Με επιστολή τους προς την Κυπριακή Βουλή, οι 956 καταθέτες και ομολογιούχοι από την Ελλάδα την καλούν «να ασκήσει την όποια επιρροή της στον Πρόεδρο της Κύπρου, για μια ταχύτερη επίλυση του θέματος»
Αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για τις ζημιές που υπέστησαν από το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο το 2013, διεκδικούν Έλληνες υπήκοοι με προσφυγή που καταχώρησαν στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης των Επενδυτικών Διαφορών (ICSID) της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με επιστολή τους προς την Κυπριακή Βουλή, οι 956 καταθέτες και ομολογιούχοι από την Ελλάδα την καλούν «να ασκήσει την όποια επιρροή της στον Πρόεδρο της Κύπρου, για μια ταχύτερη επίλυση του θέματος, σε μία υπόθεση που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταλήξει υπέρ μας». Σχετικό αντίγραφο της επιστολής, όπως αναφέρουν, έλαβε και η Ελληνική Κυβέρνηση «με σκοπό να ασκηθεί πίεση σε ανώτατο επίπεδο».
Σημειώνεται, μεταξύ άλλων στην επιστολή τους, «ότι στις 7 Φεβρουαρίου 2020, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη ένα πολύ σοβαρό δικαστικό «πλήγμα», καθώς το Διεθνές Διαιτητικό Όργανο που εξέτασε τα αιτήματα των 956 καταθετών και ομολογιούχων κατά του Κυπριακού Κράτους, -που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν de facto απαλλοτρίωση της περιουσίας τους μέσω του επιβληθέντος bail in στους Έλληνες υπηκόους και νομικά πρόσωπα-, απεφάνθη ότι η υπόθεση προχωρά στην εκτίμηση της υπαιτιότητας της Κύπρου πριν το τέλος του 2021».
«Αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή μέσα στον επόμενο χρόνο θα κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες και να αντεξετασθούν ο Πρόεδρος της Κύπρου κ. Αναστασιάδης, πρώην Υπουργοί Οικονομικών, οι πρώην Διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας κ. Δημητριάδης και Ορφανίδης, αρκετά μέλη του Κοινοβουλίου καθώς και ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι», προστίθεται.
Σύμφωνα με την επιστολή, η ουσία της προσφυγής θα συζητηθεί στο ICSID στην Washington από 8-19 Νοεμβρίου 2021.
Όπως αναφέρεται, οι αιτητές αναφέρουν ότι «δεδομένης της ανάγκης οι δύο ‘αδελφές’ χώρες να διατηρούν ενιαίο μέτωπο έναντι του κοινού εχθρού, εκτιμούμε ότι η επιστολή αυτή θα ευαισθητοποιήσει τα ανώτατα πολιτικά στελέχη των δύο χωρών, ώστε να μην φθάσουμε στο ‘μη περαιτέρω», ενώ προειδοποιούν πως «εάν η Κύπρος, όπως με προκλητικό, ‘εξοργιστικό’ τρόπο δηλώνουν απερίφραστα οι δικηγόροι της, αρνηθεί να καταβάλλει αποζημιώσεις οικειοθελώς, μετά από το τελικό award της Διεθνούς Διαιτησίας», τότε, μέσω των δικηγόρων τους, θα προβούν «σε αναγκαστική εκτέλεση, όπου είναι εφικτό, παγκοσμίως».
Ως εκ τούτου, αναφέρουν, «η Κύπρος, θα ‘καταταγεί’, εξ αυτού του λόγου, στα Κράτη-Παρίες της Διεθνούς Κοινότητας, όπως η Βενεζουέλα και η Β. Κορέα, με ανεπανόρθωτες συνέπειες στην οικονομία της και το διεθνές της status. Και το πιο θλιβερό είναι, ότι αυτο θα έχει συμβεί, αρνούμενη να συμμορφωθεί με απόφαση της Διεθνούς Διαιτησίας, έναντι των αδελφών της Ελλήνων».
