Διευρύνεται ο κύκλος των εισαγγελικών λειτουργών που μπορούν να υπηρετήσουν στη θέση του Οικονομικού Εισαγγελέα, με τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή.
Η τροπολογία κατατέθηκε στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2016/800, 2017/1371, 2017/541, 2016/1919, 2014/57/ΕΕ, κύρωση του Μνημονίου Διοικητικής Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, τροποποιήσεις του ν.3663/2008 (Α΄ 99) προς εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1727 και άλλες διατάξεις».
Σύμφωνα με την προσθήκη στο σχέδιο νόμου, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει για τη θέση του Οικονομικού Εισαγγελέα, υποψήφιους από όλες τις Εισαγγελίες Εφετών και όχι μόνο των Αθηνών όπως προβλεπόταν έως τώρα.
Επίσης, με την ίδια τροπολογία δίνεται η δυνατότητα στον Οικονομικό Εισαγγελέα και τον Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς να αρχειοθετούν όσες δικογραφίες αυτοί κρίνουν, χωρίς να απαιτείται υποβολή στον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Με την ίδια τροπολογία προβλέπεται επίσης ότι ο ορισμός του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος εποπτεύει και συντονίζει το έργο των αρμόδιων εισαγγελικών λειτουργών για τα οικονομικά εγκλήματα και κατά της διαφθοράς, θα γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, και όχι από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως ίσχυε έως τώρα.
Αναλυτικά η διάταξη αναφέρει:
«Με τo άρθρο 1 διευρύνεται ο κύκλος των εισαγγελέων εφετών από τους
οποίους το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει αυτόν τον
οποίο θα τοποθετήσει ως εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Επιπλέον,
προβλέπεται ότι ο ορισμός του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος
εποπτεύει και συντονίζει το έργο των αρμόδιων για τα οικονομικά
εγκλήματα εισαγγελέων και των εισαγγελέων διαφθοράς θα γίνεται από το
Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, και όχι από τον εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου, όπως προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις. Με τον τρόπο αυτό αίρεται
η υφιστάμενη ανακολουθία των νομοθετικών προβλέψεων, αφού σύμφωνα με τις
ισχύουσες διατάξεις για τον ορισμό των εποπτευομένων εισαγγελέων
απαιτείτο απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο δεν
απαιτείται για τον ορισμό του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου
Πάγου. Περαιτέρω ορίζεται ότι ο εισαγγελέας του οικονομικού εγκλήματος
και ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, οι οποίοι φέρουν τον βαθμό του
εισαγγελέα εφετών και αντεισαγγελέα εφετών, αντίστοιχα, όταν η
καταγγελία δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία
της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή μετά την προκαταρκτική εξέταση
δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης, την
θέτουν στο αρχείο χωρίς να απαιτείται υποβολή στον εποπτεύοντα
αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με τον τρόπο αυτό αποσυμφορείται η
Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από την επανεξέταση αβάσιμων καταγγελιών και
ομογενοποιούνται οι προβλέψεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν.
4620/2019, Α’ 96) για την αρχειοθέτηση, καθόσον εφαρμόζεται και στις
ανωτέρω περιπτώσεις ο βασικός κανόνας που ισχύει για όλες τις άλλες
περιπτώσεις, ότι δηλαδή δεν απαιτείται έγκριση της αρχειοθέτησης όταν
αυτή διενεργείται από εισαγγελέα του δεύτερου βαθμού, αλλά μόνον όταν σε
αυτήν προβαίνει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών».
Διαβάστε εδώ την τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή