Συμβάσεις μεταξύ κρατών μελών για την αποφυγή διπλής φορολογίας, ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και απαγόρευση των διακρίσεων στην ΕΕ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 30-04-2020 απόφασή του, το Όγδοο Τμήμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφαίνεται ότι το ιταλικό φορολογικό καθεστώς που απορρέει από την ιταλοπορτογαλική σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης των εισοδημάτων δεν αντιβαίνει στις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως αυτές προβλέπονται στα άρθρα 21 και 18 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αντίστοιχα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα μπορούν να υπόκεινται σε διαφορετικές εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι HB και IC, ιταλικής ιθαγενείας, είναι πρώην υπάλληλοι του ιταλικού δημοσίου τομέα οι οποίοι λαμβάνουν σύνταξη γήρατος από το Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS) (Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ιταλία). Αφού μετέφεραν την κατοικία τους στην Πορτογαλία, ζήτησαν, το 2015, από το INPS να τους καταβάλλει, κατ’ εφαρμογή της ιταλοπορτογαλικής σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας [Convenzione tra la Repubblica italiana e la Repubblica portoghese per evitare le doppie imposizioni e prevenire l’evasione fiscale in materia di imposte sul reddito (σύμβαση μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής ως προς τον φόρο εισοδήματος), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 14 Μαΐου 1980 και κυρώθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία με τον legge 562 (νόμο 562), της 10ης Ιουλίου 1982], το ακαθάριστο ποσό της μηνιαίας συντάξής τους γήρατος, χωρίς παρακράτηση φόρου στην πηγή από την Ιταλία, ούτως ώστε να απολαύουν των φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρέχει η Πορτογαλία.
Το INPS απέρριψε τις αιτήσεις τους, κρίνοντας ότι η ρύθμιση αυτή έχει εφαρμογή μόνο στους Ιταλούς συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα που μετέφεραν την κατοικία τους στην Πορτογαλία, καθώς και στους Ιταλούς συνταξιούχους του δημόσιου τομέα οι οποίοι, εκτός του ότι μετέφεραν την κατοικία τους στην Πορτογαλία, απέκτησαν και την πορτογαλική ιθαγένεια (προϋπόθεση που δεν πληρούν οι HB και IC).
Οι HB και IC προσέφυγαν ενώπιον του Corte dei conti – Sezione Giurisdizionale per la Regione Puglia (Ελεγκτικού Συνεδρίου – δικαιοδοτικό τμήμα Περιφέρειας της Puglia, Ιταλία). Το εν λόγω δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν το ιταλικό φορολογικό καθεστώς που απορρέει από τη σύμβαση συνιστά, αφενός, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των Ιταλών συνταξιούχων του δημόσιου τομέα κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, διάκριση λόγω ιθαγένειας, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απαντά αρνητικά και στα δύο υποβληθέντα ερωτήματα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του1 κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, να καθορίζουν τα κριτήρια για τη μεταξύ τους κατανομή της φορολογικής τους αρμοδιότητας, δεδομένου ότι οι συμβάσεις αυτές δεν αποσκοπούν στο να διασφαλίζουν ότι η φορολόγηση σε ένα κράτος δεν θα είναι υψηλότερη από τη φορολόγηση σε άλλο κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν μεταξύ άλλων να κατανείμουν τη φορολογική αρμοδιότητα βάσει κριτηρίων όπως είναι το κριτήριο του καταβάλλοντος κράτους ή το κριτήριο της ιθαγένειας.
Η διαφορετική μεταχείριση την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι HB και IC απορρέει από την κατανομή της φορολογικής εξουσίας μεταξύ της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, καθώς και από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των φορολογικών καθεστώτων των εν λόγω κρατών μελών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν τίθεται ζήτημα απαγορευόμενης διάκρισης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA