Παράταση της θητείας των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης και πρόσβαση στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων
Τροποποιήσεις συγκεκριμένων διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 33 και 36 του Κ.Π.Δ.), ρυθμίσεις για την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, την πνευματική λύση θρησκευτικού γάμου και την πρόσβαση των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, περιλαμβάνει τροπολογία που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που βρίσκεται στη Βουλή.
Αναλυτικά η τροπολογία προβλέπει:
Επί του άρθρου 1
Με τo άρθρο 1 διευρύνεται ο κύκλος των εισαγγελέων εφετών από τους οποίους το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει αυτόν τον οποίο θα τοποθετήσει ως εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Επιπλέον, προβλέπεται ότι ο ορισμός του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος εποπτεύει και συντονίζει το έργο των αρμόδιων για τα οικονομικά εγκλήματα εισαγγελέων και των εισαγγελέων διαφθοράς θα γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, και όχι από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις. Με τον τρόπο αυτό αίρεται η υφιστάμενη ανακολουθία των νομοθετικών προβλέψεων, αφού σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για τον ορισμό των εποπτευομένων εισαγγελέων απαιτείτο απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο δεν απαιτείται για τον ορισμό του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω ορίζεται ότι ο εισαγγελέας του οικονομικού εγκλήματος και ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, οι οποίοι φέρουν τον βαθμό του εισαγγελέα εφετών και αντεισαγγελέα εφετών, αντίστοιχα, όταν η καταγγελία δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή μετά την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης, την θέτουν στο αρχείο χωρίς να απαιτείται υποβολή στον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Με τον τρόπο αυτό αποσυμφορείταί η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από την επανεξέταση αβάσιμων καταγγελιών και ομογενοποιούνται οι προβλέψεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) για την αρχειοθέτηση, καθόσον εφαρμόζεται και στις ανωτέρω περιπτώσεις ο βασικός κανόνας που ισχύει για όλες τις άλλες περιπτώσεις, ότι δηλαδή δεν απαιτείται έγκριση της αρχειοθέτησης όταν αυτή διενεργείται από εισαγγελέα του δεύτερου βαθμού, αλλά μόνον όταν οε αυτήν προβαίνει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών.
Επί του άρθρου 2
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι, προκειμένου τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, να αποκτούν πρόσβαση στις εκάστοτε παρεχόμενες, από όλα τα Δικαστήρια της χώρας, υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, πιστοποιούνται μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) του ΝΣΚ, με την εισαγωγή του σχετικού μοναδικού αναγνωριστικού και συνθηματικού που τους έχει χορηγηθεί για την αναγνώριση τους από το συγκεκριμένο Σύστημα. Η διαδικασία της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων από τα μέλη του ΝΣΚ ολοκληρώνεται με την αποστολή από το Πληροφοριακό Σύστημα του οικείου δικαστηρίου, στην ηλεκτρονική διεύθυνση που ο καταθέτων έχει δηλώσει ή στην ηλεκτρονική θυρίδα που έχει δημιουργηθεί στο Πληροφοριακό Σύστημα του δικαστηρίου, του αποδεικτικού καταθέσεως, το οποίο πρέπει να φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Η διάταξη αυτή κρίνεται αναγκαία αφενός για λόγους αυτόματης πρόσβασης των μελών του ΝΣΚ στις παραπάνω ηλεκτρονικές υπηρεσίες, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος και αφετέρου για την αυτόματη ενημέρωση αυτού και όχι όπως προβλέπεται σήμερα μέσω της χρησιμοποίησης τρίτου πληροφοριακού συστήματος (Δικηγορικών Συλλόγων).
Τούτο, διότι το συγκεκριμένο πληροφοριακό σύστημα έχει δομηθεί λαμβάνοντας υπόψιν τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις του Δικηγόρου, ως πληρεξουσίου ιδιωτών και τις προϋποθέσεις πρόσβασης του (νομιμοποίηση, ένσημα, γραμμάτια, παράβολα, και λοιπά έξοδα) και όχι τις ανάγκες και υποχρεώσεις των λειτουργών του ΝΣΚ. Οι δε ανάγκες και υποχρεώσεις αυτές αφορούν, τόσο τις ειδικές κατά κανόνα δικονομικές διατάξεις, που διέπουν το Δημόσιο, τα νπδδ, τις Ανεξάρτητες Αρχές και τους φορείς που υποστηρίζει δικαστικά το ΝΣΚ, όσο και τις εσωτερικές λειτουργικές ανάγκες του ΝΣΚ, που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση των παραπάνω υπηρεσιών από τα μέλη του ΝΣΚ (ενδεικτικά η ενημέρωση της ηλεκτρονικής βάσης του ΝΣΚ για τις δικαστικές ενέργειες των χειριστών του σε σχέση με τις ανατιθέμενες υποθέσεις και η εξαγωγή δεδομένων).
Επί του άρθρου 3
Στο άρθρο 10 του ν. 4640/2019 (Α’ 190) προβλέπονται τα σχετικά με τη συγκρότηση της νέας Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ). Με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ίδιου νόμου προβλεπόταν τετράμηνη παράταση της θητείας των μελών της υπάρχουσας ΚΕΔ, η οποία έληξε στις 30.3.2020 μεοούσης της πανδημίας χωρίς να καταστεί δυνατή η συγκρότηση της νέας ΚΕΔ. Για τον λόγο αυτό παρατείνεται αναδρομικά η θητεία των μελών της ΚΕΔ μέχρι τη συγκρότηση νέας, το αργότερο δε μέχρι τις 30.6.2020.
Επί του άρθρου 4
Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας (ν. 590/1977, Α’ 146), ο Εισαγγελέας κοινοποιεί την αμετάκλητη δικαστική απόφαση λύσης ή ακύρωσης του γάμου στην αρμόδια Ιερά Μητρόπολη για την πνευματική λύση αυτού. Με τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση, προβλεπόταν ο αυτός τρόπος πνευματικής λύσης και για τον γάμο που λύεται σύμφωνα με το άρθρο 1441ΑΚ (Συναινετικό Διαζύγιο με Συμβολαιογραφική Πράξη, π.δ. 456/1984, Α’ 164), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4509/2017, ύστερα από έγγραφη συμφωνία των συζύγων η οποία βεβαιώνεται και επικυρώνεται με συμβολαιογραφική πράξη.
Ωστόσο, από τη συγκεκριμένη διάταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας (άρθρο 50) προκύπτει ότι η παραγγελία του Εισαγγελέα προς την αρμόδια Ιερά Μητρόπολη για την πνευματική λύση του γάμου είναι απαραίτητη μόνο στην περίπτωση που αυτός λύθηκε με δικαστική απόφαση. Ο Εισαγγελέας, ως ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός, καλείται να ελέγξει τη συνδρομή του όρου του αμετακλήτου της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης, που προκύπτει από το πιστοποιητικό περί μη άσκησης ένδικων μέσων και την τυχόν έκθεση του Γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου περί παραίτησης των συζύγων από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων.
Τέτοια ενέργεια από πλευράς του Εισαγγελέα δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση που ο γάμος λύνεται συναινετικά με συμβολαιογραφική πράξη, καθόσον η τελευταία δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση. Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση της συναφούς διάταξης προς την κατεύθυνση απλούστευσης μιας διαδικασίας, που ως είχε σήμερα στερούνταν σκοπιμότητας. Με την προτεινόμενη διάταξη, η πνευματική λύση του γάμου επέρχεται με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από πλευράς του έχοντος έννομο συμφέρον στην Ιερά Μητρόπολη, συνοδευόμενης από τη συμβολαιογραφική πράξη, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ενέργεια του Εισαγγελέα.
Επί του άρθρου 5
Με την προτεινόμενη τροποποίηση στην ισχύουσα διάταξη και την πρόβλεψη δυνατότητας αυτοδίκαιης παράτασης της θητείας του Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων της Εθνικής Σχολής Δικαστών σκοπείται η επίλυση του επανειλημμένα μέχρι σήμερα προκύψαντος προβλήματος να μην έχει ορισθεί ο αντικαταστάτης του Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων κατά τη λήξη της θητείας του στη Σχολή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παραμένει στη θέση του και να ασκεί τα καθήκοντά του άτυπα, προκαλώντας έτσι δυσλειτουργίες στη Σχολή.
Αναλυτικά οι προτεινόμενες διατάξεις
Άρθρο 1 Εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Κ.Π.Δ. (ν. 4620/2019 Α ’96) αντικαθίσταται ως εξής:
«Εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ορίζεται εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα εφετών. Έδρα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ορίζεται η Αθήνα».
2. Η παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το έργο των αρμόδιων για τα οικονομικά εγκλήματα εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που ορίζεται με πλήρη ή μερική απασχόληση από το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο.».
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 33 του Κ.Π.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο.».
4. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 33 του Κ.Π.Δ. καταργείται.
5. Το έβδομο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Π.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, θέτει την υπόθεση στο αρχείο.».
6. Το όγδοο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Π.Δ. καταργείται.
7. Η παρ. 1 του άρθρου 36 του Κ.Π.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά για την τέλεση πράξης που ανήκει στην αρμοδιότητά του, ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 και, εφόσον, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, κρίνει ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης, παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών την άσκηση ποινικής δίωξης.».
Άρθρο 2
Πρόσβαση στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων
1. Η πρόσβαση στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, γίνεται κατόπιν αυθεντικοποίησής τους μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) του ΝΣΚ, με την εισαγωγή στο ΟΠΣ των διαπιστευτηρίων που τους έχουν χορηγηθεί για την επαλήθευση της ταυτότητάς τους. Για την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων από χα μέλη του ΝΣΚ απαιτείται η χρήση προηγμένης ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Το ΟΠΣ του ΝΣΚ διαμορφώνεται κατά τρόπο που επιτρέπει τη διαλειτουργικότητά του με τα πληροφοριακά συστήματα των δικαστηρίων της χώρας και σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτουν τα συστήματα των δικαστηρίων.
2. Η διαδικασία της παρ. 1 ολοκληρώνεται με την αποστολή από το Πληροφοριακό Σύστημα του οικείου δικαστηρίου, στην ηλεκτρονική διεύθυνση που ο καταθέτων έχει δηλώσει ή στην ηλεκτρονική θυρίδα που έχει δημιουργηθεί στο Πληροφοριακό Σύστημα του δικαστηρίου, του αποδεικτικού κατάθεσης, το οποίο φέρει προηγμένη ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Με απόφαση του Προέδρου του ΝΣΚ που αναρτάται στην ιστοσελίδα του ΝΣΚ ορίζεται ο χρόνος έναρξης της σχετικής διαδικασίας πρόσβασης στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων.
Άρθρο 3
Παράταση της θητείας των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης
1. Η θητεία των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης (Κ.Ε.Δ.) που είχε ήδη παραταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4640/2019 ( Ά190), παρατείνεται εκ νέου μέχρι να συγκροτηθεί η νέα Κ.Ε.Δ., το αργότερο έως τις 30.6.2020.
2. Η διάταξη της παρ. 1 εφαρμόζεται αναδρομικά από τη λήξη της τετράμηνης παράτασης που προβλεπόταν στην παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4640/2019.
Άρθρο 4
Πνευματική λύση θρησκευτικού γάμου
Η παρ. 4 του άρθρου 22 του νόμου 4509/2017 (Α’ 201) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, ο έχων έννομο συμφέρον αιτείται την πνευματική λύση του από την Ιερά Μητρόπολη, στην οποία ανήκει ο Ιερός Ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Η σχετική αίτηση συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης που βεβαιώνει τη λύση του γάμου, με επιμέλεια του αιτούντος. Η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική.».
Άρθρο 5
Αυτοδίκαιη παράταση θητείας Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων Εθνικής Σχολής Δικαστών
Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3689/2008 (Α’ 164) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών συνιστάται θέση Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων. Διευθυντής Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων τοποθετείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει τουλάχιστον διετή ενεργό υπηρεσία. Παύει αυτοδικαίως να κατέχει τη θέση αυτή, αν στερηθεί με οποιονδήποτε τρόπο τη δικαστική ιδιότητα. Ορίζεται με μερική απασχόληση και μειωμένη άσκηση των καθηκόντων της κύριας θέσης για μία μόνο θητεία τριών ετών, η οποία παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από τον αντικαταστάτη του και πάντως όχι πέραν των σαράντα (40) ημερών, σε περίπτωση δε αποχώρησης του από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, συνεχίζει να κατέχει τη θέση μέχρι τη συμπλήρωση της θητείας του. Εφόσον ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Η περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 5 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.».
Δείτε αναλυτικά την τροπολογία.