ΑΠΟΦΑΣΗ
Keaney κατά Ιρλανδίας της 30.04.2020 (αρ. 72060/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μη ύπαρξη αποτελεσματικής επανόρθωσης βάσει του ιρλανδικού δικαίου για καταγγελίες σχετικά με υπερβολική διάρκεια της δίκης. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε σχετικά με τη διάρκεια των αστικών διαδικασιών κατόπιν ενός αποτυχημένου επιχειρηματικού του σχεδίου. Το ΕΔΔΑ επέλεξε την υπόθεση αυτή ως κύρια υπόθεση σε σχέση με το ζήτημα του αποτελεσματικού ενδίκου μέσου στην Ιρλανδία για καταγγελίες σχετικά με υπερβολικά διάρκεια της δίκης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε σαφώς συμβάλλει σημαντικά στην καθυστέρηση ενώπιον του Ανώτερου και του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας, καθώς δεν θεμελίωσε επαρκώς τις αξιώσεις του, η διάρκεια ενώπιον του τελευταίου δικαστηρίου ήταν υπερβολική. Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος) της ΕΣΔΑ.
Αποφάνθηκε επίσης, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο). Το Στρασβούργο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι το κύριο ένδικο μέσο που πρότεινε, μια αγωγή αποζημίωσης για παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος σε ταχεία εκδίκαση, ήταν αποτελεσματικό στη θεωρία και στην πράξη. Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες του Ιρλανδικού Ανώτατου Δικαστηρίου για αποσαφήνιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα μπορούσαν να χορηγηθούν τέτοιες αποζημιώσεις, δεν είχε λάβει χώρα καθορισμός σχετικών παραμέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων αξιώσεων. Τόνισε επίσης ότι τα προβλήματα σχετικά με την ύπαρξη αποτελεσματικής επανόρθωσης για μη εύλογη καθυστέρηση είχε επισημανθεί από το 2003 και έχει επαναληφθεί σε άλλες περιπτώσεις αστικών και ποινικών υποθέσεων.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε στον προσφεύγοντα καμία χρηματική αποζημίωση, καθώς έκρινε ότι λόγω της καταχρηστικής συμπεριφοράς του, η διαπίστωση της παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Vincent Keaney, είναι ιρλανδός υπήκοος που γεννήθηκε το 1955 και ζει στο Cobh.
Το 1996 ο προσφεύγων κέρδισε στην εθνική λαχειοφόρο αγορά και αγόρασε ένα κτίριο στο λιμάνι του Cobh, το οποίο προοριζόταν να λειτουργήσει ως θεματικό μπαρ και εστιατόριο με όνομα «The Titanic Bar and Restaurant». Το εγχείρημα απέτυχε και το 2006 άσκησε αγωγή εναντίον 18 εναγομένων βασιζόμενος στις μεταξύ τους συναλλαγές μεταξύ των ετών 2000-2003. Ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα απάτης, παραπλανητικών στοιχείων και αθέμιτης επιρροής.
Η αστική διαφορά ολοκληρώθηκε μετά από 11 έτη και 2 μήνες σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ήταν ανεπιτυχής για τον προσφεύγοντα.
Ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court), υποχρεώθηκε να τροποποιήσει τις αξιώσεις του πολλές φορές, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις εγχώριες απαιτήσεις τον Ιούλιο του 2008. Πέντε μήνες αργότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε θεμελιώσει τις αξιώσεις του και η αγωγή του απορρίφθηκε.
Ο προσφεύγων άσκησε ένδικο μέσο κατά των παραπάνω αποφάσεων μεταξύ 2007 και 2009. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων ότι το ένδικο μέσο έπρεπε να απορριφθεί λόγω της αδυναμίας του προσφεύγοντος να προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα έγιναν δεκτοί το 2014 και ο προσφεύγων κλήθηκε να υποβάλει γραπτές Προτάσεις τον Απρίλιο του 2015 και τον Μάρτιο του 2016, αντίστοιχα. Το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) εξέδωσε τελικά τις αποφάσεις του τον Ιούλιο του 2015 και τον Απρίλιο του 2017, διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε καμία βάση για την ανατροπή των αποφάσεων του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court).
Στο Ανώτερο Δικαστήριο (High Court) πολλοί από τους ισχυρισμούς του κρίθηκαν ως «επιπόλαιοι ή ενοχλητικοί», ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) ανέφερε ότι η προσθήκη αβάσιμων ισχυρισμών στις γραπτές του Προτάσεις συνιστούσε «κατάχρηση διαδικασίας».
