ΑΠΟΦΑΣΗ
Uzbyakov κατά Ρωσίας της 05.05.2020 (αρ. προσφ. 71160/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υιοθεσία και οικογενειακή ζωή . Ο προσφεύγων, υπήκοος Ουζμπεκιστάν, είχε αποκτήσει με την σύντροφο του 5 παιδιά. Επειδή ζούσε παράνομα στη Ρωσία, το όνομα του, δεν αναγράφονταν ως πατέρας στα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών. Συνελήφθη και ενώ κρατούνταν προσωρινά, η σύντροφος του απεβίωσε και τα παιδιά του τέθηκαν υπό την κηδεμονία του κράτους. Στη συνέχεια τα 4 παιδιά φιλοξενήθηκαν από την θεία τους, αλλά το μικρότερο μόλις 14 μηνών, δόθηκε για υιοθεσία η οποία ολοκληρώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε δικαστικά βιολογικός πατέρας των παιδιών του, ωστόσο δεν κατάφερε να επιτύχει ανάκληση της υιοθεσίας για το μικρότερο παιδί του.
Κατά το Στρασβούργο τα κράτη έχουν θετική υποχρέωση ιδιαίτερης επιμέλειας όταν πρόκειται για ευαίσθητες περιπτώσεις υιοθεσίας ανήλικων παιδιών, η οποία συνίσταται στην εξέταση όλων των παραγόντων και την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των μερών και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.
Στην προκείμενη περίπτωση διαπίστωσε ότι, στο πρώτο στάδιο της υιοθεσίας το εγχώριο Δικαστήριο είχε υιοθετήσει μια πολύ φορμαλιστική προσέγγιση των λόγων της υιοθεσίας κάνοντας μία απλή αναφορά στην απουσία του ονόματος του πατέρα στο πιστοποιητικό γέννησης και δεν είχε λάβει μέτρα για να ενημερώσει τον προσφεύγοντα για τη διαδικασία, παρότι αυτός είχε κινήσει διαδικασίες αναγνώρισης πατρότητας στο ίδιο δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ επισήμανε επίσης ότι στη συζήτηση της αγωγής του προσφεύγοντος για ανάκληση της υιοθεσίας, τα δικαστήρια δεν εξέτασαν ποτέ τον ισχυρισμό του ότι η απόφαση τέλεσης της υιοθεσίας είχε παραβιάσει το νόμο, ένα επιχείρημα που είχε υποστηριχθεί από διάφορες δημόσιες αρχές.
Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν παραβιάσει την θετική τους υποχρέωση, να πραγματοποιήσουν σε βάθος εξέταση όλων των σχετικών παραγόντων προκειμένου να εξισορροπήσουν δίκαια τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων ατόμων. Έκρινε ότι υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος και επιδίκασε σε αυτόν ποσό 15.000 ευρώ για ηθική του βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Sergey Stanislavovich Uzbyakov, γεννήθηκε το 1976 και ζει στην Kurganovka (Ρωσία).
Ο προσφεύγων, που κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν, απέκτησε 5 παιδιά με την σύντροφο του που ονομάζεται OM, η δε μικρότερη κόρη τους η D., γεννήθηκε το 2009. Το ζευγάρι και τα παιδιά ζούσαν όλοι μαζί, αλλά επειδή ο προσφεύγων ζούσε παράνομα στη Ρωσία, το όνομά του δεν αναγράφονταν στα πιστοποιητικά γέννησης ως πατέρας.
Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2011 και κρατήθηκε προσωρινά μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τον Φεβρουάριο, η σύντροφός του απεβίωσε και τα παιδιά τέθηκαν υπό την φροντίδα του κράτους τον επόμενο μήνα. Τα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά τοποθετήθηκαν σε οικοτροφείο για ορφανά, αλλά η D., 14 μηνών, μεταφέρθηκε σε δομή φιλοξενίας για μικρά παιδιά.
