Της Νένας Μαλλιάρα
Κυβέρνηση, τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης, με την PwC σε ρόλο συντονιστή, έχουν αποδυθεί σε αγώνα δρόμου για τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο θα εκτείνεται πέραν της τρίμηνης παράτασης που έχει λάβει ο νόμος 4605/2019. Στο επόμενο δεκαπενθήμερο θα κριθεί το εύρος του φάσματος των δικαιούχων (εισοδηματικά και άλλα κριτήρια επιλεξιμότητας) του νέου πλαισίου –που θα είναι έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερο−, καθώς και η κοστολόγησή του, προκειμένου στα τέλη του μήνα το σχέδιο της κυβέρνησης να τεθεί ολοκληρωμένο προς έγκριση στις Βρυξέλλες. Οι δυσκολίες του σχεδίου έχουν να κάνουν με την υπέρβαση των περιορισμών περί κρατικής ενίσχυσης από την DGComp, αλλά και στο μέτωπο αυτό υπάρχει αισιοδοξία, καθώς η Κομισιόν έχει εντολή, λόγω ύφεσης και πανδημίας, να αντιμετωπίσει με ελαστικότητα την κρατική παρέμβαση. Άλλωστε, όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, η DGComp έχει ήδη εγκρίνει με διασταλτική ερμηνεία κρατικές επιδοτήσεις 1,9 τρισ. ευρώ, από τις οποίες το 1 τρισ. αφορά κρατικές ενισχύσεις της γερμανικής κυβέρνησης προς επιχειρήσεις λόγω ύφεσης και πανδημίας.
Περίμετρος ωφελούμενων και κόστος προγράμματος αναμένεται, έτσι, ότι θα υπερβούν τις πιθανές επιφυλάξεις για τη θεσμοθέτηση της νέας διευρυμένης “ομπρέλας” προστασίας στην πρώτη κατοικία που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση και θα περάσουν τον σκόπελο της DGComp για τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Η δομή του σχεδίου
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, το σχέδιο της κυβέρνησης και το πλάνο πάνω στο οποίο δουλεύουν PwC, τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης δομείται σε δύο άξονες, τα εξυπηρετούμενα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως επίσης και τέσσερις υποκατηγορίες δανείων: α) στην κατηγορία των εξυπηρετούμενων δανείων, ήτοι δάνεια συνεπών δανειοληπτών που εξυπηρετούνται μέχρι σήμερα κανονικά και δάνεια που βρίσκονται σε ρύθμιση που εξυπηρετείται, και β) στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που αφορά δάνεια για τα οποία οι τράπεζες δεν έχουν κινήσει νομικές ενέργειες είσπραξης και δάνεια τα οποία έχουν ήδη καταγγελθεί.
Σημειώνεται ότι, με βάση τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ένα δάνειο θεωρείται ως καταγγελμένο αν έχει ξεπεράσει τις 180 ημέρες καθυστέρησης. Στην ελληνική πρακτική, ωστόσο, και δη για τα στεγαστικά δάνεια, οι πιστωτές δεν καταγγέλλουν ένα δάνειο αν δεν είναι υπερήμερο τουλάχιστον για έναν χρόνο.
Όπως προκύπτει από τον ανωτέρω σχεδιασμό, η κυβέρνηση προωθεί προς υλοποίηση ένα πλαίσιο διευρυμένης προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο –πέραν της παράτασης του υφιστάμενου καθεστώτος προστασίας του ν. 4605/2019 μέχρι τις 31 Ιουλίου– θα ενισχύει επίσης τους δανειολήπτες που πλήττονται από τον κορονοϊό:
– Υποστηρίζοντας το σύνολο των δανειοληπτών που επλήγησαν από την υγειονομική κρίση, και έχουν “κόκκινο” δάνειο, ακόμα και μετά το τέλος του 2018 και
– επιβραβεύοντας για πρώτη φορά τούς συνεπείς δανειολήπτες με εξυπηρετούμενα δάνεια, οι οποίοι έχουν πληγεί επίσης από την πανδημική κρίση.
Όπως έχει γράψει το Capital.gr, το σχέδιο της κυβέρνησης εξετάζει την κάλυψη των δόσεων των παραπάνω δανείων για ένα διάστημα τριών τριμήνων και σε ποσοστό από 100% και φθίνον στη συνέχεια (μέχρι 25%, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες). Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι την καλύτερη αντιμετώπιση θα έχουν τα εξυπηρετούμενα δάνεια (μεγαλύτερο ποσοστό κάλυψης της μηνιαίας δόσης ή για μεγαλύτερο διάστημα), κατόπιν τα δάνεια που βρίσκονται σε ρύθμιση που τηρείται και τελευταία τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται ή δεν είναι σε ρύθμιση.
Καταλύτης το κόστος
Με την περίμετρο των δικαιούχων να παραμένει ανοιχτή, οι πληροφορίες του Capital.gr αναφέρουν πως οι πρώτες εκτιμήσεις της κυβέρνησης κάνουν λόγο για ένα κόστος της τάξεως των 350 εκατ. ευρώ που θα απαιτηθεί για την προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών που πλήττονται από την κρίση του COVID-19.
Τo ποσό αυτό εξάγεται από έναν πρώτο υπολογισμό ότι ένας στους τρεις δανειολήπτες με “κόκκινα” δάνεια συνδεδεμένα με την πρώτη κατοικία πλήττεται από τον κορονοϊό. Ένα πρόγραμμα πλήρους κάλυψης των δόσεων όλων των “κόκκινων” δανείων της πρώτης κατοικίας για έξι μήνες θα κοστίσει περίπου 1,2 δισ. ευρώ.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το κόστος για την προστασία της πρώτης κατοικίας θα καλυφθεί από κοινοτικούς πόρους, αλλά και από τον εθνικό Προϋπολογισμό, καθώς, από τα 150 εκατ. ευρώ που ήταν διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό (επιδοτήσεις δανείων που ρυθμίστηκαν μέσω της πλατφόρμας του ν. 4605/2019), έχουν χρησιμοποιηθεί μόλις 50.000 ευρώ!
Οι υπολογισμοί για το κόστος του νέου προγράμματος, ωστόσο, είναι πρώιμοι και απλουστευτικοί, αφού παραγνωρίζουν το γεγονός πως η “ομπρέλα” προστασίας που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν αφορά μόνο τα “κόκκινα” δάνεια, αλλά και δάνεια ενήμερων δανειοληπτών. Πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος του προγράμματος έχει σημαντικά περιθώρια διαφοροποίησης.
Όλα αυτά θα απαιτήσουν μια πολύ καλά αποτυπωμένη και δικαιολογημένη με νούμερα εικόνα των δανειοληπτών που πλήττονται από τον κορονοϊό και έχουν ανάγκη την προστασία της πρώτης κατοικίας τους. Ειδικά από τη στιγμή του προηγουμένου του νόμου 4605/2019, όπου η αρχική “περίμετρος” των δανειοληπτών είχε τοποθετηθεί στους 187.000, αργότερα οι τράπεζες εκτίμησαν τους δικαιούχους στους 90.000 και τελικά στην πλατφόρμα του νόμου υποβλήθηκαν μόλις 3.198 αιτήσεις!
Με το δεδομένο αυτό, η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί στους “θεσμούς” ότι το νέο διευρυμένο πλαίσιο που προτείνει για την προστασία της πρώτης κατοικίας καλύπτει πραγματικές ανάγκες δανειοληπτών και ταυτόχρονα αποφεύγεται να δημιουργηθεί πρόβλημα στις τράπεζες από πιθανή εκρηκτική άνοδο των “κόκκινων” δανείων, αποτρέποντας την εκμετάλλευση της παρεχόμενης προστασίας από στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Τα στοιχεία που θα καθορίσουν το φάσμα των δικαιούχων ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται από τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης και να αποστέλλονται ήδη στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους από την προηγούμενη εβδομάδα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, μέχρι στιγμής έχουν αποσταλεί στοιχεία για περίπου 800.000 ΑΦΜ από το σύνολο των 1,7 εκατομμυρίων που έχουν καταγραφεί ως κορονοϊόπληκτοι.