Της Νένας Μαλλιάρα
Άρδην αλλαγή των δεδομένων για τη ρύθμιση του χρέους ιδιωτών (φυσικών προσώπων) αλλά και επιχειρήσεων βρίσκεται προ των πυλών, με την ψήφιση, τον Ιούνιο, του νέου πτωχευτικού νόμου.
Με τον νέο νόμο, για τον οποίο εξασφαλίστηκε το πράσινο φως από τους “θεσμούς” για περίοδο εξάμηνης μεταβατικής προσαρμογής με καταληκτική πλήρη εφαρμογή από 1/1/2021, οφειλές από και προς πάσα κατεύθυνση μπαίνουν σε νέο καθεστώς συνδυασμένης διαχείρισης. Στόχος είναι να παύσουν να διαιωνίζονται και να εξυγιανθούν είτε με ρύθμιση είτε με πτώχευση και ταυτόχρονη παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον οφειλέτη.
Τα νέα δεδομένα
Η ψήφιση του νόμου θα αφορά όλους τους οφειλέτες και δανειολήπτες, με βάση εκκίνησης την απόλυτη ευθύνη τους για την τήρηση και αποπληρωμή του συνόλου των οφειλών τους (προς τράπεζες, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΔΕΚΟ κ.λπ.).
Φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις με οφειλές που ήδη δεν εξυπηρετούνται (“κόκκινες”) ή είναι ρυθμισμένες αλλά κινδυνεύουν να καταστούν υπερήμερες (“πορτοκαλί”), ή ακόμα και όσες εξυπηρετούνται ομαλά (“πράσινες”) αλλά μπορεί στο μέλλον να παρουσιάσουν προβλήματα αποπληρωμής, θα διέπονται από το νέο και συγκεκριμένο πλαίσιο. Αυτό θα προβλέπει:
– Πρώτο σκέλος: Τη ρύθμιση των οφειλών (συνολικά και προς κάθε δικαιούχο) μέσω μιας προπτωχευτικής διαδικασίας, την οποία ο οφειλέτης θα ακολουθεί στην περίπτωση που το χρέος του κρίνεται βιώσιμο, κατόπιν αναδιάρθρωσης σε συμφωνία με τους πιστωτές. Η προπτωχευτική διαδικασία θα στηρίζεται σε μια αυτοματοποιημένη ρύθμιση του χρέους εξωδικαστικά και μια διαδικασία εξυγίανσης του ιδιώτη ή της επιχείρησης πριν από την πτώχευση, η οποία, όμως, αφού οριστικοποιηθεί, θα επικυρώνεται από το δικαστήριο.
– Δεύτερο σκέλος: Την πτώχευση του οφειλέτη ή δανειολήπτη, εφόσον το χρέος του κρίνεται μη βιώσιμο. Σε αυτήν προβλέπεται ρευστοποίηση της περιουσίας του για την αποπληρωμή του χρέους. Στη συνέχεια το χρέος που θα απομένει απλήρωτο θα διαγράφεται. Βάζοντας τελεία στο χρέος, ο οφειλέτης θα έχει δεύτερη ευκαιρία και θα μπορεί να επανέλθει ξανά “καθαρός” στην οικονομική δραστηριότητα με πλήρη δικαιώματα ύστερα από κάποιο μικρό χρονικό διάστημα.
Επιπροσθέτως, στο σκέλος αυτό ο νέος νόμος θα μεριμνά ώστε να μη μένουν άστεγοι οι οφειλέτες που θα πτωχεύουν. Η στέγαση των πτωχευσάντων θα αποτελεί κρατική μέριμνα και θα γίνεται είτε με την απόκτηση της κατοικίας τους από κρατικό φορέα και την επαναμίσθωση του ακινήτου σε αυτούς είτε με τη χορήγηση επιδόματος στέγασης.
Ο νέος νόμος έρχεται να ρυθμίσει συνολικά τις οφειλές και τα μη βιώσιμα δάνεια σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση για την οικονομία, όπου το ιδιωτικό χρέος αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβλήματα για την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η πρόληψη με τον νέο νόμο
Με συσσωρευμένο ιδιωτικό χρέος πάνω από 230 δισ. ευρώ στα δέκα χρόνια της κρίσης που έχουν προηγηθεί, η κρίση του κορονοϊού επιτείνει το πρόβλημα της υπερχρέωσης και οδηγεί, αν δεν αντιμετωπιστεί συνολικά και ριζικά, σε νέα αύξησή του σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Υπολογίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου θα αρχίσει να διαμορφώνεται η πρώτη εικόνα για την εν δυνάμει νέα αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (και λοιπών οφειλών), καθώς θα έχει προηγηθεί το κρίσιμο τεστ για τον τουρισμό τούς μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο. Παράλληλα, από τα τέλη Σεπτεμβρίου θα αρχίσουν να λήγουν τα μορατόρια των τραπεζών για το “πάγωμα” καταβολής δόσεων δανείων από τους δανειολήπτες.
