Νέο νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή από το Υπ.Δικαιοσύνης. Είχε προηγηθεί σχετική ηλεκτρονική διαβούλευση.
Στο εν λόγο νομοσχέδιο περιέχονται διατάξεις οι οποίες αφορούν την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
Θεσπίζεται η εξομοίωση της ποινικής προστασίας της περιουσίας της Ε.Ε. προς την ποινική προστασία της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) για τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης, της διακεκριμένης κλοπής, της υπεξαίρεσης, της απάτης, της απάτης με υπολογιστή και της απιστίας εφαρμόζονται και στην περίπτωση που το αδίκημα στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της Ε.Ε. ή του νομικού προσώπου οργάνων και οργανισμών αυτής και επιβάλλονται οι κατά περίπτωση προβλεπόμενες κυρώσεις (κάθειρξη, φυλάκιση, χρηματική ποινή).
Το ίδιο ισχύει και για τη δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου σχετιζόμενη με τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε.
Για την εκτέλεση οργανωμένου σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει πράξεις (ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις Φ.Π.Α., δόλια συγκάλυψη της μη απόδοσης Φ.Π.Α., παράνομη θεμελίωση δικαιώματος επιστροφής Φ.Π.Α. κ.λπ.), τελούμενες στην επικράτεια δύο τουλάχιστον κρατών-μελών της Ε.Ε. και επιφέρει απώλεια πόρων Φ.Π.Α. συνολικά άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, επιβάλλεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ημερησίων μονάδων.
Εισάγονται επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. και συγκεκριμένα, θεσπίζονται ποινές φυλάκισης, εκτός εάν προβλέπονται βαρύτερες ποινές από τις οικείες διατάξεις του Π.Κ., για πράξεις ή παραλείψεις που αναφέρονται:
ι) στην παράνομη λήψη ή παρακράτηση επιχορηγήσεων, αντιπαροχών κ.λπ. από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της,
ιι) στην παράνομη χρήση κατά παράβαση των προβλεπόμενων περιορισμών νομίμως ληφθεισών παροχών, αντιπαροχών και εν γένει οικονομικών πλεονεκτημάτων,
ιιι) στην, κατά παράβαση των κανόνων της εμπιστευμένης και επιμελούς διαχείρισης, ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του προϋπολογισμού της Ε.Ε. ή των οργάνων και οργανισμών της.
δ. Παρατίθεται ο κατάλογος των αδικημάτων (του Π.Κ., του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και των αυτοτελώς θεσπιζόμενων με τις προτεινόμενες διατάξεις), τα οποία όταν στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. ή των οργάνων και οργανισμών της, συνιστούν βασικά αδικήματα κατά το ν.4557/2018 (πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας).
ε. Προβλέπεται η κατά περίπτωση αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη συγκεκριμένων αδικημάτων και καθορίζεται η δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων.
στ. Ανατίθεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης η υποχρέωση υποβολής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στατιστικών αναφορών για τα αδικήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. και των οργάνων και οργανισμών της.
Αιτιολογική έκθεση
Β. Ειδικό Μέρος
Επί του άρθρου 21
Στο άρθρο 21, περιγράφονται το αντικείμενο και το εύρος της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ορισμοί των εννοιών: α) «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» και β) «νομικό πρόσωπο».
Επί του άρθρου 22
Με το άρθρο 22 διευρύνεται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρων 235 και 236 Π.Κ., έτσι ώστε αυτά να εφαρμόζονται, όταν οι εκεί αναφερόμενες υπηρεσιακές ενέργειες ή παραλείψεις ζημιώνουν ή μπορούν να ζημιώσουν τα ενωσιακά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου (α) η πράξη της δωροληψίας τελείται από οποιοδήποτε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 235 Π.Κ., ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός της, ή από οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για άλλο κράτος, ή, αντίστοιχα, (β) η πράξη δωροδοκίας τελείται προς οποιοδήποτε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 236 Π.Κ., ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός της. Οι παραπάνω περιπτώσεις, η κάλυψη των οποίων συστήνεται -χωρίς όμως και να επιβάλλεται ως υποχρεωτική, από το άρθρο 4 παρ. 2 και 4 καθώς και το άρθρο 11 παρ. 2 πρώτο εδάφιο της Οδηγίας, κρίθηκε σκόπιμη ενόψει και του ανωτέρου στόχου της εξομοίωσης. Ως προς τα άρθρα 159, 159Α και 237 Π.Κ. δεν υφίστατο αντίστοιχη ανάγκη επεμβάσεων, λόγω του ήδη ευρέως πεδίου εφαρμογής τους, καθώς σε αυτά δεν γίνεται διάκριση σε σχέση με το κράτος στο οποίο έχει την έδρα του το εκάστοτε όργανο ή ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου υπηρετεί ο λήπτης του ωφελήματος.
Επί του άρθρου 23
Η διάταξη του άρθρου 23 αποβλέπει στην ποινική προστασία των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν ως σημείο αναφοράς τις εισπράξεις ΦΠΑ των κρατών-μελών.
Η θέσπισή της υπαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο δ’ της Οδηγίας. Οι τροποποιούμενες πράξεις καταλαμβάνονται, καταρχήν, σε ό,τι αφορά στους περιγραφόμενους τρόπους προσβολής, από τις ευρύτερης διατύπωσης διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 στοιχείο β’, 3 και 4 ΚΦΔ ή, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του Ε.Τ.Κ. (π.χ. εφόσον πρόκειται για ΦΠΑ επί εισαγόμενων εμπορευμάτων).
