Άρειος Πάγος 566/2019
Κατ’ άρθρο 1743 ΑΚ, για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης, (περίπτωση, κατά την οποία, συμφώνως προς το άρθρο 1738 ΑΚ, ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογάφο έγγραφο με τη δήλωση, ότι περιέχει την τελευταία του βούληση, με την παρουσία των μνημονευομένων στο εν λόγω άρθρο προσώπων), πρέπει να συνταχθεί πράξη και να εφαρμοσθούν αναλόγως τα άρθρα 1732 (για τα στοιχεία του τύπου και της ουσίας ως προς την εγκυρότητα της πράξεως), 1733 ( στο οποίο εκτίθεται, ότι η πράξη διαβάζεται στον διαθέτη, ενώ ακούουν τα συμπράττοντα πρόσωπα ( παρ. 1) και υπογράφεται από όλους τους προαναφερόμενους (παρ. 2), 1734 (όπου γίνεται μνεία των τηρουμένων διατυπώσεων των γενικών διατάξεων για τα συμβολαιογραφικά έγγραφα) και 1735 (όπου προβλέπεται το απαραίτητο της αναγνώσεως της πράξεως από διαθέτη, που δήλωσε ότι είναι κουφός).
Εξάλλου, κατά το μεν άρθρο 173 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, κατά την ερμηνεία της διαθήκης, αναζητείται η πραγματική θέληση του διαθέτη και με βάση την υποκειμενική άποψή του, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ το άρθρο, 200 ΑΚ, που αναφέρεται στη βάσει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών ερμηνεία των συμβάσεων δεν εφαρμόζεται επί διαθηκών. Όμως και οι δύο παραπάνω διατάξεις αφορούν στην ερμηνεία ιδιωτικών δηλώσεων βούλησης.
Εξετέρου, κατ’ άρθρ. 438 ΚΠολΔ, έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό (όπως λ.χ. είναι ο συμβολαιογράφος, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός κατ’ άρθρ. 1 παρ. 1 του Κώδικος Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2830 (2000) ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται, στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, (όπως ο συμβολαιογράφος στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβάνεται και η σύνταξη πράξεως καταρτίσεως μυστικής διαθήκης, κατ’ άρθρ. 1738 επ. ΑΚ).
Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.
Απόσπασμα της απόφασης
β) “Σε βεβαίωση των ανωτέρω συντάχθηκε η παρούσα….. αυτή διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα “εις επήκοον όλων”. Η ανωτέρα βεβαίωση από το συμβολαιογράφο, αν και δεν συνιστά ακριβή επανάληψη των λέξεων του άρθρου 1733 εδ.1 του Α.Κ., πληροί τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της πράξης που συντάχθηκε από αυτόν για την κατάρτιση της πιο πάνω μυστικής διαθήκης, διότι αρκεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα από τρίτο σκέλος της μείζονος σκέψης, ότι από τη διατύπωση της βεβαίωσης συνάγεται ότι η πράξη διαβάστηκε στον διαθέτη, ενώ άκουγαν τα συμπράττοντα πρόσωπα.
Ο συντάκτης αυτής συμβολαιογράφος, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, κατά τα αναφερόμενα στο δεύτερο σκέλος της μείζονος σκέψης, βεβαίωσε ότι ο ίδιος διάβασε την πράξη σε όλους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο διαθέτης και οι μάρτυρες, δηλαδή ότι έγινε από αυτόν η προαναφερθείσα ανάγνωση και ότι ι τη σύνταξη της πράξης αυτοί ήταν παρόντες ενώπιόν του.
Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι όσα πιο πάνω βεβαίωσε ο συντάκτης της είναι ψευδή, χωρίς όμως να την προσβάλλει ως πλαστή.
Σύμφωνα όμως με τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος της μείζονος σκέψης, ανταπόδειξη των όσων βεβαίωσε ο συμβολαιογράφος ότι έγιναν από αυτόν, δηλαδή η ανάγνωση της πράξης ενώπιον του διαθέτη και των μαρτύρων και όσων έγιναν ενώπιόν του, δηλαδή η παρουσία του διαθέτη και των μαρτύρων κατά τη σύνταξη της πράξης, δεν επιτρέπεται χωρίς την προσβολή της πράξης ως πλαστής.
Επομένως οι θεμελιωτικοί της αγωγής ισχυρισμοί της ενάγουσας είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή στην ουσία, αφού δέχτηκε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση παραγραφής και απέρριψε την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που προέβαλε η ενάγουσα , ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία επιτρεπτώς αντικαθίσταται κατά τα αναφερόμενα στο τέταρτο σκέλος της μείζονος σκέψης. Και αυτό διότι το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση δεν επεκτείνεται στο ότι η επίδικη διαθήκη ήταν άκυρη.
Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 3740/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολ/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει στην ουσία αγωγή αυτής (αναιρεσείουσας) περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος της από 6-11-1987 μυστικής διαθήκης του πατέρα της.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr