με διάκριση δεδομένου ότι άλλα άτομα είχαν λάβει υψηλότερη αποζημίωση βάσει της προηγούμενης νομοθεσίας ή βάσει δικαστικών αποφάσεων. Πράγματι, η διαφορά μεταχείρισης οφειλόταν σε παρεμβατική αλλαγή της νομοθεσίας, η οποία οφείλεται στην πιλοτική απόφαση του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι εισήγαγε διακρίσεις.
Ούτε το Δικαστήριο είχε ενημερωθεί ότι η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει το ανώτατο όριο χρηματικής αποζημίωσης σε 10 εκατομμύρια ALL (81.100 ευρώ) από 50 εκατομμύρια ALL (403.763 ευρώ) είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση σημαντικής νομικής αβεβαιότητας ή μια γενική διαφορά στη μεταχείριση. Ωστόσο, σημείωσε ότι οι συχνές αλλαγές στη νομοθεσίαθα μπορούσαν να συμβάλουν στη γενική έλλειψη ασφάλειας δικαίου, η οποία θα ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κράτους στο μέλλον.
Πρόσθεσε ότι καθώς η πληρωμή της αποζημίωσης ήταν κλιμακωτή σε διάστημα 10 ετών, το ποσό θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται στον πληθωρισμό μέχρι την τελική πληρωμή, προκειμένου η αποκατάσταση να συνεχίσει να ισχύει.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με την επιφύλαξη της τήρησης του ελάχιστου ορίου 10% για το ποσό της αποζημίωσης, δεν προέκυψαν ζητήματα σχετικά με την επάρκεια αποζημίωσης που προβλέπει ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015, ο οποίος θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του εν λόγω μέτρου.
Προσβασιμότητα και αποτελεσματικότητα των ένδικων βοηθημάτων
Στατιστικά στοιχεία απέδειξαν ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στην εκτέλεση αποφάσεων, στην αξιολόγηση της αποζημίωσης και στην εξέταση νέων αξιώσεων. Η κυβέρνηση διέθεσε σημαντικούς δημοσιονομικούς πόρους για οικονομική αποζημίωση · και είχε διευρύνει το Ταμείο αρωγής που χρησιμοποιήθηκε για την αποζημίωση πρώην ιδιοκτητών, ακόμη και αν η περαιτέρω χρήση γης παρά των οικονομικών πόρων θα μείωνε τον τελικό λογαριασμό και θα επέτρεπε στους ιδιοκτήτες να επωφεληθούν από την αύξηση της αξίας.
Ο νόμος είχε θεσπίσει το ATP για να εξετάσει αξιώσεις αποζημίωσης και να αναγνωρίσει δικαιώματα κυριότητας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αποζημίωσης. Πράγματι, είχε καθορίσει την οικονομική αξιολόγηση για σχεδόν κάθε προσφυγή στην παρούσα υπόθεση. Το νέο σύστημα περιλάμβανε επίσης μια δεύτερη, πλήρως δικαστική διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νομικά δεσμευτική δικαστική απόφαση.
Διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, ότι τέτοιες δικαστικές διαδικασίες θα ήταν χρονοβόρες και επιζήμιες, επισημαίνοντας ότι τυχόν υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας θα μπορούσε να υπόκειται στον έλεγχό της στο μέλλον και να επηρεάζει τη συνολική εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της προσφυγής.
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του νόμου του 2015 αντί να αμφισβητήσουν αμέσως την αποτελεσματικότητά του. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν θα ήταν δίκαιο και λογικό να τους αφαιρέσει το δικαίωμα από την χρήση της προσφυγής , η οποία διαφορετικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση σε σύγκριση με πρώην ιδιοκτήτες που είχαν συμμορφωθεί με τις νέες απαιτήσεις.
Η 10ετής προθεσμία για την πλήρη αποζημίωση ήταν επίσης αποδεκτή στις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης και δεν θα αμφισβητούσε από μόνη της την αποτελεσματικότητα της προσφυγής ή θα παραβίαζε την απαίτηση εύλογου χρόνου της Σύμβασης. Υπήρχε επίσης μια πιθανή χωριστή αποκατάσταση βάσει του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την ταλαιπωρία και την απογοήτευση που προκλήθηκε από μεγάλες καθυστερήσεις στην επιβολή τελικών αποφάσεων, αν και ένα απλοποιημένο σύστημα απονομής αποζημίωσης για μη χρηματική ζημία σε πρώην ιδιοκτήτες μπορεί να είναι καταλληλότερο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυψαν προβλήματα σχετικά με την προσβασιμότητα και την αποτελεσματικότητα των ένδικων βοηθημάτων.