Ωστόσο, κρίθηκε σκόπιμη η κατάστρωση μιας ειδικής διάταξης, η οποία μάλιστα θα απωθεί, επί συρροής, ως ειδικότερη διάταξη που θα προβλέπει και βαρύτερη ποινή, τις διατάξεις του ΚΦΔ και του Ε.Τ.Κ., για τους εξής λόγους:
(α) προκειμένου να ενταχθούν στο πεδίο προστασίας της και τα έσοδα ΦΠΑ άλλων κρατών-μελών, τα οποία δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ΚΦΔ και του ΕΤΚ,
(β) προκειμένου να αποδεσμευθεί η ποινική δίωξη του συγκεκριμένου βαρύτατου αδικήματος από τις θετικές δικονομικές προϋποθέσεις της προηγούμενης σύνταξης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και της προηγούμενης υποβολής μηνυτήριας αναφορά από την ΑΑΔΕ ή την Οικονομική Αστυνομία (άρθρα 55Α παρ. 1 και 68 παρ. 1 ΚΦΔ), οι οποίες δεν προβλέπονται από την Οδηγία, αλλά και δεν θα ήταν σκόπιμο ή λογικά δυνατό να απαιτούνται για αδικήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή αφορούν ΦΠΑ εισπραττόμενο από άλλα κράτη-μέλη, και (γ) προκειμένου να περιγραφούν με σαφή τρόπο οι ειδικές αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες προκύπτουν από τη συνδυαστική ανάγνωση των άρθρων 2 παρ. 2 και 4 παρ. 3 στοιχείο δ’ καθώς και της σκέψης 4 της Οδηγίας, και πρέπει να συντρέχουν ώστε να θεμελιώνεται η ελληνική ποινική δικαιοδοσία, αλλά και η λειτουργικά συνδεόμενη με την ανωτέρω τυποποίηση αρμοδιότητατης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για πράξεις που αφορούν έσοδα ΦΠΑ περισσοτέρων κρατών-μελών (τέλεση του εγκλήματος στο πλαίσιο υλοποίησης ενός οργανωμένου σχεδίου που περιλαμβάνει πράξεις τελούμενες στην επικράτεια δύο τουλάχιστον κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιφέρει απώλεια πόρων ΦΠΑ που υπερβαίνει συνολικά τα δέκα εκατομμύρια ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται στο ποσό αυτό τυχόν τόκοι, πρόστιμα ή εν γένει προσαυξήσεις και κυρώσεις).
Για την ερμηνεία των συγκεκριμένων όρων, ιδίως αυτού «του οργανωμένου σχεδίου», χρήσιμα παραμένουν, κατά τα λοιπά, τα εγκληματολογικής υφής παραδείγματα που αναφέρονται στη σκέψη 4 της Οδηγίας («αλυσιδωτή απάτη», «απάτη περί τον ΦΠΑ μέσω αφανών εμπόρων», «απάτη περί τον ΦΠΑ στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης»), τα οποία, βέβαια, δεν εξαντλούν το πεδίο εφαρμογής της διάταξης, συνεισφέρουν όμως, μέσω από την παραπομπή σε συγκεκριμένους, γνωστικά προσεγγίσιμους εγκληματολογικούς τύπους, στην οριοθέτησή της.
Επί του άρθρου 24
Με το άρθρο 24 θεσπίζονται τέσσερις επικουρικές ποινικές διατάξεις και, αντίστοιχα, τέσσερα επικουρικά αδικήματα, κατ’ αντιστοιχία με τις τέσσερις νομοτυπικές περιγραφές αδικημάτων που περιέχονται στο άρθρο 3 παρ. 2 στοιχεία α’, β’ και γ’, καθώς και στο άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας. Οι επικουρικές αυτές διατάξεις έχουν ως στόχο να καλύψουν προσβολές των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες ενδεχομένως δεν καταλαμβάνονται από το υφιστάμενο προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β και 390 Π.Κ., αλλά επιβάλλεται να ποινικοποιηθούν δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων της Οδηγίας. Εάν μια προσβολή των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα, και αν προκύπτει δυνάμει αυτού του πλέγματος βαρύτερη ποινή για τον δράστη ή συμμέτοχο, τότε οι επικουρικές διατάξεις θα απωθούνται με βάση την προβλεπόμενη κατά περίπτωση ρήτρα σχετικής επικουρικότητας. Διαφορετικά, αν δηλαδή η προσβολή δεν καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα ή αν η προκύπτουσα δυνάμει αυτού ευθύνη είναι ελαφρότερη, τότε θα εφαρμόζονται οι επικουρικές διατάξεις και θα απωθούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του Π.Κ.. Σε ό,τι αφορά τα έσοδα που εισπράττονται από τα Τελωνεία και, κατ’ επέκταση, προστατεύονται από τις ποινικές διατάξεις του Ε.Τ.Κ., δεν κρίθηκε σκόπιμη η δημιουργία μιας αντίστοιχης επικουρικής διάταξης, ενόψει της ήδη εξαιρετικά ευρείας νομοτυπικής περιγραφής των επιμέρους μορφών του εγκλήματος της λαθρεμπορίας στο άρθρο 155 Ε.Τ.Κ.. Αυτό προκύπτει από την ειδική πρόβλεψη που έχει τεθεί στην παρ. 3 («πλην των εσόδων … που εισπράττονται από τα Τελωνεία»). Ομοίως, σε ό,τι αφορά έσοδα από τον ΦΠΑ, η ποινική προστασία αυτών εξακολουθεί να υπάγεται αποκλειστικά στην εμβέλεια του ΚΦΔ ή του Ε.Τ.Κ., όπως συνάγεται επίσης από την ειδική πρόβλεψη της παρ. 3 («πλην των εσόδων που προέρχονται από τον ΦΠΑ»), εκτός και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23 του σχεδίου νόμου, οπότε θα εφαρμόζεται αυτό. Κάθε ρήτρα επικουρικότητας, κατά τα λοιπά, που έχει τεθεί στις παρ. 1 έως 4, αποβλέπει πρωτίστως να αναδείξει τις λειτουργικά συγγενείς προς την εκάστοτε επικουρική διάταξη τυποποιήσεις του Π.Κ. και δεν έχει ως στόχο να αποκλείσει άλλες αρχές της φαινομενικής συρροής, όπως π.χ. την αρχή της απορρόφησης, εφόσον προκόψει συναφές ερμηνευτικό ζήτημα. Έτσι, π.