Με την υπ’ αρίθμ. 121/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επιδικάστηκε αποζημίωση σε δύο κατοίκους της Καλύμνου, που ταλαιπωρήθηκαν αδίκως ως εμπλεκόμενοι δήθεν σε υπόθεση πλαστογράφησης της διαθήκης μιας 93χρονης Καλυμνιάς.
Η υπόθεση είχε λάβει πανελλήνια διάσταση και έληξε με την απαλλαγή όλων των κατηγορούμενων από το κακουργιοδικείο.
Το δικαστήριο με την τελεσίδικη απόφασή του, επεδίκασε αποζημίωση ύψους 5.000 ευρώ σε καθένα από τους ενάγοντες και εις βάρος της εναγόμενης που προκάλεσε την δίωξή τους.
Σημειώνεται ότι η τελευταία, που παραπέμφθηκε σε δίκη μετά από μήνυση ζευγαριού από την Κάλυμνο, για ψευδή καταμήνυση, μετά την αθώωσή τους τον Σεπτέμβριο του 2016 από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία που τους υπέβαλε την οποία και αποδέχτηκαν με αποτέλεσμα να αθωωθεί.
Θυμίζουμε ότι το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, επί κακουργημάτων, με ομόφωνη απόφασή του είχε κρίνει αθώους χωρίς αμφιβολίες, 8 Καλύμνιους, που ενεπλάκησαν στην πολύκροτη υπόθεση.
Κατηγορούμενοι ήταν συγκεκριμένα μια συμβολαιογράφος για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, δύο κάτοικοι της Καλύμνου για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη και 5 ακόμη κάτοικοι του ίδιου νησιού για άμεση συνέργεια στο ίδιο αδίκημα.
Η υπερήλικη, που απεβίωσε στην Κάλυμνο, την 24-12-2005, ετών 93, κατοικούσε όσο ζούσε στην περιοχή της Πανόρμου. Στην ίδια περιοχή, σε οικία πλησίον της, κατοικούσε η δεύτερη και ο τρίτος των κατηγορουμένων (μηνυτές στην υπόθεση που εξετάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω).
Η 93χρονη λόγω της προχωρημένης ηλικίας της και του γεγονότος ότι δεν είχε η ίδια παιδιά, ενώ οι συγγενείς της δεν την φρόντιζαν, τον Σεπτέμβριο του έτους 2003, ζήτησε από τους δύο Καλύμνιους, να την βοηθούν στην διεκπεραίωση των εξωτερικών της υποθέσεων και στην φροντίδα του σπιτιού, αυτοί δε, το αποδέχθηκαν.
Την 2α-12-2005, το ζευγάρι, κάλεσε την πρώτη κατηγορουμένη, συμβολαιογράφο Καλύμνου η οποία συνέταξε δημόσια διαθήκη, με μάρτυρες τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, ο έβδομος των οποίων, της χορήγησε ιατρική βεβαίωση, με την οποία διαπίστωνε θετικά την πνευματική ικανότητα της διαθέτιδας.
Με την διαθήκη αυτή, η 93χρονη, κατέλιπε στην δεύτερη κατηγορουμένη ακίνητη περιουσία, αξίας 240.000 ευρώ και συγκεκριμένα ένα κατάστημα επί της οδού Ερμού στην Αθήνα, αξίας 100.000 ευρώ, ένα ακίνητο στην περιοχή «Βοθύνοι» της Καλύμνου αξίας 60.000 ευρώ και ένα ακίνητο στην περιοχή «Πάνορμος» της Καλύμνου, αξίας 80.000 ευρώ.
Από την ακροαματική διαδικασία και κυρίως από τις καταθέσεις δύο ιατρών διαψεύστηκε ότι η 93χρονη έπασχε από άνοια ενώ προέκυψε ότι είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο το οποίο ωστόσο δεν επηρέασε τις νοητικές της ικανότητες.
Προέκυψε εξάλλου ότι όταν συνετάχθη η δημόσια διαθήκη η 93χρονη είχε σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση των πραττομένων, όπως εξάλλου βεβαίωσαν όλοι οι μάρτυρες που ήταν παρόντες κατά την σύνταξη της διαθήκης και βεβαίως ο γιατρός που την παρακολουθούσε ανελλιπώς.
Η διαθήκη δεν γράφτηκε υπό την καθοδήγηση κανενός, αλλά από την ίδια με πλήρη διαύγεια και πλήρη συνείδηση αυτών που ήθελε και έπραττε.
Διαψεύστηκε ακόμη από μαρτυρικές καταθέσεις ότι η 93χρονη ήταν παραμελημένη στο γκαράζ του σπιτιού της Καλυμνιάς και τονίζουν ότι διέμενε σε κανονικό δωμάτιο και απολάμβανε φροντίδα και περιποίηση.
Διαψεύστηκε ακόμη ότι η διαθέτιδα μετά την έξοδό της από το Νοσοκομείο ελάμβανε τροφή με σύριγγα και ότι περιέπεσε σε λήθαργο.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Παν. Αβρίθης, Θεμελίνα Κατέρη, Κ. Κολοβός και Λ. Οικονόμου.