Oι μεγάλες τράπεζες σε όλο τον κόσμο αναλαμβάνουν επιχειρήσεις τις οποίες επί σειράν ετών δανειοδοτούσαν, αλλά αυτές πλέον δεν είναι δυνατόν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους και βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης ή είναι προβληματικές μονάδες, και επενδύουν σε αυτές, προσδοκώντας υψηλές αποδόσεις. Πλείστα παραδείγματα από τον κλάδο των πετρελαϊκών, του λιανεμπορίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Νότια Αφρική, οι οποίες δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας.
Ειδικότερα, ο επενδυτικός οίκος Capitalworks Investment Partners θα επενδύσει περί τα 270 εκατομμύρια δολάρια (5 δισεκατομμύρια ραντ) σε μικρομεσαίες εταιρείες της Νοτίου Αφρικής, οι οποίες βρίσκονται σε δυσχέρεια εξαιτίας της πανδημίας. Τα χρήματα αυτά προέρχονται από τη μονάδα της τράπεζας Morgan Stanley, Αlternative Investments Partners, θεσμικούς επενδυτές και πλούσιες οικογένειες, όπως είπε ο ιδρυτής της Capitalworks, Τσαντ Σμαρτ. Εδρα του επενδυτικού οίκου είναι το Γιοχάνεσμπουργκ και αναζητεί εταιρείες με αξία από 250 εκατομμύρια ραντ (13,3 εκατομμύρια δολάρια) έως και 4 δισεκατομμύρια ραντ (213,12 εκατομμύρια δολάρια) στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στα τρόφιμα και στην περίθαλψη. «Υπάρχουν υψηλής ποιότητας επιχειρήσεις, που αδίκως τιμωρούνται λόγω του κορωνοϊού και που θα εκμεταλλεύονταν τις ευκαιρίες μιας κρίσης για να εξασφαλίσουν μερίδιο αγοράς», δήλωσε ο κ. Σμαρτ σε συνέντευξή του. «Εξαιτίας της πανδημίας ορισμένες δεν έχουν τζίρο και χρειάζονται ρευστότητα, αλλά και κεφάλαιο, οπότε εμείς μπορούμε να βρούμε τις καλύτερες εταιρείες να επενδύσουμε». Η νοτιοαφρικανική οικονομία, η περισσότερο βιομηχανοποιημένη στην Αφρική, τελούσε σε ύφεση και προ πανδημίας. Πάντως, η κατάσταση αυτή λειτουργεί και θετικά για τους επενδυτές, προσφέροντας ευκαιρίες στον τουρισμό, αλλά και στην εναλλακτική ιατρική, διότι οι άνθρωποι με αφορμή τον ιό αναζητούν μεθόδους προστασίας του ανοσοποιητικού τους συστήματος, όπως παρατηρεί στο Bloomberg ο Τσαντ Σμαρτ της Capitalworks.
Στην περίπτωση των πετρελαιοειδών, τώρα, όπως αναφέρει ο ιστότοπος resilience.org, επικαλούμενος το Ρόιτερς, η κατάστασή τους είναι τόσο κακή, ώστε οι πιστώτριες τράπεζες να κάνουν κάτι ασυνήθιστο, δηλαδή να αναλαμβάνουν τον έλεγχό τους, διότι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς αυτές. Είναι οι ίδιες τράπεζες που χρηματοδότησαν την έκρηξη των δραστηριοτήτων υδραυλικής ρωγμάτωσης των πετρελαϊκών, αλλά η πτώχευσή τους θα τους κοστίσει σαφώς περισσότερο από την ανάληψη του ελέγχου τους. Η κίνηση είναι συνηθισμένη στην αγορά ακινήτων, αλλά στην ενέργεια όχι. Οπως αναφέρει το Ρόιτερς, μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, όπως οι JPMorgan Chase, Wells Fargo, Bank of America και Citigrοup συγκροτούν ανεξάρτητες μονάδες, που θα αναλάβουν προβληματικές αμερικανικές ενεργειακές – μεταξύ των τελευταίων, οι Whiting Petroleum, Chesapeake Energy, Denbury Resources και Callon Petroleum κ.ά.