χ., εφόσον σε συγκεκριμένη περίπτωση ο δράστης πραγματώνει αφενός μεν ως αυτουργός μία από τις επικουρικές διατάξεις των παρ. 1 έως 3, αφετέρου δε ως συμμέτοχος τη διάταξη του άρθρου 390 παρ. 2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 46 ή 47 Π.Κ. (π.χ. γιατί έχει υποβάλλει μεν ανακριβείς δηλώσεις, προς επίτευξη της κατάρτισης μιας ζημιογόνας σύμβασης προμήθειας, επιτυγχάνει όμως τελικά αυτό το αποτέλεσμα σε συμπαιγνία με τον αρμόδιο υπάλληλο, ο οποίος μετά από έλεγχο των ανακριβών δηλώσεων υπογράφει τη σύμβαση), τότε εφαρμοστέες θα είναι οι διατάξεις των άρθρων 46 ή 47 και 390 παρ. 2 Π.Κ., αποκλεισμένης, στον βαθμό που η πράξη θα έχει ως σημείο αναφοράς την ίδια περιουσιακή βλάβη, της κατάφασης αληθινής συρροής μεταξύ των οικείων αδικημάτων. Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, τις τυχόν συρροές με διατάξεις του Π.Κ. που αφορούν στα υπομνήματα, όπως αυτές των άρθρων 216 και 242 Π.Κ., τα σχετικά ερμηνευτικά ζητήματα θα πρέπει να λύνονται με βάση όσα γίνονται δεκτά, κατά περίπτωση, για τη σχέση των οικείων αδικημάτων με τα αδικήματα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β ή 390 Π.Κ.. Αυτονόητο είναι, τέλος, ότι για τυχόν μορφές προσβολών της ιδιοκτησίας ή περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις οποίες δεν έχουν θεσπιστεί επικουρικές διατάξεις, καθώς τούτο δεν απαιτείτο από την Οδηγία (π.χ. κλοπή ή ληστεία αντικειμένων που ανήκουν κατά κυριότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση), εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής οι οικείες διατάξεις του Π.Κ.. Τούτο συνάγεται, εξάλλου, και από τη ρύθμιση του άρθρου 26 παρ. 3 του παρόντος σχεδίου.
Η τυποποίηση της παρ. 1 αποβλέπει πρωτίστως (α) στην ποινική προστασία όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία διατίθενται χωρίς λήψη άμεσης καί ισάξιας αντιπαροχής, κατά βάση υπό τη μορφή ενισχύσεων ή χρηματοδοτήσεων, με σκοπό την προώθηση στόχων της Ένωσης στο πεδίο της κοινής γεωργικής και αλιευτικής πολιτικής, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης κ.ο.κ., σύμφωνα μετά άρθρα 42, 177 και 182 ΣΛΕΕ, (β) στην ποινικοποίηση της ζημιογόνας παράστασης αναληθών ή της παρασιώπησης αληθών πληροφοριών, ακόμη και όταν αυτές δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην έννοια του «γεγονότος», όπως αυτός νοηματοδοτείται από την ελληνική ποινική δογματική, και (γ) στην ποινικοποίηση ζημιογόνων πράξεων ακόμη και όταν δεν συντρέχει ή δεν αποδεικνύεται πρόκληση πλάνης σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η παραπάνω τυποποίηση, που διαθέτει μεγαλύτερο εύρος από αυτό των διατάξεων των άρθρων 386, 386Α kol 386Β Π.Κ., επιβάλλεται από την πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο α’ της Οδηγίας, η οποία αξιώνει την εισαγωγή ποινικής ευθύνης, υπό τον τίτλο «απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης», και για τις παραπάνω περιπτώσεις. Μέσω της συγκεκριμένης τυποποίησης επιδιώκεται να ευθυγραμμιστεί το ελληνικό ποινικό δίκαιο με τις επιταγές της Οδηγίας, δημιουργώντας μια επικουρική βάση ποινικής ευθύνης, χωρίς να αλλοιωθεί η έννοια της «απάτης», όπως αυτή ρυθμίζεται ιδίως στο άρθρο 386 Π.Κ. και, συμπληρωματικά, στο άρθρο 386Α, καθώς και στο άρθρο 386Β Π.Κ.. Κατά τα λοιπά, όπου τα εκάστοτε προσβαλλόμενα ενωσιακά οικονομικά συμφέροντα εμπίπτουν στην έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο των άρθρων 386 και 386Α Π.Κ., ή συνδέονται με «επιχορηγήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 387Β Π.Κ., και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις των παραπάνω άρθρων, τυγχάνουν εφαρμογής αυτά, αφού προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, καθώς απειλούν σωρευτίκά προς την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Σημειώνεται ότι, για τον λόγο αυτό, υιοθετείται στην παρούσα διάταξη ο όρος «επιχορήγηση» που απαντάται στο άρθρο 386Β Π.Κ. αντί του όρου «ενίσχυση» που απαντάται στο δίκαιο της Ένωσης (λ.χ. άρθρο 42 ΣΛΕΕ, Κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013, όπως ισχύει σήμερα), ώστε να αποφευχθούν ερμηνευτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή των δύο διατάξεων. Κατά τούτο, στην έννοια της «επιχορήγησης» υπάγονται και οι ενισχύσεις που παρέχονται από τα Ευρωπαϊκά Γεωργικά Ταμεία, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας καθώς και τα πέντε μεγάλα «Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία» (ΕΔΕΤ). Έτσι οι «δαπάνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης «που δεν σχετίζονται με προμήθειες», υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο α’ της Οδηγίας, ως ενωσιακά προσδιοριζόμενη έννοια, που εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α’ της Οδηγίας), εισάγεται μόνον επικουρικά στο ελληνικό ποινικό σύστημα και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου τα εν λόγω συμφέροντα της Ένωσης δεν προσβάλλονται ταυτόχρονα, με κάποιον από τους τρόπους που περιγράφονται στα άρθρα 386, 386Α και 386Β Π.Κ., οπότε και εφαρμόζονται τα ως άνω άρθρα.
Η τυποποίηση της παρ. 2 αποβλέπει πρωτίστως (α) στην ποινική προστασία όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δαπανώνται για την κτήση αγαθών και υπηρεσιών, ακόμη και όταν αυτά μεταβιβάζονται ενδεχομένως κατά κυριότητα σε αντισυμβαλλόμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. προκαταβολές που χορηγούνται σε αναδόχους έργων για την κάλυψη της αγοράς πρώτων υλών), (β) στην ποινικοποίηση της ζημιογόνας παράστασης αναληθών ή της παρασιώπησης αληθών πληροφοριών, ακόμη και όταν αυτές δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην έννοια του «γεγονότος», όπως αυτός νοηματοδοτείται από την ελληνική ποινική δογματική, και (γ) στην ποινικοποίηση ζημιογόνων πράξεων, ακόμη και όταν δεν συντρέχει ή δεν αποδεικνύεται πρόκληση πλάνης σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η παραπάνω τυποποίηση, που διαθέτει μεγαλύτερο εύρος από αυτό των διατάξεων των άρθρων 386 και 386Α Π.Κ., επιβάλλεται από την πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο β’ της Οδηγίας, η οποία αξιώνει την εισαγωγή ποινικής ευθύνης, υπό τον τίτλο «απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης», και για τις παραπάνω περιπτώσεις. Μέσω της συγκεκριμένης τυποποίησης επιδιώκεται να ευθυγραμμιστεί το ελληνικό ποινικό δίκαιο με τις επιταγές της Οδηγίας, δημιουργώντας μια επικουρική βάση ποινικής ευθύνης, χωρίς να αλλοιωθεί η έννοια της απάτης, όπως αυτή ρυθμίζεται ιδίως στο άρθρο 386 Π.Κ. και, συμπληρωματικά, στο άρθρο 386Α Π.Κ.. Κατά τα λοιπά, όπου τα εκάστοτε προσβαλλόμενα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπίπτουν στην έννοια της περιουσίας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο των άρθρων 386 και 386Α Π.Κ., και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις των παραπάνω άρθρων, τυγχάνουν εφαρμογής αυτά, αφού προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, καθώς απειλούν σωρευτικά προς την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Με τον παραπάνω τρόπο οι «δαπάνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης «που σχετίζονται με προμήθειες», υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο β’ της Οδηγίας, ως ενωσιακά προσδιοριζόμενη έννοια, που εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α’ της Οδηγίας), εισάγεται μόνον επικουρικά στο ελληνικό ποινικό σύστημα και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν προσβάλλεται ταυτόχρονα, με κάποιον από τους τρόπους που περιγράφονται στα άρθρα 386 και 386Α Π.Κ., η ενωσιακή περιουσία, οπότε και θα εφαρμόζονται τα ως άνω άρθρα.
Η τυποποίηση της παρ. 3 αποβλέπει πρωτίστως (α) στην ποινική προστασία όλων των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και όταν αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή οριοθετείται κατά την ερμηνεία του άρθρου 386 ή του άρθρου 386Α Π.Κ. (π.χ. έσοδα από διοικητικές ποινές, στα οποία προέχει κατεξοχήν το εγκληματοπροληπτικό και όχι το περιουσιακό στοιχείο), (β) στην ποινικοποίηση της ζημιογόνας παράστασης αναληθών ή της παρασιώπησης αληθών πληροφοριών, ακόμη και όταν αυτές δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην έννοια του «γεγονότος», όπως αυτός νοηματοδοτείται από την ελληνική δογματική, και (γ) στην ποινικοποίηση ζημιογόνων πράξεων ακόμη και όταν δεν συντρέχει ή δεν αποδεικνύεται πρόκληση πλάνης σε άλλον ή άμεσος δόλος του δράστη για τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Η παραπάνω τυποποίηση, που διαθέτει μεγαλύτερο εύρος από αυτό των διατάξεων των άρθρων 386 και386Α Π.Κ., επιβάλλεται από την πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο γ’ της Οδηγίας, η οποία αξιώνει την εισαγωγή ποινικής ευθύνης και για τις παραπάνω περιπτώσεις. Μέσω της συγκεκριμένης τυποποίησης επιδιώκεται να ευθυγραμμισθείτο ελληνικό ποινικό δίκαιο με τις επιταγές της Οδηγίας, δημιουργώντας μια επικουρική βάση ποινικής ευθύνης, χωρίς να αλλοιωθεί η έννοια της απάτης, όπως αυτή ρυθμίζεται ιδίως στο άρθρο 386 Π.Κ. και, συμπληρωματικά, στο άρθρο 386Α Π.Κ.. Κατά τα λοιπά, όπου τα εκάστοτε προσβαλλόμενα έσοδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπίπτουν στην έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο των άρθρων 386 και 386Α Π.Κ., και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις των παραπάνω άρθρων, τυγχάνουν εφαρμογής αυτά, αφού προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, καθώς απειλούν σωρευτικά προς την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Με τον παραπάνω τρόπο τα «έσοδα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο γ’ της Οδηγίας, ως ενωσιακά προσδιοριζόμενη έννοια, που εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α’ της Οδηγίας), εισάγεται μόνον επικουρικά στο ελληνικό ποινικό σύστημα και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν προσβάλλεται ταυτόχρονα, με κάποιον από τους τρόπους που περιγράφονταιστα άρθρα 386 και 386Α Π.Κ., η ενωσιακή περιουσία, οπότε και εφαρμόζονται τα ως άνω άρθρα. Η διάταξη εξαιρεί, εξάλλου, ρητά από το πεδίο εφαρμογής της τόσο τα έσοδα από τον ΦΠΑ όσο και τους δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις που εισπράττονται από τα ελληνικά Τελωνεία, γιατί ο μεν ΦΠΑ καλύπτεται από τις αποκλειστικά εφαρμοζόμενες κατά περίπτωση διατάξεις του ΚΦΔ (άρθρο 66 παρ. 1 στοιχείο β’, 3 και 4 ΚΦΔ) ή του Ε.Τ.Κ. (π.χ. σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ για εισαγόμενα εμπορεύματα) ή του άρθρου 23 του παρόντος σχεδίου νόμου (σε ό,τι αφορά τα μόνα έσοδα ΦΠΑ που υπάγονται στην εμβέλεια της Οδηγίας), τα δε εισπραττόμενα από τα ελληνικά Τελωνεία έσοδα που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (π.χ. δασμοί) καλύπτονται από τις διατάξεις του Ε.Τ.Κ. (άρθρα 155 επ. Ε.Τ.Κ.), οι οποίες, ενόψει της ευρύτατης νομοτυπικής περιγραφής των διαφόρων μορφών λαθρεμπορίας, καλύπτουν ήδη, κατά το πεδίο εφαρμογής τους, όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο γ’ της Οδηγίας, συμπεριλαμβανόμενης π.χ. και αυτής της κατάχρησης ενός νόμιμα ληφθέντος οικονομικού πλεονεκτήματος (πρβλ. π.χ. άρθρο 155 παρ. 2 στοιχείο α’ Ε.Τ.Κ.).
Η τυποποίηση της παρ. 4 αποβλέπει πρωτίστως: (α) στην ποινική προστασία όλων των πόρων και στοιχείων ενεργητικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και όταν αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια της «περιουσίας», όπως αυτή οριοθετείται κατά την ερμηνεία του άρθρου 390 Π.Κ., (β) στην ποινικοποίηση ζημιογόνων διαχειριστικών πράξεων, ακόμη και όταν αυτές δεν φέρουν εξωτερικό αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, (γ) στην ποινικοποίηση πράξεων «ιδιοποίησης» ή αθέμιτης εκμετάλλευσης, εκ μέρους διαχειριστών των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παραπάνω τυποποίηση, που διαθέτει μεγαλύτερο εύρος από αυτό των διατάξεων των άρθρων 390 και 375 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο Π.Κ., επιβάλλεται από τη διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 3 της Οδηγίας, η οποία αξιώνει την εισαγωγή ποινικής ευθύνης και για τις παραπάνω περιπτώσεις. Μέσω της συγκεκριμένης τυποποίησης επιδιώκεται να ευθυγραμμιστεί το ελληνικό ποινικό δίκαιο με τις επιταγές της Οδηγίας, δημιουργώντας μια επικουρική βάση ποινικής ευθύνης, χωρίς να αλλοιωθούν οι έννοιες της υπεξαίρεσης από διαχειριστή ή της απιστίας, όπως αυτές ρυθμίζονται στα άρθρα 375 παρ. 1 εδ. β’ και 390 Π.Κ.. Κατά τα λοιπά, όπου τα εκάστοτε προσβαλλόμενα ενωσιακά οικονομικά συμφέροντα εμπίπτουν στις έννοιες της «ιδιοκτησίας» ή της «περιουσίας», όπως αυτές γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο των άρθρων 375 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο και 390 Π.Κ., και πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις των παραπάνω άρθρων, τυγχάνουν εφαρμογής αυτά, αφού προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, καθώς απειλούν σωρευτικά προς την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή (ενώ η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο Π.Κ. προβλέπει και βαρύτερο κατώτατο όριο απειλούμενης ποινής). Με τον παραπάνω τρόπο οι «πόροι» και τα «στοιχεία ενεργητικού» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 3 της Οδηγίας, ως ενωσιακά προσδιοριζόμενες έννοιες, που εμπίπτουν στην ευρύτερη έννοια των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α’ της Οδηγίας), εισάγεται μόνον επικουρικά στο ελληνικό ποινικό σύστημα και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν προσβάλλεται ταυτόχρονα, με κάποιον από τους τρόπους που περιγράφονται στα άρθρα 375 παρ. 1 εδ. β’ και 390 Π.Κ., η ενωσιακή περιουσία, οπότε και εφαρμόζονται τα ως άνω άρθρα.
Επί του άρθρου 25
Με το άρθρο 25 ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία δεν προβαίνει σε διακρίσεις αναφορικά με τη βαρύτητα των αδικημάτων σε βάρος των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων και ζητά να καταστούν αυτά βασικά αδικήματα κατά την έννοια της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η παρούσα διάταξη εντάσσει λοιπόν όλα τα αδικήματα του παρόντος σχεδίου νόμου, καθώς και τα αδικήματα των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237, 375, 386, 386Α, 386Β, 390 Π.Κ., των άρθρων 155 επ. ν. 2960/2001 (Α’ 265) (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) και του άρθρου 39 ν. 4557/2018 (Α’ 139), όταν αυτά στρέφονται κατά των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων, στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων του άρθρου 4 του ν. 4557/2018.
