Της Δήμητρας Καδδά
Η γαλλική πλευρά, πέρα από τη συμμετοχή της στην πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης των τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ, προωθεί -σύμφωνα με πληροφορίες- και μία άλλη πρόταση: να παραταθεί τουλάχιστον και το 2021 η “ρήτρα διαφυγής”. Δηλαδή το δικαίωμα των κρατών-μελών να προβαίνουν σε μέτρα στήριξης της οικονομίας για να αντιμετωπίσουν το πλήγμα που προκαλεί η πανδημία.
Μάλιστα, επιθυμητό είναι η εν λόγω απόφαση να ληφθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το Ταμείο Ανακαμψης, δηλαδή το ταχύτερο δυνατό και όχι το φθινόπωρο με τους προϋπολογισμούς του 2021. Και τούτο ώστε να υπάρχει “καθαρός ορίζοντας” στα κράτη-μέλη.
Τα κέρδη για την Ελλάδα
Η Ελλάδα, ως χώρα με ιδιαίτερα υψηλό χρέος ανεξάρτητα από την “αναστολή” της Ενισχυμένης Εποτπείας, είναι στο “στόχαστρο”. Και έχει να “κερδίσει” από μία παράταση της “χαλαρότητας” στο δημοσιονομικό πεδίο, για να μπορέσει να υλοποιήσει το πρόγραμμα μείωσης φόρων και εισφορών.
Στο θέμα αναφέρθηκε εκ νέου ο ΥΠΟΙΚ, Χρήστος Σταϊκούρας, λέγοντας πως, αν θα εφαρμοσθούν οι ελαφρύνσεις με αρχή ενδεχομένως από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, “θα εξαρτηθεί από τους δημοσιονομικούς όρους που θα έχουμε το 2021 και μετά, αλλά και από τα ταμειακά διαθέσιμα.
Επεσήμανε επίσης πως οι μειώσεις φόρων και εισφορών θα γίνουν υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει από το 2021 και μετά ο αναγκαίος δημοσιονομικός και ταμειακός χώρος. “Το 2021 θα έχουμε η Ελλάδα και όλη η Ευρώπη περισσότερους δημοσιονομικούς περιορισμούς”, είπε. Για το τι ζητά η Αθήνα είπε πως δεν έχει γίνει αυτή η συζήτηση γιατί δεν μπορεί να ξέρει κανένας την ένταση και την έκταση της δημοσιονομικής κρίσης. Εξήγησε πάντως πως θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες προσεγγίσεις δημοσιονομικές. Θα ζητήσουμε τον δημοσιονομικό χώρο που πρέπει το 2021 ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας, ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών. Επανέλαβε πως “φέτος έχουμε πάρει τέτοιου ύψους μέτρα στήριξης που οδηγείται η χώρα σε δημοσιονομικό έλλειμμα”.
Το πόρισμα της Κομισιόν
Το εύρος των πιέσεων που δέχεται η Ελλάδα καθρεφτίζεται ξεκάθαρα σε μία από τις εκθέσεις της Κομισιόν που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και συνδέεται με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (υπάρχει έκθεση για κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ). Απευθύνει συστάσεις επιστροφής στη δημοσιονομική “πειθαρχία” μετά την υγειονομική κρίση με βάση τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Υπενθυμίζεται πως ανάλογη σύσταση περιέχεται και στην έκθεση για το πρόγραμμα σταθερότητας. “Όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, να επιδιώξει την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, με παράλληλη ενίσχυση των επενδύσεων”, αναφέρεται.
Στην ξεχωριστή αυτή έκθεση της Επιτροπής για την Ελλάδα που “συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, δηλαδή με βάση τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος γίνεται σαφές πως η Ελλάδα δεν θεωρείται πως η χώρα έχει πρόβλημα φέτος λόγω έκτακτων συνθηκών υγειονομικής κρίσης. Αλλά γίνονται φανερές οι πιέσεις που υπάρχουν.
Σημειώνεται πως η χώρα βγήκε από την εν λόγω διαδικασία που “επιτηρεί” τους στόχους ελλείμματος (στο 3% του ΑΕΠ) και χρέους το 2017, Μάλιστα υπάρχει και αναφορά για ελληνική επιστολή. “Στις 11 Μαΐου 2020, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν επιστολή” στην Κομισιόν αναφέρεται. Σε αυτή σύμφωνα με πληροφορίες αναφέρθηκαν τα μέτρα στήριξης και η συμβατότητά τους με την κρίση αλλά και η πορεία μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης και η διατήρηση των στόχων πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης αναφέρεται πως σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας το 2020 προβλέπεται να ανέλθει σε 4,7 % του ΑΕΠ, δηλαδή να είναι υψηλότερο και να μην προσεγγίζει την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη”. Αλλά “η προβλεπόμενη υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρείται έκτακτη και επί του παρόντος θεωρείται προσωρινή”.
Για το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης επισημαίνεται πως παρατηρείται υπέρβαση της τιμής αναφοράς αλλά “είναι προσωρινή”. Συνυπολογίζονται για το κριτήριο του χρέους το 2019, “οι σχετικοί παράγοντες, και ιδίως i) οι παρατηρούμενες μακροοικονομικές συνθήκες· ii) κάποια πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανάπτυξης κατά τα προηγούμενα έτη και iii) η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας” οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι τηρείται το κριτήριο του χρέους, όπως ορίζεται στη Συνθήκη.
Η έκθεση παρ’ όλα αυτά “αποτελεί το πρώτο βήμα στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος”. Όπως και για τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ ανάλογα με τον βαθμό της απόκλισης. Γι’ αυτό και επιχειρείται να διασφαλισθεί η “χαλάρωση” των κανόνων της ΕΕ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσουν να εφαρμοσθούν τα μέτρα στήριξης της ανάκαμψης από τον COVID-19.
Η ανάλυση για την Ελλάδα
Στην έκθεση εκτιμάται πως “το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9,7% το 2020, οι δε υπηρεσίες τουρισμού και ναυτιλίας -δύο πολύ σημαντικοί τομείς για την οικονομία της Ελλάδας- αναμένεται να πληγούν ιδιαίτερα σκληρά και η αναμενόμενη αύξηση της ανεργίας μπορεί επίσης να συμπιέσει την εγχώρια ζήτηση. Οι μακροοικονομικές προοπτικές χαρακτηρίζονται από εξαιρετική αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια της πανδημίας και τον οικονομικό της αντίκτυπο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της Ελλάδας με το κριτήριο του ελλείμματος το 2020”.
Στα θετικά αναφέρεται πως το προηγούμενο χρόνο “η Ελλάδα υλοποίησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας του ελληνικού δημόσιου τομέα, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής πολιτικής, την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, οι αρχές εξακολούθησαν να λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση της ικανότητας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και για τη βελτίωση της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων στη δημόσια διοίκηση. Όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, εξακολούθησε να σημειώνεται κάποια πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την εκκαθάριση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι αρχές ακολούθησαν επίσης ένα ευρύτερο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα στον τομέα της καλής νομοθέτησης, της ψηφιακής διακυβέρνησης και της εκπαίδευσης”.
Επίσης, γίνεται σαφές πως θα υπάρξει δυσκολία κατά την επαναφορά -μετά την κρίση- στην μεσοπρόθεσμη οικονομική θέση. Το συνολικό μέγεθος των μέτρων (πριν το τελευταίο πακέτο) εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 10,5% του ΑΕΠ με εκτιμώμενο αντίκτυπο στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ίσο με 3,7% του ΑΕΠ. Η πλειονότητα των μέτρων αποσκοπεί στη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους που πλήττονται από την πανδημία COVID-19, είτε μέσω της άμεσης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων είτε μέσω της γενικής επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των μέτρων ανάσχεσης, αναφέρεται.
Για την πορεία του χρέους αναφέρεται ότι, “παρά τους κινδύνους, η κατάσταση του χρέους παραμένει βιώσιμη μεσοπρόθεσμα στην Ελλάδα, συμπέρασμα που λαμβάνει υπόψη σημαντικούς ελαφρυντικούς παράγοντες (συμπεριλαμβανομένου του προφίλ του χρέους και του μεγάλου μεριδίου των δανείων του “επίσημου τομέα” με πολύ χαμηλά επιτόκια)”.
Καταστρώνει 2 σενάρια βιωσιμότητας. Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ στο βασικό σενάριο αναμένεται να είναι σε βιώσιμη (φθίνουσα) τροχιά μεσοπρόθεσμα Το βασικό σενάριο αντικατοπτρίζει τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2020 και τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις της Ελλάδας μετά το 2021, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που καθορίστηκε στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
Υπάρχει και δυσμενές σενάριο που βασίζεται στην παραδοχή για υψηλότερα επιτόκια (κατά 500 μονάδες βάσης) και χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ (κατά -0,5 εκατοστιαίες μονάδες), σε σχέση με το βασικό σενάριο (κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων).