ΑΠΟΦΑΣΗ
Kostov κ.α. κατά Βουλγαρίας της 14.05.2020 ( αριθ. προσφ. 66581/12 και 25054/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναγκαστική απαλλοτρίωση, ύψος αποζημίωσης και δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Οι προσφεύγοντες στερήθηκαν την ιδιοκτησία τους, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προκειμένου να κατασκευαστεί αυτοκινητόδρομος. Τα εγχώρια Δικαστήρια καθόρισαν το ποσό της αποζημίωσης ανά τετραγωνικό μέτρο με βάση έναν τύπο που είχε αποφασιστεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο οποίος όμως κατέληγε σε πολύ μικρές αποζημιώσεις και όχι ανάλογες με την αγοραία αξία του ακινήτου. Τα εγχώρια Δικαστήρια απέρριψαν τις αγωγές των προσφευγόντων κρίνοντας ότι το ποσό της αποζημίωσης καθορίστηκε με δίκαιο τρόπο.
Το Στρασβούργο επεσήμανε ότι το ποσό της αποζημίωσης θα ήταν δίκαιο και σύμφωνο με την Σύμβαση, μόνο αν είχε καθοριστεί με βάσει την εμπορική αξία των ακινήτων, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι στον καθορισμό της αποζημίωσης υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με άλλους ιδιοκτήτες απαλλοτριωμένων ακινήτων της ίδιας περιοχής. Τα ποσά αυτά δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν οριστικά την αγοραία αξία της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, έπρεπε όμως να ληφθούν ως ένδειξη των τιμών της αγοράς.
Αντιθέτως τα εγχώρια Δικαστήρια εφάρμοσαν μία μεθοδολογία που οδήγησε σε δυσανάλογο καθορισμό αποζημίωσης σε σχέση με την αξία των ακινήτων, γεγονός που διατάραξε την εύλογη ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιοκτησίας και των απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος. Παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι τρεις Βούλγαροι υπήκοοι, οι Nedyalko Kostov, Severina Popova και Boris Velichkov. Γεννήθηκαν το 1971, το 1951 και το 1944, αντίστοιχα, και ζουν στη Σόφια.
Η ιδιοκτησία του πρώτου προσφεύγοντα απαλλοτριώθηκε το 2011 για την κατασκευή διασταύρωσης στον αυτοκινητόδρομο Σόφια-Βάρνας, ενώ οι ιδιοκτησίες των δεύτερου και τρίτου των προσφευγόντων, απαλλοτριώθηκαν το 2013 για την κατασκευή της περιφερειακής οδού γύρω από τη Σόφια. Στον πρώτο προσφεύγοντα δόθηκε κατά μέσο όρο 0,22 βουλγαρικά Λεβ (BGN, ισοδύναμο με 0,11 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο ως αποζημίωση για την ιδιοκτησία του, και στους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντες δόθηκε 0,84 BGN (0,43 EUR) ανά τετραγωνικό μέτρο.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν εγχώρια διαδικασία δικαστικού-ελέγχου διαμαρτυρόμενοι ότι η αποζημίωση ήταν πολύ χαμηλή και κατά παράβαση του εσωτερικού δικαίου που, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, προέβλεπε αποζημίωση ισοδύναμη με την αγοραία αξία συγκρίσιμων ακινήτων. Κατά τη διαδικασία, ένα ακίνητο που πωλήθηκε για 225 BGN (115 EUR) ανά τετραγωνικό μέτρο αναγνωρίστηκε ως συγκρίσιμο με το ακίνητο του πρώτου προσφεύγοντος και ένα ακίνητο που πωλήθηκε για 25 BGN (13 EUR) ανά τετραγωνικό μέτρο ως συγκρίσιμο για τα ακίνητα των δεύτερου και τρίτου προσφευγόντων.
Σε αποφάσεις που εκδόθηκαν το 2012 και το 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι ένα συγκρίσιμο ακίνητο δεν ήταν αρκετό για να προσδιορίσει την αγοραία αξία της απαλλοτριωμένης γης. Ως εκ τούτου, το ποσό της αποζημίωσης έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τους κυβερνητικούς τύπους που ορίζονται σε έναν κανονισμό βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας, ο οποίος οδήγησε στα ποσά της αποζημίωσης που χορηγήθηκαν κατά την απαλλοτρίωση.
Τον Ιούλιο του 2006, το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε νομικές τροποποιήσεις στη μέθοδο υπολογισμού της αποζημίωσης, αν και 4 από τους 12 δικαστές είχαν διαφωνήσει. Μεταξύ άλλων, οι διαφωνούντες εξέφρασαν ανησυχίες ότι το νέο σύστημα δεν θα οδηγούσε σε δίκαια επίπεδα αποζημίωσης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
Το κυριότερο ερώτημα για το Δικαστήριο ήταν αν η εν λόγω παρέμβαση ήταν αναλογική, με άλλα λόγια, εάν οι αρχές είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της απαίτησης προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων.
Επομένως, έπρεπε να προσδιορίσει εάν στους προσφεύγοντες είχε απονεμηθεί ποσό αποζημίωσης σύμφωνα με τη νομοθεσία που είχε εύλογα σχέση με την αξία της απαλλοτριωμένης γης τους κατά τη στιγμή της απαλλοτρίωσης, όπως απαιτείται από τη Σύμβαση. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωμένων περιουσιακών στοιχείων έπρεπε να λάβουν «ισοδύναμη» αποζημίωση, η οποία, σύμφωνα με το εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο, σήμαινε «την αγοραία αξία που θα μπορούσε να λάβει ο ιδιοκτήτης εάν το ακίνητο πωλούνταν στην ελεύθερη αγορά». Λόγω έλλειψης συγκρίσιμων στοιχείων, η αποζημίωση των προσφευγόντων είχε καθοριστεί βάσει ενός τύπου που είχε καθορίσει η Κυβέρνηση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε το ευρύ φάσμα αποτιμήσεων για ιδιοκτησία που ανήκει σε άλλους ιδιοκτήτες απαλλοτριωμένων οικοπέδων στην ίδια περιοχή με εκείνη των προσφευγόντων. Ενώ τα ποσά αυτά δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν οριστικά την αγοραία αξία της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων έπρεπε τουλάχιστον να ληφθούν ως ένδειξη των τιμών της αγοράς. Επιπλέον, υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών που ήταν ενδεικτικές των τιμών της αγοράς – μεταξύ 6 BGN (3 EUR) και 225 BGN (115 EUR) στην περίπτωση του πρώτου προσφεύγοντα και μεταξύ 20,05 BGN (10 EUR) και 25 BGN (13 ευρώ) στην περίπτωση των δεύτερου και του τρίτου των προσφευγόντων – και στην πραγματικότητα η αποζημίωση που χορηγήθηκε – κατά μέσο όρο 0,22 BGN (0,11 ευρώ) ανά τετραγωνικό μέτρο για τον πρώτο προσφεύγοντα και 0,84 BGN (0,43 ευρώ) για τους δεύτερο και τρίτο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε ποτέ το ζήτημα αυτών των αποκλίσεων όσον αφορά τα ατομικά χαρακτηριστικά της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτές οι αποκλίσεις να αιτιολογούν με ακρίβεια τους φόβους που εξέφρασαν οι δικαστές που είχαν διαφωνήσει σε απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Ιουλίου 2006 σε μια υπόθεση για τον υπολογισμό των αξιών για τις απαλλοτριωμένες εκτάσεις.