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι «η μεταχείριση του θέματος έως τώρα, δεδομένου του υψηλού πολιτικού κόστους που θα ανακύψει σίγουρα μόλις έλθει η ώρα της καταβολής των αποζημιώσεων, είναι η γνωστή… μετάθεση του προβλήματος στο απώτερο μέλλον, ώστε να την πληρώσει η επόμενη, η μεθεπόμενη κυβέρνηση. Ο σκοπός είναι η υπόθεση να μην προκαλεί τη δημοσιότητα, ώστε να μην μάθει ο Κυπριακός Λαός ότι η υπόθεση αυτή, ήδη του στοιχίζει σε δικηγορικές αμοιβές μόνον περί τα 14,8 εκατομμύρια δολάρια!»
«Αλλά αυτό ίσως είναι το λιγότερο: Ενώ οι αρχικές απαιτήσεις των Ελλήνων καταθετών ήταν περί τα 209 εκατ ευρώ, μόνον οι τόκοι σήμερα είναι περί τα 182 και όταν τελικά η υπόθεση θα εκδικασθεί του χρόνου επί της ουσίας, θα έχει ξεπεράσει τα 418 εκατ, ενώ μαζί με τις νέες αιτήσεις αποζημιώσεως που προστίθενται καθημερινά και ήδη ανέρχονται σε 50 εκατ, και αυτές , όπως φαίνεται θα ξεπεράσουν τα 100..εντόκως και αυτές», όπως αναφέρεται.
Την επιστολή υπογράφει o Διευθύνων Σύμβουλος του δικηγορικού γραφείου Kyros Law Offices στην Αθήνα, Δικηγόρος – Οικονομολόγος Γιάννης Κυριακόπουλος. Το εν λόγω γραφείο χειρίζεται την προσφυγή μαζί με τις δικηγορικές εταιρείες GRANT & EISENHOFER, KESSLER & TOPPAZ και την FIETTA LAW.
Νομική Υπηρεσία Κύπρου: Αβάσιμοι οι ισχυρισμοί. Επιδιώκουν να ασκήσουν πολιτική πίεση
Κληθείς να σχολιάσει το περιεχόμενο της επιστολής, εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Κύπρου, δήλωσε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι οι «εν λόγω δικηγόροι προσπαθούν να προωθήσουν τα συμφέροντα των πελατών τους μέσω των εν λόγω επιστολών, επιδιώκοντας να ασκήσουν πολιτική πίεση, αντί μέσω της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου».
«Στις 7 Φεβρουαρίου 2020, εκδόθηκε η απόφαση του διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος της Δικαιοδοσίας στην υπό αναφορά υπόθεση. Οι απαιτητές, Έλληνες και Λουξεμβουργιανοί υπήκοοι φέρονται να είναι καταθέτες και ομολογιούχοι της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας και προσβάλλουν τα μέτρα εξυγίανσης που εφαρμόστηκαν στις τράπεζες αυτές το 2013», είπε.
Σημείωσε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία είχε εγείρει ενστάσεις σχετικά με τη δικαιοδοσία του διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου να επιληφθεί των αξιώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν, ειδικότερα, ενστάσεις σχετικά με τη φύση της υπόθεσης όσον αφορά τη μαζική διεκδίκηση και την επίκληση από τους απαιτητές διεθνών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες υπερκεράστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μετά την ένταξη και των δύο κρατών στην ΕΕ».
Ανέφερε, επίσης, ότι «το διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, αποφάνθηκε υπέρ της ύπαρξης δικαιοδοσίας επί των αξιώσεων, ενώ ο τρίτος Διαιτητής εξέδωσε μειοψηφούσα γνώμη περί του αντιθέτου».
«Η Κυπριακή Δημοκρατία διαφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία, αν χρειαστεί, μπορεί να αμφισβητηθεί μετά την ολοκλήρωση της διαιτησίας. Επί του παρόντος, η διαδικασία προχωρεί με την επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών των απαιτητών. Η Δημοκρατία θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί των απαιτητών είναι καθ’ όλα αβάσιμοι και σημειώνει ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης έχουν ήδη απορριφθεί από άλλα διαιτητικά δικαστήρια, από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ανέφερε.