ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
M.N. κ.α. κατά Βελγίου της 05.05.2020 (αρ. 3599/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Χορήγηση βίζας σε πρεσβεία στο εξωτερικό. Άρνηση χορήγησης. Μη εφαρμογή της ΕΣΔΑ.
Δύο Σύριοι υπήκοοι και τα δύο παιδιά τους, υπέβαλαν αίτημα για χορήγηση βίζας στη Βελγική Πρεσβεία στη Βηρυτό με σκοπό να υποβάλουν αίτηση ασύλου στο Βέλγιο. Το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων τους βάσει των άρθρων 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης), 13 (δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου μέσου) και 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 1 (υποχρέωση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του σε άτομα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των Κρατών Μελών της Σύμβασης. Εν προκειμένω, σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Βελγίου όσον αφορά καταστάσεις βάσει των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ.
Το γεγονός ότι ένας προσφεύγων άσκησε διαδικασία σε ένα Κράτος μέλος με το οποίο δεν είχε δεσμό δεν αρκεί για να καθορίσει τη δικαιοδοσία του κράτους αυτού. Κατά το ΕΔΔΑ οι βελγικές αρχές είχαν λάβει αποφάσεις σχετικά με τους όρους εισόδου στο βελγικό έδαφος και, έτσι, είχαν ασκήσει δημόσια εξουσία. Από μόνο του όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να υπαχθούν οι προσφεύγοντες στην «εδαφική» δικαιοδοσία του Βελγίου.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Σύμβαση δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Κατά το ΕΔΔΑ η είσοδος στο βελγικό έδαφος που θα προέκυπτε από τις βίζες δεν συνεπάγονταν «πολιτικό» δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Τέλος, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν προδικάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν τα Κράτη Μέλη για να διευκολύνουν την πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου μέσω των πρεσβειών και των προξενικών αρχών τους.
Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Άρθρο 3
Άρθρο 13
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι ένα ζευγάρι και τα δύο παιδιά τους, όλοι Σύριοι υπήκοοι. Ζουν στο Χαλέπι.
Στις 22 Αυγούστου 2016 μετέβησαν στη Βελγική Πρεσβεία στη Βηρυτό για να υποβάλουν αιτήσεις για κάρτες θεώρησης βραχείας διαμονής, με σκοπό να ζητήσουν στη συνέχεια άσυλο στο Βέλγιο. Οι προσφεύγοντες βάσισαν το αίτημά τους στο άρθρο 25 του κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων, που αναφέρεται σε επείγοντες ανθρωπιστικούς λόγους.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2016 η Υπηρεσία Αλλοδαπών αρνήθηκε να εκδώσει τις αιτούμενες θεωρήσεις. Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή σε δευτεροβάθμιο όργανο για τους αλλοδαπούς κατά της άρνησης βάσει της εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης. Στις 7 Οκτωβρίου 2016 το δευτεροβάθμιο όργανο διέταξε την αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου. Έδωσε εντολή στο κράτος να λάβει νέες αποφάσεις.
Στις 10 και 17 Οκτωβρίου 2016, η Υπηρεσία Αλλοδαπών εξέδωσε νέες αποφάσεις που αρνήθηκαν εκ νέου τη χορήγηση θεωρήσεων, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε το δευτεροβάθμιο όργανο. Στις 20 Οκτωβρίου 2016, το δευτεροβάθμιο όργανο για τους αλλοδαπούς ανέθεσε στο κράτος να χορηγήσει στους προσφεύγοντες, εντός 48 ωρών, κάρτες θεώρησης (laissez-passers ή visas), με ισχύ τριών μηνών, προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντά τους. Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αιτήσεις για δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (της 10 και 17 Οκτωβρίου 2016), αλλά αυτές απορρίφθηκαν από το δευτεροβάθμιο όργανο με την αιτιολογία ότι με τις αποφάσεις της 13.09.2016, η άρνηση έκδοσης θεωρήσεων είχε καταστεί οριστική.
Δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές αρνήθηκαν να εκτελέσουν την απόφαση του δευτεροβάθμιου οργάνου της 07.10.2016, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Βρυξελλών, το οποίο διέταξε το κράτος να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, άλλως θα επιβαρυνόταν με ποινή για μη συμμόρφωση. Στις 07.12.2016, το Εφετείο των Βρυξελλών εξέδωσε απόφαση που επικύρωσε την κρίση αυτή. Ωστόσο, δεδομένου του αποτελέσματος των αιτήσεων δικαστικού ελέγχου ενώπιον του δευτεροβάθμιου οργάνου για τους αλλοδαπούς, το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση της 07.12. 2016 δεν ήταν πλέον σχετική και δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις.
Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την άρνηση των βελγικών αρχών να τους χορηγήσουν κάρτες θεώρησης (λεγόμενες «ανθρωπιστικές»), και ανέφεραν ότι είχαν εκτεθεί σε μια κατάσταση ασυμβίβαστη με άρθρο 3 της Σύμβασης (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) χωρίς δυνατότητα αποτελεσματικής θεραπείας της, όπως απαιτείται από το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής).
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), καθώς ήταν αδύνατο να επιτύχουν την εκτέλεση της απόφασης του Εφετείου των Βρυξελλών της 07.12.2016.
Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10.01.2018. Στις 20 Νοεμβρίου 2018 το Τμήμα στο οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση απεκδύθηκε της δικαιοδοσίας του υπέρ του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης.
Οι κυβερνήσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Κροατίας, της Δανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας, της Σλοβακίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και αρκετές εθνικές και διεθνείς ΜΚΟ (η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (LDH), η Διεθνής Ομοσπονδία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (FIDH), το Κέντρο Συμβουλών για τα Ατομικά Δικαιώματα στην Ευρώπη (το Κέντρο AIRE), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE), η Διεθνής Επιτροπή Νομικών, το Ολλανδικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και ο Δικηγορικός Σύλλογος των Γαλλόφωνων και Γερμανόφωνων Δικηγόρων του Βελγίου (OBFG)) παρενέβησαν γραπτά επιτρεπτά στη διαδικασία (άρθρα 36 §§ 2 και 3 της Σύμβασης).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου μέσου)
Το άρθρο 1 της Σύμβασης περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του σε πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των Συμβαλλομένων Κρατών στη Σύμβαση. Το ΕΔΔΑ έπρεπε επομένως να εξακριβώσει αν οι προσφεύγοντες ήταν εντός της δικαιοδοσίας του Βελγίου.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι επίδικες αποφάσεις είχαν ληφθεί από τις βελγικές αρχές. Εκδόθηκαν ως απάντηση στις αιτήσεις θεώρησης που υποβλήθηκαν από τους αιτούντες στις προξενικές αρχές της βελγικής πρεσβείας στη Βηρυτό, με σκοπό τη χορήγηση θεώρησης εισόδου στο Βέλγιο, ώστε να μπορούν να ζητήσουν άσυλο στη χώρα αυτή και να αποφύγουν να υποστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, στην οποία ισχυρίστηκαν ότι εκτέθηκαν στο Χαλέπι. Οι αποφάσεις που αρνήθηκαν να τους χορηγήσουν τις ζητούμενες θεωρήσεις διαβιβάστηκαν στη συνέχεια μέσω των προξενικών αρχών, οι οποίες ενημέρωσαν τους προσφεύγοντες. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι, για να αποφασίσουν επί των αιτήσεων θεώρησης των προσφευγόντων, οι βελγικές αρχές είχαν λάβει αποφάσεις σχετικά με τους όρους εισόδου στο βελγικό έδαφος και, έτσι, είχαν ασκήσει δημόσια εξουσία. Από μόνο του, ωστόσο, αυτό το εύρημα δεν ήταν αρκετό για να υπαχθούν οι προσφεύγοντες στην «εδαφική» δικαιοδοσία του Βελγίου κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης.
Προκειμένου να καθοριστεί εάν η ΕΣΔΑ εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το Βέλγιο είχε ασκήσει εξωεδαφική δικαιοδοσία έναντι των προσφευγόντων. Αυτό ήταν κυρίως το ερώτημα και απαιτούσε να διερευνηθεί η φύση του δεσμού μεταξύ των προσφευγόντων και του εναγόμενου κράτος και να εξακριβωθεί εάν ο τελευταίος είχε ασκήσει αποτελεσματικά εξουσία ή έλεγχο σε αυτούς.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν είχε καμία σημασία το γεγονός ότι οι διπλωματικοί υπάλληλοι είχαν, όπως στην παρούσα υπόθεση, απλώς ρόλο «διαβιβαστικό», ή το να εξακριβώσουμε ποιος ήταν υπεύθυνος για τη λήψη των αποφάσεων, δηλαδή οι βελγικές αρχές στην εθνική επικράτεια ή οι διπλωματικοί υπάλληλοι ταχυδρομικώς στο εξωτερικό.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν βρεθεί ποτέ στην εθνική επικράτεια του Βελγίου, δεν ισχυρίστηκαν ότι υπάρχουν προϋπάρχοντες δεσμοί οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής με τη χώρα αυτή, δεν ήταν Βέλγοι υπήκοοι που επιθυμούν να επωφεληθούν από την προστασία της πρεσβείας τους και ότι οι διπλωματικοί υπάλληλοι δεν είχαν ασκήσει σε καμία περίπτωση de facto έλεγχο επί των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες είχαν επιλέξει ελεύθερα να παρουσιαστούν στη Βελγική Πρεσβεία στη Βηρυτό, όπως επίσης θα μπορούσαν να είχαν παρουσιαστεί μία άλλη πρεσβεία και να υποβάλουν τις αιτήσεις θεώρησης εκεί. Ήταν ελεύθεροι να φύγουν από τις εγκαταστάσεις της Βελγικής Πρεσβείας, χωρίς κανένα εμπόδιο.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η κατάσταση των προσφευγόντων ήταν ριζικά διαφορετική από τις πολυάριθμες περιπτώσεις απέλασης που είχε εξετάσει μετά την απόφαση Soering, στην οποία είχε δεχθεί ότι υπάρχει ευθύνη του Κράτους βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ όταν είναι Κράτος λαμβάνει απόφαση απέλασης ενός ατόμου με πραγματικό κίνδυνο να τον εκθέσει σε μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 στη χώρα προορισμού. Σε αντίθεση με τους προσφεύγοντες εν προκειμένω, τα άτομα σε υποθέσεις που συνεπάγονται απέλαση από την επικράτεια ενός κράτους είναι, θεωρητικά, στην επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους ή στα σύνορά του και επομένως εμπίπτουν σαφώς στη δικαιοδοσία του.
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον ότι οι προσφεύγοντες άσκησαν διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο στο Βέλγιο, και εάν αυτό ήταν ικανό να δημιουργήσει μια εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί μονομερώς, μία εξωεδαφική σχέση δικαιοδοσίας μεταξύ των προσφευγόντων και του Βελγίου κατά την έννοια του άρθρου 1 της ΕΣΔΑ.
Στην περίπτωση του Abdul Wahab Khan, το Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι το απλό γεγονός ότι ένας προσφεύγων άσκησε διαδικασία σε ένα Κράτος Μέρος με το οποίο δεν είχε δεσμό δεν αρκούσε για να καθορίσει τη δικαιοδοσία του κράτους αυτού. Στην αντίθετη περίπτωση, αυτό θα ισοδυναμούσε με την καθιέρωση σχεδόν καθολικής εφαρμογής της Σύμβασης βάσει της μονομερούς επιλογής οποιουδήποτε ατόμου, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται στον κόσμο, και ως εκ τούτου θα δημιουργούσε απεριόριστη υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να επιτρέψουν την είσοδο σε άτομο που μπορεί να κινδυνεύει να υποστεί κακομεταχείριση αντίθετη με τη Σύμβαση εκτός της δικαιοδοσίας τους.
Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, μια τέτοια επέκταση του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης θα οδηγούσε σε άρνηση της καθιερωμένης αρχής του δημόσιου διεθνούς δικαίου, που αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το οποίο τα Συμβαλλόμενα Κράτη, υπόκεινται στις υποχρεώσεις τους από την εκάστοτε συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης της ΕΣΔΑ, και έχει το δικαίωμα να ελέγχει την είσοδο, τη διαμονή και την απέλαση αλλοδαπών. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε κρίνει σε παρόμοια υπόθεση ότι, όπως η νομοθεσία της ΕΕ ισχύει επί του παρόντος, η έκδοση θεωρήσεων μακράς διαμονής εμπίπτει αποκλειστικά στο πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου των κρατών.
Κατά συνέπεια, το Στρασβούργο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Βελγίου όσον αφορά τις περιστάσεις για τις οποίες διαμαρτυρήθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 13 της ΕΣΔΑ.
Τέλος, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν προδικάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν τα Κράτη Μέρη για να διευκολύνουν την πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου μέσω των πρεσβειών και των προξενικών αρχών τους (βλέπε N.D. και N.T. v. Spain4, § 222).
Άρθρο 6 § 1 (Δικαίωμα ακρόασης)
Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία των προσφευγόντων, η οποία αφορούσε επίσημα την παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση της 07.12.2016, με την οποία διατάχθηκε το Βελγικό Κράτος να εκτελέσει, με την επιφύλαξη κυρώσεων, την απόφαση του δευτεροβάθμιου οργάνου για τους αλλοδαπούς της 20.10.2016, στην πραγματικότητα αφορούσε ζήτημα του εάν θα χορηγηθούν κάρτες θεώρησης και, κατά συνέπεια, ένα δικαίωμα στο οποίο το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν έχει εφαρμογή.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η καταγγελία τους αφορούσε ένα πολιτικό δικαίωμα, αναγνωρισμένο από την απόφαση του Εφετείου των Βρυξελλών της 07.12.2016, δηλαδή το δικαίωμα εκτέλεσης δεσμευτικής και εκτελεστής απόφασης και επανόρθωσης της ζημίας που προκύπτει από τη μη εκτέλεση της.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η είσοδος στο βελγικό έδαφος που θα προέκυπτε από τις εκδοθείσες θεωρήσεις δεν συνεπάγονταν «πολιτικό» δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, όπως ισχύει και για κάθε άλλη απόφαση σχετικά με τη μετανάστευση και την είσοδο, κατοικία και απέλαση αλλοδαπών. Κατά πάγια νομολογία, οι περιοχές αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Βεβαίως, στη συνέχεια η διαδικασία που ακολούθησαν οι προσφεύγοντες ενώπιον του Εφετείου των Βρυξελλών αποτελούσε έκκληση για διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης της 20.10.2016 και αφορούσε την άρνηση εκτέλεσης από το κράτος της απόφασης που εκδόθηκε από Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο, τα οποία καθιέρωσαν τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και έκριναν ότι η διαφορά ενώπιον του αφορούσε πολιτικό δικαίωμα. Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο σκοπός της εν λόγω διαδικασίας ήταν αποκλειστικά η συνέχεια της διαδικασίας αμφισβήτησης του βασίμου των αποφάσεων των αρχών που αρνούνται να εκδώσουν τις κάρτες θεώρησης. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποκείμενη διαδικασία δεν κατέστη «πολιτική» απλώς επειδή ζητήθηκε η εκτέλεσΗ των αποφάσεων ενώπιον των δικαστηρίων και οδήγησαν σε δικαστική απόφαση.
Κατά συνέπεια, το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση (επιμέλεια echrcaselaw.com).