Η αύξηση του ιδιωτικού χρέους θεωρείται δεδομένη, παρά τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης (και συνακόλουθα των τραπεζών) για τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους και τους δανειολήπτες. Την επομένη της κρίσης του κορονοϊού θα πρέπει να υπάρχουν έτοιμες οι λύσεις για τη διαχείριση του χρέους αυτού. Είτε για τη ρύθμισή του, αν κρίνεται βιώσιμο, είτε για την εκκαθάρισή του, αν δεν είναι, ώστε να σταματήσει να διαιωνίζεται για τον οφειλέτη, τους συγγενείς και τους κληρονόμους του.
Η προσπάθεια για τον έλεγχο και την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους παραμένει προϋπόθεση για την εξυγίανση του επιχειρηματικού τοπίου, με την επιβίωση των υγιών και με προοπτικές επιχειρήσεων και τη σταδιακή απόσυρση με το ελάχιστο δυνατό κόστος των επιχειρήσεων-“ζόμπι”.
Ευνόητο είναι ότι η εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους θα εξυγιάνει και τους ισολογισμούς των τραπεζών, δημιουργώντας επίσης συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία, προοπτικές ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων.
Τα δύο σκέλη στην εξυγίανση
Με τον νέο πτωχευτικό νόμο η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους θα γίνεται σε σύντομο χρόνο και με διαφάνεια, καθώς όλες οι διαδικασίες μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών θα περνούν μέσω της νέας υπερ-πλατφόρμας στην οποία θα φορτώνονται τα στοιχεία για όλες τις οφειλές κάθε είδους.
– Πρώτο σκέλος: Στην περίπτωση που κρίνεται ότι το χρέος του οφειλέτη μπορεί να αναδιαρθρωθεί σε συμφωνία με τους πιστωτές και να καταστεί βιώσιμο, θα ακολουθεί την προπτωχευτική διαδικασία. Πρόκειται στην ουσία για έναν νέο, βελτιωμένο και μόνιμο εξωδικαστικό μηχανισμό, πολύ πιο απλό και φιλικό από αυτόν του ν. 4469/2017 και με συγκεκριμένες προδιαγραφές που έχουν συμφωνηθεί από όλες τις πλευρές των πιστωτών δικαιούχων.
Στην προπτωχευτική διαδικασία, ο οφειλέτης (ιδιώτης ή επιχείρηση) θα μπορεί να αναδιαρθρώσει τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις και τις δραστηριότητές του κατόπιν συμφωνίας με ειδική πλειοψηφία των πιστωτών του. Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να επικυρωθεί από το δικαστήριο. Η υποχρεωτική αναδιάρθρωση για τους πιστωτές άνευ εξασφαλίσεων ή προνομίων θα επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Η προπτωχευτική διαδικασία θα επιτρέπει την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και τη μεταβίβαση, π.χ., επιχειρήσεων, προβλέποντας μηχανισμό που θα προηγείται των δικαιωμάτων των μετόχων και το “μπλοκάρισμα” της εξυγίανσης από πλευράς τους.
Οι αιτήσεις εξωδικαστικού διακανονισμού θα υποβάλλονται ψηφιακά μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και μέσω αυτής θα προχωρούν όλες οι διαδικασίες, διασφαλίζοντας τη δημοσιότητα όλων των ενεργειών, τη διαφάνεια και την ευκολία επικοινωνίας μεταξύ πιστωτών, οφειλέτη, διαχειριστή, αρμόδιου δικαστή και δικαστηρίου.
Η διεξαγωγή της διαδικασίας θα είναι σύντομη. Οι πιστωτές θα ανακοινώνουν τις απαιτήσεις τους μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας ταυτόχρονα κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης και θα υπάρχει εποπτεύων δικαστής, ο οποίος θα εκδίδει αποφάσεις κατόπιν έγγραφης και όχι ακροαματικής διαδικασίας. Σημαντικά μειωμένες θα είναι οι δυνατότητες των μετόχων της υπερχρεωμένης επιχείρησης να υποβάλλουν ενστάσεις.