Επί του άρθρου 26
Το άρθρο 26 περιέχει ρυθμίσεις για ζητήματα που αφορούν εν γένει τα αδικήματα του παρόντος σχεδίου και, πιο συγκεκριμένα, ρυθμίσεις αφενός για τον τρόπο δίωξής τους και αφετέρου για τα κριτήρια θεμελίωσης της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων όταν τα αδικήματα τελούνται εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή. Πιο συγκεκριμένα:
Με τη ρύθμιση της παρ. 1 προβλέπεται ότι όλα τα αδικήματα του παρόντος σχεδίου νόμου, καθώς και τα αδικήματα των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237, 375, 386, 386Α, 386Β, 390 του Π.Κ., των άρθρων 155 επ. του ν. 2960/2001 (Α’ 265) (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) και του άρθρου 39 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), όταν αυτά στρέφονται κατά των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων, διώκονται αυτεπάγγελτα. Η ρύθμιση συνάπτεται με τον δημόσιο χαρακτήρα των προσβαλλόμενων συμφερόντων και συμπορεύεται κατά βάση και με τις επιλογές του Π.Κ. σε ό,τι αφορά τα περιουσιακά αδικήματα, αφού και εκεί προβλέπεται αυτεπάγγελτη δίωξη για το αδίκημα του άρθρου 386Β, καθώς και για τις στρεφόμενες κατά του Δημοσίου κακούργηματικές παραλλαγές των άρθρων 375, 386, 386Α και 390 Π.Κ.. Η εισαγωγή του θεσμού της έγκλησης για τα στρεφόμενα κατά των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων αδικήματα πλημμεληματικής φύσεως κρίθηκε, κατά τα λοιπά, ότι θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο πλαίσιο διώξεων επί διασυνοριακών υποθέσεων, που θα αναλάμβανε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και, ως εκ τούτου, δεν κρίθηκε δικαιοπολιτικά σκόπιμη.
Με τη ρύθμιση της παρ. 2 ενσωματώνονται στην ελληνική έννομη τάξη οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 στοιχείο β’ και 4 της Οδηγίας, ήτοι διασφαλίζεται ότι επί αδικημάτων σε βάρος των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, που τελούνται από Έλληνα υπήκοο στην αλλοδαπή, η άσκηση της δικαιοδοσίας των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν θα εξαρτάται από το αν η πράξη είναι αξιόποινη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, και κατά τους νόμους του κράτους τέλεσης, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 Π.Κ., ή, επί πλημμελημάτων, αν, επιπροσθέτως, υποβλήθηκε έγκληση του θύματος ή αίτηση δίωξης εκ μέρους του κράτους τέλεσης, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 3 Π.Κ.. Η ανάγκη απεξάρτησης από τις ανωτέρω προϋποθέσεις συνάγεται α) από την παρ. 1 στοιχείο β του άρθρου 11 της Οδηγίας, η οποία αξιώνει να θεμελιώνεται η δικαιοδοσία των κρατών-μελών κάθε φορά που το αδίκημα διαπράττεται από υπήκοό τους, χωρίς να επιτρέπει οποιαδήποτε ουσιαστικού δικαίου εξαίρεση, συνδεόμενη π.χ. με τις προβλέψεις του κράτους τέλεσης, και β) από την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, το οποίο ζητά ρητά να μην ισχύουν για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας οι δικονομικές προϋποθέσεις της υποβολής έγκλησης από το θύμα ή της υποβολής καταγγελίας από το κράτος του τόπου τέλεσης.
Τέλος, με την παρ. 3, στην οποία προβλέπεται η εξομοίωση της ποινικής προστασίας της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ποινική προστασία της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου, επιδιώκεται η εξασφάλιση της ομαλότερης λειτουργίας του θεσπιζόμενου νέου συστήματος ποινικής προστασίας των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, το οποίο εφεξής θα στηρίζεται όχι τόσο στις (επικουρικές) διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος σχεδίου νόμου, αλλά, προεχόντως, στις διατάξεις του Π.Κ. και του Ε.Τ.Κ., με τις οποίες παρέχεται ποινική προστασία και στην ελληνική δημόσια περιουσία. Επίσης, προωθείται η απορρέουσα από το πρωτογενές δίκαιο και την ενωσιακή νομολογία επιταγή εξομοίωσης της ποινικής προστασίας της ενωσιακής περιουσίας με την προστασία που απολαμβάνει η ελληνική δημόσια περιουσία. Προς επίτευξη των ανωτέρω στόχων, διευρύνεται το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 216 Π.Κ., της παρ. 5 του άρθρου 242 Π.Κ., της παρ. 2 του άρθρου 374 Π.Κ., της παρ. 3 του άρθρου 375 Π.Κ., της παρ. 2 του άρθρου 386 Π.Κ., της παρ. 3 του άρθρου 386Α Π.Κ. καιτηςπαρ. 2 του άρθρου 390 Π.Κ., έτσι ώστε οι παραπάνω διατάξεις να εφαρμόζονται και όταν το προβλεπόμενο σ’ αυτές αδίκημα στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του νομικού προσώπου οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ιδρύθηκαν με βάση τις Συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται ευκολότερη και η διαχείριση των ζητημάτων συρροής σε υποθέσεις παράλληλων προσβολών, που λαμβάνουν χώρα, π.χ. στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.
Επί του άρθρου 27
Με το άρθρο 27 προβλέπεται, προς εκπλήρωση της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 18 της Οδηγίας, ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλει ετησίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εφόσον διαθέτει σε κεντρικό επίπεδο τα αντίστοιχα στοιχεία, στατιστικές αναφορές σχετικά με τα διωκόμενα στην Ελλάδα αδικήματα που εμπίπτουν στην εμβέλεια της Οδηγίας, ήτοι αδικήματα καλυπτόμενα από τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου ή τις κατά περίπτωση αντίστοιχα εφαρμοστέες διατάξεις του Π.Κ. ή του Ε.Τ.Κ. που στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων. Ειδικότερα, προβλέπεται η υποβολή αναφορών αφενός για τον αριθμό σχετικών δικογραφιών που αρχειοθετήθηκαν, καθώς και τον αριθμό σχετικών ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, έπαυσαν, κηρύχθηκαν απαράδεκτες, κατέληξαν σε αθώωση, οδήγησαν σε καταδίκη ή βρίσκονται σε εξέλιξη- και αφετέρου για τα ποσά που ανακτήθηκαν κατόπιν ποινικών διώξεων και την εκτιμώμενη ζημία. Για τη ρύθμιση των περαιτέρω λεπτομερειών, συμπεριλαμβανόμενης της διαδικασίας συγκέντρωσης των ανωτέρω στοιχείων, στον βαθμό που αυτή καταστεί τεχνικά εφικτή, εξουσιοδοτείται προς έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
Επί του άρθρου 28
Τέλος, στο άρθρο 28 προβλέπεται ότι από τη στιγμή που το παρόν σχέδιο θα καταστεί νόμος, παύει να ισχύει ο ν. 2803/2000 (Α’ 48) και εφεξής, όπου σε διατάξεις του ισχύοντος δικαίου γίνεται αναφορά στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, θα νοούνται αναλόγως, οι διατάξεις του παρόντος σχεδίου καθώς και οι κατά περίπτωση αντίστοιχα εφαρμοστέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Η εν λόγω ρύθμιση επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι μετά την κατάργηση του ειδικού ρυθμιστικού συστήματος του ν. 2803/2000 η ενωσιακή περιουσία υπάγεται πλέον, καθ’ ολοκληρίαν, στο γενικό προστατευτικό σύστημα του Π.Κ., που ισχύει και για την ελληνική δημόσια περιουσία, ενώ, παραπέρα, η προστασία αυτή συμπληρώνεται και με ειδικές διατάξεις του παρόντος, ήτοι, μεταξύ άλλων, με τις ποινικές τυποποιήσεις των άρθρων 23 και 24, ή, κατά περίπτωση, και με ειδικά νομοθετήματα, όπως ο Ε.Τ.Κ.. Κατ’ επέκταση, εφεξής, προς αντιμετώπιση ζητημάτων διαχρονικού δικαίου για πράξεις που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νέου νόμου και ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2803/2000, ο εφαρμοστής καλείται να συγκρίνει αφενός την ευθύνη που προέκυπτε με βάση τις διατάξεις του ν. 2803/2000 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Ε.Τ.Κ. και αφετέρου την ευθύνη που προκύπτει πλέον με βάση τις διατάξεις του Π.Κ., τις διατάξεις του Ε.Τ.Κ. και τις διατάξεις του παρόντος. Πράξεις που πραγμάτωναν τις ειδικές υποστάσεις των αδικημάτων που τυποποιούσε ο ν. 2803/2000 καθίστανται, εξάλλου, ανέγκλητες, μόνο αν και στον βαθμό που αυτές δεν καταλαμβάνονται πλέον από τις διατάξεις του Π.Κ., του Ε.Τ.Κ. ή του παρόντος.
Οι σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου
Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (EE L 198/28.7.2017)
Άρθρο 21
Αντικείμενο και ορισμοί (άρθρα 1 και 2 παρ. 1 της Οδηγίας)
1. Το παρόν μέρος θεσπίζει κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας κατά των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα, συμφώνως προς το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτόν τον τομέα.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους ισχύουν ol ακόλουθοι ορισμοί:
α) Ως «οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» νοείται το σύνολο των εσόδων, δαπανών και στοιχείων ενεργητικού που καλύπτονται, αποκτώνται μέσω ή οφείλονται: ί) στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Η) στους προϋπολογισμούς των θεσμικών καί λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ιδρυθεί δυνάμει των Συνθηκών ή στους προϋπολογισμούς, των οποίων αυτά ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, την εποπτεία.
β) Ως «νομικό πρόσωπο» νοείται μια οντότητα που διαθέτει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, εξαιρουμένων των κρατών ή των δημόσιων φορέων κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας και των δημόσιων διεθνών οργανισμών.
Άρθρο 22
Δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου σχετική με τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4 παρ. 2 και 4, και άρθρο 11 παρ. 2 εδάφιο πρώτο της Οδηγίας)
1. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 235 Π.Κ., όταν οι εκεί αναφερόμενες υπηρεσιακές ενέργειες ή παραλείψεις ζημιώνουν ή μπορούν να ζημιώσουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η πράξη της δωροληψίας τελείται α) από οποιοδήποτε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή β) από οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για άλλο κράτος.
2. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 236 Π.Κ., όταν οι σε αυτό αναφερόμενες υπηρεσιακές ενέργειες ή παραλείψεις ζημιώνουν ή μπορούν να ζημιώσουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η πράξη της δωροδοκίας τελείται προς οποιονδήποτε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 23
Διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον ΦΠΑ (άρθρο 3 παρ. 2 στοιχείο δ’ και άρθρο 7 της Οδηγίας)
Όποιος κατά την εκτέλεση οργανωμένου σχεδίου που περιλαμβάνει πράξεις τελούμενες στην επικράτεια δύο (2) τουλάχιστον κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιφέρει απώλεια πόρων Φ.Π.Α. που υπερβαίνει συνολικά τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ α) χρησιμοποιώντας ή υποβάλλοντας ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις Φ.Π.Α. ή έγγραφα ή αποσιωπώντας πληροφορίες συνδεόμενες με τον Φ.Π.Α. κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους ή β) υποβάλλοντας δηλώσεις με σκοπό τη δόλια συγκάλυψη της μη απόδοσης Φ.Π.Α. ή την παράνομη θεμελίωση δικαιώματος επιστροφής Φ.Π.Α., τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή χιλίων (1000) ημερησίων μονάδων.
