ΑΠ 358/2019 (ποιν.): Διατύπωση κρίσεων σε ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη προς υποστήριξη αγωγής διαζυγίου- Αθώωση για συκοφαντική δυσφήμιση- Δεν απεδείχθη κατά τρόπο αναμφίβολο ότι είχαν άμεσο δόλο των ψευδών κρίσεων και γεγονότων που βεβαίωσαν στις ένορκες βεβαιώσεις- Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέως κατά της αθωωτικής απόφασης.Τα δικαστικά πρόσωπα, που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο τρίτοι.“Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ “όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή” και κατά το άρθρο 363 του Π.Κ. “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και δ) άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας , ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. Ως “ισχυρισμός” νοείται η ανακοίνωση που προέρχεται από γνώμη ή πεποίθηση του ίδιου του δράστη ή από μετάδοση άλλου προσώπου, που υιοθέτησε ο δράστης, ενώ ως “διάδοση” νοείται η μετάδοση ανακοίνωσης άλλου προσώπου από τον δράστη, χωρίς αυτός να την υιοθετεί. Ως “γεγονός” νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις ή χαρακτηρισμοί μπορεί να θεωρηθούν ως δυσφημιστικά γεγονότα, μόνο εάν υποκρύπτουν πραγματικά συμβάντα που προσβάλλουν την προσωπικότητα άλλου προσώπου ή συνάπτονται αναπόσπαστα με τέτοια συμβάντα και προσδιορίζουν την ποιοτική και ποσοτική βαρύτητά τους. Ακόμη ως “τιμή” νοείται η ηθική και προσωπική αξία που απολαμβάνει το φυσικό πρόσωπο ως ανθρώπινο όν και ως υποκείμενο της έννομης τάξης, ενώ ως “υπόληψη” νοείται η κοινωνική αξία αυτού, δηλαδή η εκτίμηση που αναγνωρίζεται και αποδίδεται στο φυσικό πρόσωπο ως στοιχείο της προσωπικότητάς του λόγω των ηθικών, πνευματικών, επαγγελματικών και λοιπών ικανοτήτων και δεξιοτήτων αυτού και της γενικότερης θετικής στάσης και δράσης του στο πλαίσιο της έννομης τάξης, της επαγγελματικής ή καλλιτεχνικής ενασχόλησης και της κοινωνικής συμβίωσης και συναναστροφής( ΑΠ 1176/2017, ΑΠ 611/2015, ΑΠ 196/2017) Τόσο στην απλή όσο και στη συκοφαντική δυσφήμηση, ο υπαίτιος, με την αναφορά ενώπιον τρίτων των σχετικών γεγονότων, παρέχει στους τρίτους τα στηρίγματα , στα οποία θα μπορούσαν αυτοί θα στηρίξουν τη δική τους αρνητική κρίση για το πρόσωπο του προσβαλλόμενου (ΑΠ 1238/1985) Κατά τα προαναφερθέντα “γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή κτλ” σημαίνει ότι το γεγονός είναι πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος , από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι, τα δικαστικά πρόσωπα, που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο τρίτοι ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής.Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και συγκεκριμένα του ότι:«1. Ο πρώτος κατηγορούμενος, Π. Δ., την 01.09.2011, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψή του. Συγκεκριμένα, με τη με αρ. 5122/2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ισχυρίσθηκε ότι η εγκαλούσα είναι η μόνη υπαίτια για τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης της με τον σύζυγο της-τρίτο κατηγορούμενο, Ι. Μ., διότι εγκατέλειπε τακτικά τη συζυγική εστία, αδιαφορούσε για τα παιδιά της και διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, όπως ειδικότερα αναλύεται στην πράξη της ψευδορκίας (για την οποία κηρύχθηκε αθώος). Τα ανωτέρω, ωστόσο, των οποίων έλαβαν γνώση οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι, γνώριζε ότι ήταν ψευδή, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας, καθώς ήταν αντίθετα στην ευπρέπεια και ηθική. 2. Η δεύτερη κατηγορούμενη, Ο. Ξ. – Π., την 01.09.2011, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων κάποιον άλλον εν γνώσει της ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του. Συγκεκριμένα, με τη με αρ. 5122/2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ισχυρίσθηκε ότι εγκαλούσα είναι η μόνη υπαίτια για τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης της με τον σύζυγο της-τρίτο κατηγορούμενο, Ι. Μ., διότι τον εκβίαζε, προκειμένου να της μεταβιβάζει περιουσιακά του στοιχεία, εγκατέλειπε τακτικά τη συζυγική εστία και αδιαφορούσε για τα παιδιά και το σύζυγο της, όπως ειδικότερα αναλύεται στην . πράξη της ψευδορκίας (για την οποία κηρύχθηκε αθώα). Τα ανωτέρω, ωστόσο, των οποίων έλαβαν γνώση οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι, γνώριζε ότι ήταν ψευδή, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας, καθώς ήταν αντίθετα στην ευπρέπεια και ηθική».Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική του κρίση, το Δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: « Ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορουμένων φίλοι του γ’ κατηγορούμενου, με τις υπ’ αριθ. 5121 και 5122/2011 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, βεβαίωσαν προς υποστήριξη αγωγής διαζυγίου του τρίτου κατηγορουμένου κατά της εν διαστάσει συζύγου του εγκαλούσης Π. Χ., κρίσεις επιβαρυντικές για την τελευταία, όπως αυτές αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης απόφασης, πλην όμως πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης που κατηγορούνται και τούτο διότι δεν απεδείχθη κατά τρόπο αναμφίβολο ότι γνώριζαν τα αναληθή που κατέθεσαν. Ειδικότερα: δια την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος αλλ’ απαιτείται άμεσος δόλος. Αν ο δράστης πίστευε ότι το γεγονός είναι αληθινό ή αν είχε αμφιβολίες για την αλήθεια τούτου δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Εν προκειμένω όπως προελέχθη, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης καθότι δεν απεδείχθη κατά τρόπο αναμφίβολο ότι είχαν άμεσο δόλο των ψευδών κρίσεων και γεγονότων που βεβαίωσαν στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις”.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται αιτιολογημένα σε αυτή, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο προοίμιο του σκεπτικού ( “… την χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης… τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν …..την απολογία των κατηγορουμένων…» δεν προέκυψαν στοιχεία , στα οποία να μπορεί να στηρίξει χωρίς αμφιβολία την ύπαρξη του άμεσου δόλου των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων και δη ότι αυτοί γνώριζαν ότι τα κατατεθέντα από αυτούς ήσαν ψευδή.
Συνεπώς, ο από το 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ λόγος της εισαγγελικής αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος”.(areiospagos.gr)
Προηγούμενο άρθροΠοιους και πώς θα στηρίξουν τα 15 δισ. από τις Βρυξέλλες