ΑΠΟΦΑΣΗ
Π. κατά Ελλάδας της 14.05.2020 (αρ. προσφ. 78085/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα ακρόασης κατηγορούμενου για σεξουαλική κακοποίηση του γιου του. Δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων. Καταγγελία ενώπιον του ΕΔΔΑ για την ανάγνωση, από τα εθνικά δικαστήρια, της κατάθεσης του παιδιού ενώπιον του Ανακριτή, το οποίο επιβεβαίωνε τη σεξουαλική κακοποίηση. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, η κατάθεση του παιδιού είχε δοθεί βάσει της επιβλαβούς επιρροής της μητέρας του παιδιού, ενώ ελήφθη απουσία ειδικού και χωρίς καμία οπτικοακουστική εγγραφή.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το άρθρο 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προβλέπει ειδικές διαδικασίες για ανήλικους μάρτυρες και θύματα, δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ την ημερομηνία της λήψης κατάθεσης του παιδιού. Επίσης, η κατάθεση του παιδιού δεν ήταν το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα και ο προσφεύγων είχε στη συνέχεια τη δυνατότητα να ζητήσει περαιτέρω ακρόαση του γιου του μέσω οπτικοακουστικών μέσων, το οποίο όμως δεν έπραξε.
Το Στρασβούργο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τηρήθηκε σε συνολικό επίπεδο ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι έχει επωφεληθεί από ορισμένους αντισταθμιστικούς παράγοντες που του επέτρεψαν να ασκήσει επαρκώς και αποτελεσματικά τα δικαιώματά υπεράσπισής του. Μη παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 δ) τηε ΕΣΔΑ.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και περιόδων αδράνειας εκ μέρους του ίδιου του προσφεύγοντος (αίτηση αντικατάστασης πραγματογνωμόνων, αίτημα αναβολής λόγω κωλύμματος συνηγόρου του), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν διαπιστώθηκε υπέρβαση του εύλογου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1965 και ζει Αθήνα. Η υπόθεση αφορά, ειδικότερα, τη χρήση στη δίκη καταγγελίας εναντίον του από τον πρώην σύζυγό του, η οποία τον κατηγόρησε για σεξουαλική κακοποίηση του γιου τους. Αυτή η καταγγελία αποτέλεσε τη βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος, η οποία έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο.
Ο προσφεύγων, δικαστής στο επάγγελμα, χώρισε τη σύζυγό του το 2001. Η επιμέλεια του γιου τους, γεννημένου το 1998, ανατέθηκε στη μητέρα. Άσκησε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ζητώντας να του ανατεθεί η επιμέλεια. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και διέταξε τον προσφεύγοντα να επικοινωνεί με τον γιο του κατά τη διάρκεια της ημέρας και με την παρουσία της μητέρας.
Τον Ιανουάριο του 2005, κατόπιν εισαγγελικού αιτήματος, η Διευθύντρια του Κέντρου Ψυχικής Υγείας (Κ.Ψ.Υ.) Παγκρατίου Π.Γ.Ν. «Ο Ευαγγελισμός» πήρε συνέντευξη από το παιδί. Συνέστησε την αύξηση του αριθμού των συναντήσεων μεταξύ πατέρα και γιου, θεωρώντας ότι η μητέρα δεν είχε την τάση να επιτρέπει στον προσφεύγοντα να εκπληρώνει τον ρόλο του ως πατέρα και επιδίωκε να αποτρέψει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ πατέρα και γιου.
Τον Απρίλιο του 2005, η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών απέστειλε προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών-Τμήμα Ανηλίκων, σχετική έκθεση, στην οποία αναφέρονται τα διάφορα σημεία διαφωνίας μεταξύ των γονέων και επαναλάμβανε τους ισχυρισμούς της μητέρας ότι προσπαθούσε να προστατεύσει τον γιο της από τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακομεταχείριση που θα του προκαλούσε ο προσφεύγων.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2005, η μητέρα υπέβαλε καταγγελία εναντίον του πρώην συζύγου της για σεξουαλική κακοποίηση εναντίον του παιδιού τους. Ο Εισαγγελέας διέταξε προκαταρκτική εξέταση και ο προσφεύγων κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις προς υπεράσπισή του. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, διάφορες ποινικές διαδικασίες για κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση ανηλίκου εκκινήθηκαν εναντίον του και ενός άλλου προσώπου.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, κλήθηκε ο προσφεύγων, η πρώην σύζυγός του, το παιδί και οι μάρτυρες να καταθέσουν. Όταν εξετάστηκε από τον Ανακριτή στις 13 Ιουλίου 2007, το παιδί περιέγραψε μια σειρά σεξουαλικών πράξεων που ο προσφεύγων και ένας τρίτος φέρεται ότι του είχαν προκαλέσει.
Στις 5 Αυγούστου 2009 ο προσφεύγων και ο τρίτος κλήθηκαν να παραστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Σε απόφαση της 6ης Απριλίου 2011, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε 13 χρόνια κάθειρξη για κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση ανηλίκου κάτω των δέκα ετών. Καταδίκασε επίσης τον συγκατηγορούμενό του τρίτο σε 11 χρόνια κάθειρξη. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Στις 19 Δεκεμβρίου 2011, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών επικύρωσε την καταδίκη σε βάρος του προσφεύγοντος, μείωσε την ποινή σε 6 χρόνια κάθειρξης αφού του αναγνώρισε ελαφρυντικές περιστάσεις και αθώωσε τον συγκατηγορούμενό του.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων ζήτησε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να μην αναγνώσει την κατάθεση που είχε δώσει ο γιος του στις 13 Ιουλίου 2007, υποστηρίζοντας ότι η κατάθεση είχε δοθεί βάσει της επιβλαβούς επιρροής της μητέρας του παιδιού. Όπως και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αμφισβήτησε τις κατηγορίες εναντίον του, οι οποίες αποτελούσαν μορφή εκδίκησης εκ μέρους της πρώην συζύγου του.
Κατά την επ’ακροατηρίω συζήτηση, το Πενταμελές Εφετείο ανέγνωσε την επίμαχη κατάθεση. Βάσισε την καταδίκη του στη σαφήνεια της κατάθεσης αυτής και στην έλλειψη οποιασδήποτε αντίφασης σε αυτήν (το οποίο προέκυπτε από μια έκθεση που συντάχθηκε από κοινωνικό λειτουργό που είχε εξετάσει το παιδί) και στην απόφαση του Πρωτοβαθμίου.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση.
Βασιζόμενος κυρίως στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση και δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων), ο προσφεύγων παραπονείται ότι η κατάθεση του γιου του στον Ανακριτή, στην οποία βασίστηκε αποκλειστικά η καταδίκη του, λήφθηκε απουσία ειδικού και χωρίς καμία οπτικοακουστική εγγραφή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 δ
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, κατά την εξέταση καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1, πρέπει ουσιαστικά να καθορίσει εάν η ποινική διαδικασία ήταν γενικά δίκαιη.
Το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ποινικών διαδικασιών που σχετίζονται με σεξουαλικά αδικήματα. Αυτό το είδος διαδικασίας συχνά βιώνεται ως μια δοκιμασία από το θύμα, ειδικά όταν έχει να αντιμετωπίσει παρά τη θέλησή του τον κατηγορούμενο. Οι πτυχές αυτές λαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε μια υπόθεση που αφορά ανήλικο. Κατά τον προσδιορισμό εάν ο κατηγορούμενος έχει ωφεληθεί ή όχι από δίκαιη δίκη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το δικαίωμα του υποτιθέμενου θύματος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποδέχεται ότι σε ποινικές διαδικασίες που σχετίζονται με σεξουαλική κακοποίηση, λαμβάνονται ορισμένα μέτρα για την προστασία του θύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα μέτρα μπορούν να συμβιβαστούν με την κατάλληλη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορούμενου.
Το Δικαστήριο επισήμανε εξαρχής ότι κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο γιος του προσφεύγοντος κατέθεσε στον ανακριτή, το άρθρο 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προβλέπει ειδικές διαδικασίες για ανήλικους μάρτυρες και θύματα, δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ. Η εν λόγω κατάθεση ελήφθη σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 221, 226 και 364 του ίδιου Κώδικα, που προέβλεπαν ότι οι ανήλικοι καταθέτουν χωρίς όρκο και ότι οι ερωτήσεις του Ανακριτή και οι απαντήσεις του ανηλίκου καταγράφονται λέξη προς λέξη στην σχετική έκθεση, η οποία στη συνέχεια διαβιβάζεται στο ακροατήριο.
Επιπλέον, το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα επέτρεπε στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, το διορισμό ενός πραγματογνώμονα/ παιδοψυχιάτρου για την εξέταση του γιου του. Επιπλέον, ο Άρειος Πάγος απέρριψε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η ανάγνωση της κατάθεσης είναι άκυρη, δηλώνοντας ότι οι διατάξεις του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μπορούν να εφαρμοστούν μόνο σε καταθέσεις που έγιναν μετά την έναρξη ισχύος αυτού του άρθρου, κάτι που δεν συνέβαινε εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι πρέπει επίσης να εξετάσει αν υπήρχαν επαρκή στοιχεία στην παρούσα υπόθεση για να αντισταθμιστούν οι δυσκολίες που υπέστη η υπεράσπιση από την αποδοχή αποφασιστικών αποδεικτικών στοιχείων από μάρτυρες που απουσίαζαν. Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν είναι ο τρόπος με τον οποίο το δικαστήριο εξέτασε τα μη επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία, η αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων και οι διαδικαστικές εγγυήσεις για την αντιστάθμιση της αδυναμίας άμεσης διασταύρωσης των μαρτύρων στη δίκη.