Άρθρο 24
Επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 3 παρ. 2 στοιχεία α’, β’ και γ’, άρθρο 4 παρ. 3 και άρθρο 7 της Οδηγίας)
1. Όποιος χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους και, με τον τρόπο αυτό, λαμβάνει ή παρακρατεί παρανόμως επιχορηγήσεις ή όμοιας φύσης οικονομικές παροχές που δεν συνδέονται άμεσα με ισάξιες αντιπαροχές και προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 386, 386Α ή 386Β του Π.Κ.. Με την ίδια ποινή και την ίδια επιφύλαξη τιμωρείται και όποιος εν γνώσει χρησιμοποιεί νόμιμα ληφθείσες παροχές υπό την παραπάνω έννοια, ol οποίες υπάγονται με βάση τον νόμο ή τη σύμβαση χορήγησής τους σε συγκεκριμένους περιορισμούς, κατά παράβαση αυτών των περιορισμών.
2. Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους και, με τον τρόπο αυτό, λαμβάνει ή παρακρατεί παρανόμως παροχές που συνδέονται με αντιπαροχές αγαθών και υπηρεσιών και προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 386 ή 386Α Π.Κ.. Με την ίδια ποινή και την ίδια επιφύλαξη τιμωρείται και όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί εν γνώσει νόμιμα ληφθείσες παροχές υπό την παραπάνω έννοια, οι οποίες υπάγονται με βάση τον νόμο ή τη σύμβαση χορήγησής τους σε συγκεκριμένους περιορισμούς, κατά παράβαση αυτών των περιορισμών, προκαλώντας, με τον τρόπο αυτό, ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Όποιος χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους ή χρησιμοποιεί εν γνώσει κατά παράβαση των προβλεπόμενων γι’ αυτό ειδικών περιορισμών ένα νόμιμα χορηγηθέν οικονομικό πλεονέκτημα και, με τον τρόπο αυτό, μειώνει παρανόμως έσοδα του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των προϋπολογισμών των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, πλην των εσόδων που προέρχονται από τον Φ.Π.Α. ή εισπράττονται από τα Τελωνεία, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 386 ή 386Α Π.Κ..
4. Όποιος, στο πλαίσιο της εμπιστευμένης σε αυτόν διαχείρισης πόρων και περιουσιακών στοιχείων του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των προϋπολογισμών των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της διαχειρίζεται τους οικείους πόρους κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης ή ιδιοποιείται παράνομα ή χρησιμοποιεί κατ’ απόκλιση από τον νόμιμα καθορισμένο σκοπό τους τα οικεία περιουσιακά στοιχεία, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 375 ή 390 Π.Κ..
Άρθρο 25
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας)
Τα αδικήματα των άρθρων 23 και 24 του παρόντος μέρους, καθώς και τα αδικήματα των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237, 237Β, 375, 386, 386Α, 386Β, 390 Π.Κ. και 155 επ. του ν. 2960/2001 (Α’ 265), όταν αυτά στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων, συνιστούν βασικά αδικήματα κατά την έννοια του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (Α’ 139).
Άρθρο 26
Γενικές διατάξεις (άρθρο 11 παρ. 4 της Οδηγίας)
1. Τα αδικήματα των άρθρων 23 και 24 του παρόντος μέρους, καθώς και τα αδικήματα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β και 390του Π.Κ., όταν αυτά στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων, διώκονται αυτεπάγγελτα.
2. Η δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων για τα αδικήματα των άρθρων 23 και 24 του παρόντος μέρους, καθώς και για τα αδικήματα των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237, 237Β, 375, 386, 386Α, 386Β, 390 Π.Κ., 155 επ. του ν. 2960/2001 (Α’ 265) και 39 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), όταν αυτά στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων, καθιδρύεται στις περιπτώσεις που τελούνται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα και αν η πράξη δεν είναι αξιόποινη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκε ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του Π.Κ..
3. Οι διατάξεις της παρ. 4του άρθρου 216,της παρ. 5του άρθρου 242, της παρ. 2του άρθρου 374, της παρ. 3 του άρθρου 375, της παρ. 2 του άρθρου 386, της παρ. 3 του άρθρου 386Α και της παρ. 2 του άρθρου 390 του Π.Κ. εφαρμόζονται και όταν το προβλεπόμενο σ’ αυτές ποινικό αδίκημα στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του νομικού προσώπου οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ιδρύθηκαν με βάση τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 27
Υποβολή στατιστικών αναφορών (άρθρο 18 παρ. 2 της Οδηγίας)
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλει ετησίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στατιστικές αναφορές για τα αδικήματα των άρθρων 23 και 24 του παρόντος μέρους, καθώς και για τα αδικήματα των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237, 375, 386, 386Α, 386Β, 390 Π.Κ., 155 επ. του ν. 2960/2001 (Α’ 265) και 39 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), όταν αυτά στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συνδέονται με την προσβολή αυτών των συμφερόντων. Ειδικότερα, υποβάλλει αναφορές για α) τον αριθμό σχετικών δικογραφιών που αρχειοθετήθηκαν, καθώς και τον αριθμό σχετικών ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, έπαυσαν, κηρύχθηκαν απαράδεκτες, κατέληξαν σε αθώωση, οδήγησαν σε καταδίκη ή βρίσκονται σε εξέλιξη και β) τα ποσά που ανακτήθηκαν κατόπιν ποινικών διώξεων και την εκτιμώμενη ζημία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 28
Κατάργηση του ν. 2803/2000 (Α’ 48) (άρθρο 16 της Οδηγίας)
Ο ν. 2803/2000 καταργείται. Όπου σε διατάξεις του ισχύοντος δικαίου γίνεται αναφορά στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου και στα αδικήματα που αυτός τυποποιεί, νοούνται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος μέρους καθώς και οι κατά περίπτωση αντίστοιχα εφαρμοστέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.