Συμπέρασμα σχετικά με την αποτελεσματικότητα
Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του επί του θέματος και την έγκριση ψηφίσματος από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την περάτωση της εξέτασης της πιλοτικής απόφασης Manushaqe Puto κ.α., το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 ήταν αποτελεσματικός, κατά την έννοια του άρθρου 35 § 1 και του άρθρου 13 της Σύμβασης.
Υποχρέωση χρήσης των εγχώριων ένδικων μέσων
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 ήταν απάντηση στην υπόθεση Manushaqe Puto κ.α. και ότι θα ήταν σύμφωνος με το πνεύμα και τη λογική της απόφασης αυτής και ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε πρώτα να ζητήσουν επανόρθωση με αυτόν τον τρόπο.
Επιπλέον, ο νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα άτομα που έχουν υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος. Τέλος, το καθήκον του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα αποφασίζοντας σε τέτοιες υποθέσεις αντί των αρχών ή εξετάζοντάς τα παράλληλα με τις εσωτερικές διαδικασίες.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες στις υπ ‘αριθ. 29026/06, 3165/08, 56956/10, 29127/11, 5915/14, 53846/14 και 537/15 προσφυγές, υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα εγχώρια ένδικα μέσω του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015. Δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις για την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων και η καταγγελία τους βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου έπρεπε να απορριφθεί.
Έκρινε επίσης ότι θα ήταν πρόωρο να εξεταστούν τα παράπονα των προσφευγόντων στις αιτήσεις αριθ. 8904/12, 6311/12, 67059/14 και 72755/14 καθώς οι εσωτερικές δικαστικές διαδικασίες ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Η καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του ΠΠΠ απορρίφθηκε. Διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες στην προσφυγή με αρ. 57152/14 δεν μπορούσαν πλέον να ισχυριστούν ότι είναι θύματα παραβιάσεων των δικαιωμάτων της Σύμβασης καθώς είχαν λάβει πλήρη αποζημίωση. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης ήταν προδήλως αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί.
Σημείωσε ότι θα μπορούσε να επανεξετάσει την υπόθεση στο μέλλον, ανάλογα ιδίως με την ικανότητα των αρχών να αποδείξουν ότι τα νέα ένδικα βοηθήματα συνέχισαν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Σύμβασης στην πράξη, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς τους να αντιμετωπίζουν σχεδόν 7.000 εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης με αποτελεσματικό τρόπο και να επιδικάζουν αποζημίωση τουλάχιστον 10% της αξίας του ακινήτου που υπολογίζεται με αναφορά στην τρέχουσα αντικειμενική αξία της απαλλοτριωμένης ιδιοκτησίας και προβλέπουν αναπροσαρμογή της αποζημίωσης έως την τελική πληρωμή.
Άρθρο 6
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 λόγω της αποτυχίας των αρχών να εκτελέσουν αμετάκλητες αποφάσεις σχετικά με τη καταβολή αποζημίωσης και λόγω της αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015 σε αποφάσεις που ήταν τελεσίδικες.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεδομένου ότι ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2015 παρείχε στους προσφεύγοντες δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και ότι οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση σε δικαστήριο ή έλαβαν πλήρη αποζημίωση, η καταγγελία τους για φερόμενη αδυναμία εκτέλεσης των αμετάκλητων αποφάσεων αποζημίωσης ήταν προφανώς αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης συγκεκριμένα ότι μια αμετάκλητη απόφαση που εκδόθηκε βάσει του παλαιού συστήματος που είχε προβλέψει αποζημίωση «με έναν από τους τρόπους που προβλέπει ο νόμος» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ισχύ δεδικασμένου είτε στη μορφή αποζημίωσης είτε στον υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης. Επιπλέον, το αναδρομικό αποτέλεσμα του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015 δεν στοχεύει σε συγκεκριμένες μεμονωμένες εφαρμογές, αλλά ήταν μια παγκόσμια απάντηση στην πιλοτική απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία αποσκοπούσε σε μια διαρκή λύση σε προηγούμενες μακροχρόνιες αποτυχίες εκτέλεσης τελεσίδικων αποφάσεων.
Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι η αναδρομική ισχύς του νόμου περί ιδιοκτησίας του 2015 είχε δικαιολογημένη εφαρμογή για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, η δεύτερη καταγγελία βάσει του άρθρου 6 έπρεπε επίσης να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα να εξετάσεις τις προσφυγές και να τις κηρύξει απαράδεκτες (επιμέλεια echrcaselaw.com).