Το Δικαστήριο σημείωσε συναφώς ότι η κατάθεση του παιδιού που έγινε στις 13 Ιουλίου 2007 δεν ήταν το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα. Στην απόφασή της 6ης Απριλίου 2011, το Τριμελές Εφετείο, αποφασίζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στηρίχθηκε επίσης στις διάφορες καταθέσεις μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του, στα έγγραφα που διαβάστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, στα υπομνήματα των δικηγόρων υπεράσπισης, στην υπ’ αριθμ. 1629/2005 απόφαση του Πρωτοδικείου και στην υπ’ αριθμ. 4725/2007 απόφαση του Εφετείου που τροποποίησε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί, απαγορεύοντάς του να διανυκτερεύσει στον προσφεύγοντα πατέρα του, και η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος δεν υποκινούσε κανένα αίσθημα εκδίκησης έναντι του τελευταίου. Επιπλέον, με την απόφασή του της 19ης Δεκεμβρίου 2011, το Πενταμελές Εφετείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στηρίχθηκε, για να επικυρώσει την καταδίκη του προσφεύγοντος, στη σαφήνεια της μαρτυρικής κατάθεσης του παιδιού ενώπιον του Ανακριτή και στην απουσία οποιασδήποτε αντίφασης σε αυτήν, βάσει μίας έκθεσης που συνέταξε ο κοινωνικός λειτουργός που είχε εξετάσει το παιδί, αλλά και της υπ’ αριθμ. 1629/2005 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Επιπλέον, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι εάν και το Πενταμελές Εφετείο θεώρησε ότι δεν είχε αρκετό υλικό για να καταδικάσει τον συγκατηγορούμενό του, αντίθετα επικύρωσε την καταδίκη του προσφεύγοντος. Σημείωσε επίσης ότι το άρθρο 226Α τέθηκε σε ισχύ κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, ενόσω η έφεση ήταν ακόμη σε εκκρεμότητα και ότι η παράγραφος 5 παρείχε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ζητήσει περαιτέρω εξέταση του γιου του μέσω οπτικοακουστικών μέσων, το οποίο δεν προβλεπόταν κατά την ημερομηνία της επίδικης κατάθεσης στον Ανακριτή. Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων δεν το ζήτησε.
Τα ανωτέρω αρκούν για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι τηρήθηκε ο συνολικός δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων έχει επωφεληθεί από ορισμένους αντισταθμιστικούς παράγοντες που του επέτρεψαν να ασκήσει επαρκώς και αποτελεσματικά τα δικαιώματά υπεράσπισής του.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 δ της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6 σε συνδυασμό με άρθρο 13
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη άρχισε όταν ο Εισαγγελέας διέταξε την προκαταρκτική εξέταση (η οποία δεν καθορίζεται αλλά είναι μεταξύ 28.12.2005, ημερομηνία της καταγγελίας από τη μητέρα του παιδιού και 11.07.2006, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων κλήθηκε να παρέχει εξηγήσεις). Η διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 29.06.2012, ημερομηνία καθαρογραφής της απόφασης του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η διαδικασία διήρκεσε περίπου 6 χρόνια και 6 μήνες, για τρεις δικαιοδοσίες.
Σημείωσε ότι περίπου 3 χρόνια μεσολάβησαν από την απολογία του στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης (11.07. 2006) και της κλήσης του να δικαστεί (05.08.2009). Η πρωτοβάθμια διαδικασία διήρκεσε ένα έτος και οκτώ μήνες (από τις 05.08.2009 έως τις 06.04.2011), η δευτεροβάθμια διαδικασία περίπου οκτώ μήνες (από τις 06.04.11 έως τις 19.12.2011) και η αναιρετική διαδικασία λίγο περισσότερο από τέσσερις μήνες (από 09.02. έως 29.06.2012).
Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι ορισμένες καθυστερήσεις σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας δεν αρκούν για να θεωρήσει τη διάρκεια της δίκης στο σύνολό της ως μη εύλογη, λαμβάνοντας υπόψιν ότι καθυστέρηση άνω των 6 μηνών στο στάδιο της προδικασίας και καθυστέρηση 11 μηνών ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου χρεώνεται στον προσφεύγοντα.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και περιόδων αδράνειας εκ μέρους του ίδιου του προσφεύγοντος (αίτηση αντικατάστασης πραγματογνωμόνων, αίτημα αναβολής λόγω κωλύμματος του συνηγόρου του), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε υπέρβαση του εύλογου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).