– Δεύτερο σκέλος: Η διαδικασία της πτώχευσης θα ακολουθείται εφόσον το χρέος του οφειλέτη κρίνεται μη βιώσιμο. Ειδικότερα:
α) Μεγαλύτερες πτωχεύσεις (επιχειρήσεων) θα διεξάγονται σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία πτώχευσης, που περιλαμβάνει είτε την πώληση ολόκληρης της επιχείρησης ή τμημάτων της είτε αποσπασματική εκκαθάριση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (μέσω της χρήσης μηχανισμού ηλεκτρονικής δημοπρασίας που θα συνδυάζεται με μηχανισμό αυτόματης αναθεώρησης της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων). Η συνήθης διαδικασία θα τερματίζεται το αργότερο μετά την παρέλευση 5 ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.
β) Οι πτωχεύσεις για μικρότερες επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα θα ακολουθούν μια αυτοματοποιημένη διαδικασία για την εκκαθάριση όλων των περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα ολοκληρώνεται εντός 12 μηνών. Η υποβολή αίτησης πτώχευσης δεν θα αναστέλλει τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης από τους εξασφαλισμένους πιστωτές. Από τον γενικό αυτό κανόνα θα υπάρχουν δύο εξαιρέσεις:
– Στην περίπτωση χρεοκοπίας επιχείρησης, όταν η αίτηση πτώχευσης περιλαμβάνει την πώληση της επιχείρησης στο σύνολό της και αυτό έχει τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών.
– Στην περίπτωση χρεοκοπίας φυσικού προσώπου, όταν υπάρχει η επιλογή προστασίας της πρώτης κατοικίας μέσω πώλησης και επαναμίσθωσης.
Η απαλλαγή του οφειλέτη έναντι των πιστωτών για τυχόν υπολειπόμενες αξιώσεις τους μετά την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων θα επέρχεται αυτόματα μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου χωρίς την υποβολή ενστάσεων από οποιονδήποτε πιστωτή.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να επεκτείνει, μέχρι τα τέλη Ιουλίου, τη δυνατότητα υποβολής αίτησης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων στην υφιστάμενη πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού (ν. 4469/2017), προκειμένου να διευκολύνει την υποβολή αιτήσεων που ανεστάλησαν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης. Υπενθυμίζεται ότι μέσω του συγκεκριμένου μηχανισμού μπορούν να ρυθμιστούν εξωδικαστικά μόνο χρέη επιχειρήσεων και μόνο προς τράπεζες, Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.
Με βάση όσα προβλέπει ο εξωδικαστικός μηχανισμός του νόμου 4469/2017, και οι πιστωτές μπορούν να ξεκινήσουν τη διαδικασία ρύθμισης του χρέους της επιχείρησης, καλώντας τον οφειλέτη να υποβάλει αίτηση (στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού) εντός 30 ημερών. Από τη στιγμή υποβολής της αίτησης οι πιστωτές απέχουν, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, από μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ δεν προβλέπεται παρέμβαση του δικαστηρίου. Οι προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους του οφειλέτη γίνονται μέσω της επεξεργασίας διαθέσιμων στοιχείων από τις τράπεζες και το Δημόσιο και πρέπει να εγκριθούν από την πλειοψηφία των πιστωτών. Εάν η συμφωνηθείσα ρύθμιση του χρέους περιλαμβάνει και διαγραφή οφειλής προς το Δημόσιο, τότε αυτή πρέπει να γίνει αποδεκτή και από τους πιστωτές του Δημοσίου.
Η προστασία στη στέγη
Στο νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας για επιχειρήσεις και νοικοκυριά που πρόκειται να ψηφιστεί μέσα στον Ιούνιο θα υπάρχει πρόνοια και για τη στέγαση των οφειλετών που θα πτωχεύουν.
Το προσχέδιο του νέου πτωχευτικού νόμου που έχει υποβάλει η κυβέρνηση στους “θεσμούς” προβλέπει τη σύσταση κρατικού φορέα, ο οποίος θα μπορεί να αποκτά την πρώτη κατοικία των πτωχευμένων οφειλετών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα παραμονής στο ακίνητο έναντι καταβολής ενοικίου (sale and lease back). Μάλιστα, σε περίπτωση οφειλετών που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ο πτωχεύσας θα μπορεί να ζητήσει και στεγαστικό επίδομα.
Ο οφειλέτης θα μπορεί να υποβάλει αίτημα στο δικαστήριο για την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας από την εκποίηση της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας του. Στην περίπτωση αυτή, θα είναι υποχρεωμένος να μεταβιβάσει την κυριότητα της πρώτης κατοικίας του στον κρατικό φορέα, σε τίμημα ίσο με την εμπορική αξία του ακινήτου. Ο οφειλέτης θα χάνει την κυριότητα της κατοικίας του, αλλά θα διατηρεί τη δυνατότητα να μένει σε αυτήν καταβάλλοντας ενοίκιο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το δικαίωμα της μίσθωσης θα είναι για 12 χρόνια, ενώ το μίσθωμα θα ορίζεται με βάση το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ. Η μίσθωση θα καταγγέλλεται στην περίπτωση που ο μισθωτής δεν καταβάλει τρία μισθώματα και εντός ενός μηνός δεν μπορέσει να καλύψει την υπερημερία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο πτωχευμένος οφειλέτης θα μπορεί, εντός τριών ετών από την έναρξη της μίσθωσης, να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης σε μίσθωση με δικαίωμα επαναγοράς και εικοσαετή διάρκεια (και το ακίνητο να επανέλθει τότε στην κυριότητά του).
Αναφορικά με την παροχή στεγαστικού επιδόματος σε ευάλωτους δανειολήπτες, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στην κατηγορία των ευάλωτων θα μπορούν να ενταχθούν οφειλέτες με μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ, και, επίσης, η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας δεν υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο μέχρι τα τρία.
Ο προβληματισμός
Το νέο πτωχευτικό πλαίσιο για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, το οποίο θα έρθει να καλύψει τις ανάγκες διαχείρισης του αυξημένου ιδιωτικού χρέους μετά την πανδημική κρίση, θα έπρεπε να υιοθετηθεί ούτως ή άλλως από την ελληνική νομοθεσία, λόγω της υποχρέωσης ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας 1023/2019, για την προληπτική αναδιάρθρωση χρεών, από τα κράτη-μέλη.
Ο πυρήνας της κοινοτικής οδηγίας έγκειται στη συνέχιση λειτουργίας βιώσιμων επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, αλλά μπορούν να τις ξεπεράσουν με τις κατάλληλες επιχειρηματικές κινήσεις και την κατανόηση των δανειστών τους. Εάν αυτό δεν καθίσταται εφικτό, τότε θα πρέπει να εφαρμόζονται διαδικασίες αφερεγγυότητας (δηλαδή συλλογικής πτώχευσης), οι οποίες θα πρέπει να περαιώνονται με τρόπο απλό και ολιγοδάπανο.
Ειδικά για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών χρεών, η κοινοτική οδηγία και καλύπτει τόσο το “πριν” όσο και το “μετά” της υπερχρέωσης. Αφενός, προβλέπει μηχανισμούς έγκαιρης ειδοποίησης των επιχειρήσεων και των πιστωτών τους για τον κίνδυνο τα δάνειά τους να καταστούν μη εξυπηρετούμενα και υποχρεώνει σε προληπτική αναδιάρθρωση χρεών. Αφετέρου, ορίζει το πώς επιχειρήσεις που οδηγήθηκαν στην πτώχευση θα μπορούν να αναγεννηθούν, έχοντας μια δεύτερη ευκαιρία να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ο προβληματισμός, πάντως, για το πώς θα αντιμετωπιστεί η υπερχρέωση των επιχειρήσεων είναι αυτήν τη στιγμή πανευρωπαϊκός και συνδέεται με το ζητούμενο της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Όπως διαπιστώνεται, το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό στην πλειονότητα των κρατών-μελών μετά την οικονομική κρίση, παραμένει υψηλό, εμποδίζοντας τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Επίσης, οι μισές επιχειρήσεις στην Ευρώπη δεν καταφέρνουν να συμπληρώσουν πέντε έτη λειτουργίας, λόγω αδυναμίας να αντιμετωπίσουν την υπερχρέωση. Κάθε χρόνο οδηγούνται σε πτώχευση 200.000 επιχειρήσεις, δηλαδή 600 επιχειρήσεις την ημέρα, και ως συνέπεια χάνονται 1,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Η έλευση της κρίσης της COVID-19 θα επιδεινώσει όλα αυτά τα δεδομένα, κάνοντας ακόμα επιτακτικότερο πανευρωπαϊκά ένα ενιαίο και ευέλικτο καθεστώς πτώχευσης.