Η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι η αποζημίωση των προσφευγόντων ήταν επαρκής αναφερόμενη στη χαμηλή φορολογητέα αξία της γης τους και είχε επίσης επισημάνει στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές της γεωργικής γης στην περιοχή της Σόφιας. Ωστόσο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν είχε ισχυριστεί ότι η αξία των ακινήτων που υπολογίζετο για φορολογικούς σκοπούς, υπολογισμένη σε εθνικό επίπεδο, αντιστοιχούσε στην εύλογη αγοραία αξία ενός ακινήτου. Επίσης, δεν υπήρχε τέτοια μεθοδολογία στο εσωτερικό δίκαιο για καθορισμό της «ισοδύναμης» αποζημίωσης.
Δεν είχε επίσης εξηγηθεί πώς είχαν συγκεντρωθεί τα στατιστικά δεδομένα ή αν βασίστηκαν σε πραγματικές αξίες σε συναλλαγές με γεωργική γη ή σε αυτές που είχαν δηλώσει τα μέρη. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι ήταν άσχετες οι δύο επιπλέον περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε η κυβέρνηση: τη σχετικά χαμηλή τιμή που είχε καταβάλει ο πρώτος προσφεύγων για την αγορά της ιδιοκτησίας του το 2008 και το χαμηλό εισόδημα που είχαν αποκτήσει οι δεύτερος και ο τρίτος προσφεύγοντες από τη δική τους ιδιοκτησία πριν από την απαλλοτρίωση. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της «ισοδύναμης» αποζημίωσης που απαιτείται από την εθνική νομοθεσία, δεν αναφέρονται σε τέτοια στοιχεία.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν χορήγησαν αποζημίωση που σχετίζεται εύλογα με την αξία της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Η απαλλοτρίωση είχε επιβάλει δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος στους προσφεύγοντες, αναστατώνοντας την εύλογη ισορροπία μεταξύ της προστασίας της περιουσίας και των απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος. Υπήρξε επομένως παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Άλλα άρθρα
Έχοντας υπόψη την απόφασή του βάσει του Άρθρου 1 του ΠΠΠ, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν προέκυψε ξεχωριστό ζήτημα σύμφωνα με το Άρθρο 6 § 1.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41 )
Για τον πρώτο προσφεύγοντα
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν μπόρεσε να προβεί σε εκτίμηση ως προς οποιαδήποτε αποζημίωση σχετικά με χρηματική ζημία που υπέστη ο πρώτος προσφεύγων λόγω των ελλείψεων στην εγχώρια διαδικασία αποτίμησης.
Διαπίστωσε επομένως ότι η επανάληψη της εσωτερικής διαδικασίας θα αποτελούσε το κατάλληλο μέσο για την αποκατάσταση της παραβίασης των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος που είχε αναγνωρίσει. Δηλαδή θα μπορούσε να αιτηθεί βάσει του άρθρου 239 του εγχώριου δικονομικού Κώδικα για την επανάληψη της διαδικασίας επειδή το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της Σύμβασης.
Εάν η υπόθεσή του επανεξεταζόταν από τα εγχώρια δικαστήρια, θα ήταν καταρχήν υποχρεωμένοι, βάσει του Άρθρου 5 § 4 του Συντάγματος, να εφαρμόσουν το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όπως ερμηνεύεται από την νομολογία του Δικαστηρίου.
Έτσι απέρριψε το αίτημα του πρώτου προσφεύγοντος για χρηματική αποζημίωση για την αξία της ιδιοκτησίας του. Απέρριψε επίσης το αίτημά του για θετικό διαφέρον.
Για δεύτερο και τρίτο των προσφευγόντων
Οι δεύτερος και ο τρίτος δεν υπέβαλαν καμία συγκεκριμένη αξίωση σχετικά με αποζημίωση και το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 60 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, δεν εξέδωσε καμία απόφαση.
Ωστόσο, παρατήρησε ότι είχαν επίσης τη δυνατότητα να ζητήσουν την επανάληψη της διαδικασίας και την επανεκτίμηση της αποζημίωσής τους μετά τη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 5.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 5.000 ευρώ από κοινού στους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντες ηθική βλάβη και 2.302 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 2.520 ευρώ στους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντες για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).