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 παρ. 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι το χρονικό διάστημα 11 ετών μεταξύ της έναρξης της αστικής του διαδικασίας και της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης δεν ήταν λογικό, υποστηρίζοντας ότι οι καθυστερήσεις στην υπόθεσή του οφείλονταν στο ιρλανδικό νομικό σύστημα.
Ισχυρίστηκε, επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) ότι δεν υπήρχε αποτελεσματικό ένδικο μέσο στο ιρλανδικό δίκαιο για την υπερβολική διάρκεια της δίκης, ούτε μηχανισμός αποζημίωσης για τέτοιες καθυστερήσεις.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος)
- Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court) είχε επιλυθεί εντός εύλογου χρόνου, δεδομένης της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε ασκήσει αγωγή εναντίον πολλών εναγομένων, χωρίς όμως να τεκμηριώσει ισχυρά την υπόθεσή του. Έτσι, μεγάλο μέρος του αρχικού έργου του Ανώτερου Δικαστηρίου το 2006 και το 2007 είχε αφιερωθεί στο να κρίνει ποιες από τις πολλές αξιώσεις του έπρεπε να απορριφθούν. Το γεγονός ότι απέτυχε να ασκήσει αγωγή με θεμελιωμένη πραγματική και νομική βάση, παρόλο που είχε νομική εκπροσώπηση, συνέβαλε αποφασιστικά στην καθυστέρηση της διαδικασίας σε αυτόν τον βαθμό. Πράγματι, μόλις υπέβαλε τους ισχυρισμούς του σύμφωνα με τις εσωτερικές διαδικαστικές απαιτήσεις, η διαδικασία ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου ολοκληρώθηκε εντός πέντε μηνών.
- Ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court), τα προβλήματα αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο ο προσφεύγων είχε υποβάλλει τις αξιώσεις του. Δεν είχε καταθέσει τα απαραίτητα έγγραφα, ούτε είχε υποβάλλει τις Προτάσεις του εμπροθέσμως. Ωστόσο, η συμπεριφορά του από μόνη της δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ολόκληρη τη διάρκεια της διαδικασίας του ενδίκου μέσου. Ορισμένα στάδια αυτών των διαδικασιών είχαν παραταθεί παράλογα και η αδράνειά του στην στήριξη των ισχυρισμών του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν προφανώς παραμείνει χωρίς επιπτώσεις μέχρι τη στιγμή που οι εναγόμενοι ανέλαβαν δράση για την αντίκρουσή τους. Χρειάστηκαν 8 έτη μεταξύ του ενδίκου μέσου στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) και της απόρριψής του. Δεν δόθηκε επαρκής εξήγηση για το γεγονός ότι το ένδικο μέσο του παρέμεινε χωρίς εκδίκαση για πέντε έως επτά χρόνια.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, παρά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε σαφώς συμβάλλει στην καθυστέρηση τόσο ενώπιον του Ανώτερου, όσο και του Ανώτατου Δικαστηρίου, η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1.
Άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής)
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στην απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του 2010, McFarlane κατά Ιρλανδίας (αριθ. 31333/06), διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω μη εύλογης καθυστέρησης των ποινικών διαδικασιών και του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6, για τον λόγο ότι κανένα από τα εσωτερικά ένδικα μέσα που προτάθηκαν από την κυβέρνηση, ιδίως η αγωγή αποζημίωσης για παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος σε ταχεία εκδίκαση, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό.
Η βασική επανόρθωση που πρότεινε η κυβέρνηση, στην παρούσα υπόθεση, ήταν επίσης η αποζημίωση λόγω παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος σε ταχεία εκδίκαση.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι μετά την απόφαση ΕΔΔΑ McFarlane, είχε εκδοθεί μία εκχώρια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Nash v. DPP [2017] 3 IR 320), η οποία αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα χορηγούνται συνταγματικές αποζημιώσεις για καθυστέρηση σε ποινικές διαδικασίες.
Συγκεκριμένα, επιβεβαίωσε ότι το συνταγματικό δικαίωμα σε ταχεία εκδίκαση ήταν επαρκώς θεμελιωμένο στην ιρλανδική νομοθεσία και υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ένα ιρλανδικό δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση.
Το ΕΔΔΑ εντόπισε τις ακόλουθες δυσχέρειες με την απάντηση της κυβέρνησης:
Πρώτον, στην απόφαση Nash, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε φανεί διστακτικό να καθορίσει τις παραμέτρους μίας τέτοιας αξίωσης υπό περιστάσεις στις οποίες με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν υπήρχε καθυστέρηση με υπαιτιότητα του κράτους.
Το ΕΔΔΑ δήλωσε ότι η επιφυλακτικότητα ενός δικαστηρίου κοινού δικαίου (common law) να αναπτύξει τις απαραίτητες παραμέτρους με γενικότερο περιεχόμενο και όχι στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, ήταν κατανοητή. Επίσης, αναγνώρισε τη σημασία της πρόβλεψης των ενδίκων μέσων σε ένα συνταγματικό σύστημα και ακόμη περισσότερο, υπό το πρίσμα ενός ιδιαίτερου συστήματος common law με γραπτό Σύνταγμα, όπως η Ιρλανδία.
Ωστόσο, ήδη από το 2003 υπήρχαν προβλήματα σχετικά με την ύπαρξη αποτελεσματικού ενδίκου μέσου για μη εύλογη καθυστέρηση και είχε επισημανθεί σε υποθέσεις που αφορούσαν αστικές και ποινικές διαδικασίες.
Μια δεύτερη ανησυχία αφορούσε την ταχύτητα του ίδιου του επανορθωτικού ενδίκου μέσου. Υπήρχαν πολύ έντονες καθυστερήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της επανόρθωσης, συμπεριλαμβανομένων των συνηθισμένων αστικών εφέσεων.
Η ετήσια έκθεση ανέφερε ότι το 2018 ο χρόνος αναμονής για τα ένδικα μέσα στις αστικές υποθέσεις ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήταν 20 μήνες. Όσον αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο, η ίδια έκθεση έδειξε ότι υπήρχε χρόνος αναμονής 6 εβδομάδων από την κατάθεση αίτησης για άδεια να προσφύγει ενώπιόν του μέχρι την έκδοση άδειας και ότι, στη συνέχεια, ο χρόνος αναμονής από την ημερομηνία της χορήγησης άδειας μέχρι την έκδοση απόφασης ήταν 68 εβδομάδες, αν και η πιο πρόσφατη έκθεση σημείωσε δραστική μείωση.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην απόφαση Nash, η διαδικασία αποζημίωσης για μη εύλογη διάρκεια δίκης διήρκησε περισσότερο από 6,5 έτη.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε επίσης ότι το Γενικό Σχέδιο του 2018 (αποζημίωση για καθυστερήσεις στη δίκη) στο πλαίσιο του ΕΔΔΑ, ο οποίος επιδίωκε να παράσχει ένα ένδικο μέσο αποζημίωσης, παρέμεινε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του το ΕΔΔΑ, σε στάδιο νομοσχεδίου και απαιτούσε περαιτέρω εξέταση σε κυβερνητικό επίπεδο πριν ολοκληρωθεί.
Τέλος, ένα άλλο ένδικο μέσο, μια αγωγή αποζημίωσης βάσει της «Πράξης του 2003 της ΕΣΔΑ», ήταν δυνατή μόνο εάν δεν υπήρχε άλλη αγωγή αποζημίωσης στο εθνικό σύστημα. Παρά την διευκρίνιση που δόθηκε στην απόφαση Nash του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα απαιτείτο σημαντική νομική προσπάθεια, χρόνος και έξοδα από τους ενάγοντες. Επίσης, το Κράτος και πάλι θα έπρεπε να αποδείξει ότι είχε διορθώσει στην πράξη την αποτυχία του να διασφαλίσει το δικαίωμα στην ταχεία εκδίκαση μιας υπόθεσης. Η Κυβέρνηση, επιπλέον, δεν είχε παράσχει πληροφορίες σχετικά με αυτή τη συμπληρωματική δυνατότητα αγωγής αποζημίωσης βάσει της «Πράξης της ΕΣΔΑ» και του ζητήματος της διαθεσιμότητας ενός τέτοιου μέσου σε σχέση με τη μη εύλογη καθυστέρηση.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν δηλώσει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο προσφεύγων διαχειρίστηκε την υπόθεσή του συνιστούσε «κατάχρηση διαδικασίας». Κατά την διαπίστωση παραβιάσεων του άρθρου 6 και του άρθρου 13 σε συνδυασμό στην παρούσα υπόθεση, δεν ήταν πρόθεση του Δικαστηρίου να παράσχει ένα διαστρεβλωμένο κίνητρο στους προσφεύγοντες να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους κατά τρόπο καταχρηστικό σε εθνικό επίπεδο μόνο για να επιδιώξουν να εξασφαλίσουν στη συνέχεια παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβιάσεων του άρθρου 6 § 1 και του άρθρου 13 συνιστούσαν από μόνες τους επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τους σκοπούς της Σύμβασης.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής O’Leary εξέφρασε ξεχωριστή συγκλίνουσα άποψη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).