Ο προσφεύγων πληροφορήθηκε το θάνατο της συντρόφου του τον Μάρτιο του 2011 και ξεκίνησε νομικές διαδικασίες για να αναγνωρίσει την πατρότητα του. Τον ίδιο μήνα η D. δόθηκε στην κηδεμονία των υποψήφιων θετών γονέων, οι οποίοι την πήραν στον τόπο κατοικίας τους, την πόλη Morshansk στην περιοχή Tambov. Τα άλλα παιδιά δόθηκαν προσωρινά στην θεία τους , αδερφή της μητέρας τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, το Επαρχιακό Δικαστήριο Morshanskiy της Περιφέρειας Tambov ενέκρινε την υιοθεσία της D. από το ζευγάρι που την είχε υπό αναδοχή. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η βιολογική μητέρα ήταν νεκρή, ότι το όνομα του πατέρα δεν εμφανίζονταν στο πιστοποιητικό γέννησης, ότι είχε μείνει χωρίς γονική μέριμνα και ότι είχε περάσει αρκετό χρόνο σε δομή φιλοξενίας για μικρά παιδιά . Δεν βρήκε κανένα εμπόδιο να εγκρίνει την υιοθεσία . Το δικαστήριο ενημερώθηκε επίσης ότι τα αδέλφια της D. βρίσκονταν στη φροντίδα ανάδοχης οικογένειας στην περιοχή Penza.
Η διαδικασία αναγνώρισης πατρότητας από τον προσφεύγοντα, η οποία ξεκίνησε ενώ ήταν ακόμη υπό κράτηση, είχε ως αποτέλεσμα το δικαστήριο της πόλης Kamenka της περιοχής Penza να τον αναγνωρίσει ως πατέρα των τεσσάρων άλλων παιδιών τον Απρίλιο του 2012 και να τα επιστρέψει σε αυτόν. Σε χωριστή διαδικασία για την D., προσφεύγων διαπίστωσε ότι είχε υιοθετηθεί και σώρευσε στην αξίωσή του για αναγνώριση πατρότητας και αυτή της ανάκλησης της υιοθεσίας. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η υιοθεσία εγκρίθηκε κατά παράβαση του νόμου και ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της D. Ειδικότερα, σύμφωνα με το νόμο, δεν επιτρέπεται ο χωρισμός των αδελφών και απαιτείται συναίνεση των γονέων. Η υπηρεσία κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφέρειας Kamenskiy και ένας εκπρόσωπος του Αντιπροσώπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Ρωσική Ομοσπονδία υποστήριξαν τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος.
Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του τον Οκτώβριο του 2012. Διαπίστωσε ότι όντως ήταν ο πατέρας της D., αλλά ότι η αναγνώριση της πατρότητάς του δεν είχε νόημα ελλείψει επιχειρημάτων για ανάκληση της απόφασης υιοθεσίας. Δεν βρήκε τέτοιου είδους επιχειρήματα βάσει του νόμου. Συγκεκριμένα, οι θετοί γονείς είχαν εκπληρώσει τις νομικές τους υποχρεώσεις και οι προϋποθέσεις ήταν κατάλληλες για την ανατροφή του παιδιού καθώς το ζευγάρι είχε οικονομική ευμάρεια, είχε μόνιμες θέσεις εργασίας και κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Όλα τα ένδικα μέσα του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την τελική απόφαση τον Ιούνιο του 2013.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων και η O.M. είχαν ζήσει μαζί για 17 χρόνια. Ήταν ο βιολογικός πατέρας όλων των παιδιών, και τα είχε φροντίσει και στηρίξει. Όσον αφορά την D., είχε επαφή μαζί της από την γέννηση της από την σύντροφό του στο νοσοκομείο και είχε ασχοληθεί με την ανατροφή της στο πρώτο έτος της ζωής της. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε δεσμός μεταξύ του προσφεύγοντος και της κόρης του από τη γέννηση που ισοδυναμούσε με «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια της Σύμβασης.
Θεώρησε ότι το αποφασιστικό ερώτημα ήταν αν οι εγχώριες αρχές είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα και επαρκή μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να αναμενόταν από αυτές, προκειμένου να επιτρέψουν στην D. να ζήσει μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή με τον βιολογικό πατέρα και τα αδέλφια της.
Αρχικές διαδικασίες υιοθεσίας
Ενώ η αρχική απόφαση για τη φροντίδα των παιδιών ήταν απαραίτητη κάτω από τις τότε συνθήκες, το Δικαστήριο αμφέβαλε ότι οι αρχές είχαν διαθέσει επαρκή χρόνο για να βεβαιωθούν ότι υπήρχε μια βιώσιμη εναλλακτική λύση έναντι της υιοθεσίας και, συγκεκριμένα, αν είχε συγγενείς για να την αναλάβουν.
Για παράδειγμα, το δικαστήριο που είχε αποφασίσει την υιοθεσία είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη των αδελφών της D. και ότι είχαν τοποθετηθεί σε άλλη ανάδοχη οικογένεια. Έτσι είχε ενημερωθεί για σημαντικά στοιχεία που θα έπρεπε να λάβει υπόψη. Θα μπορούσε να έχει λάβει πληροφορίες σχετικά με τον προσφεύγοντα και τους δεσμούς του με την D. από την αδελφή της εκλιπόντος συντρόφου του ή από τα άλλα παιδιά.
Επιπλέον, ο προσφεύγων είχε ασκήσει ένδικα μέσα για να αποδείξει την πατρότητα του. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2011 είχε υποβάλει αγωγή στην οποία είχε αναφέρει τα ονόματα των πέντε παιδιών του και τις ημερομηνίες γέννησής τους στο ίδιο δικαστήριο που είχε εκδώσει τελικά την απόφαση της υιοθεσίας της κόρης του D. Το δικαστήριο αυτό είχε υιοθετήσει μια πολύ φορμαλιστική προσέγγιση, περιορίζοντάς την απόφασή του σε μια απλή αναφορά στο πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού, όπου απουσίαζαν οι πληροφορίες για τον πατέρα τους, και σημειώνοντας ότι οι υποψήφιοι θετοί γονείς πληρούσαν τις απαιτήσεις του νόμου. Δεν είχε λάβει μέτρα για να ενημερώσει τον προσφεύγοντα για τη διαδικασία, πόσο μάλλον για να βεβαιωθεί ότι ακούστηκε, παρά τη σοβαρή φύση του εν λόγω μέτρου.
Το Δικαστήριο έκρινε επομένως ότι οι εγχώριες αρχές είχαν δείξει σοβαρή έλλειψη επιμέλειας κατά τη διαδικασία της υιοθεσίας. Αμφισβήτησε επίσης εάν η υιοθεσία ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον της D. αφού την οδήγησε σε χωρισμό από τον βιολογικό της πατέρα σε πολύ νεαρή ηλικία αλλά και από τα αδέλφια της.
Διαδικασία πατρότητας και αίτημα ανάκλησης υιοθεσίας
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στη διαδικασία αυτή, ο μόνος λόγος για την άρνηση των δικαστηρίων να αναγνωρίσουν επίσημα την πατρότητα του προσφεύγοντος ήταν, στην ουσία, το γεγονός ότι η κόρη του είχε ήδη υιοθετηθεί από τρίτους και ότι δεν υπήρχαν επίσημα επιχειρήματα για την ανάκληση της υιοθεσίας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεδομένης της μεγάλης ποικιλίας πιθανών οικογενειακών καταστάσεων, το βέλτιστο συμφέρον ενός παιδιού δεν μπορούσε να προσδιοριστεί από μια γενική νομική υπόθεση και ότι μια δίκαιη εξισορρόπηση των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκόμενων ατόμων απαιτούσε μια εξέταση των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε μίας περίπτωσης.
Επισήμανε ότι η κατάσταση που αντιμετωπίζει ο προσφεύγων ως προς την υιοθεσία της κόρης του δημιουργήθηκε από τις ίδιες τις αρχές μετά από διαδικασίες που ήσαν ανεπαρκείς και οι οποίες αποκάλυψαν σοβαρή έλλειψη επιμέλειας. Ωστόσο, τα δικαστήρια δεν εξέτασαν ποτέ τον ισχυρισμό του ότι η απόφαση τέλεσης της υιοθεσίας είχε παραβιάσει το νόμο, ένα επιχείρημα που είχε υποστηριχθεί από διάφορες δημόσιες αρχές.
Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η απουσία βάσει του νόμου των επίσημων λόγων για την ανάκληση της απόφασης υιοθέτησης ήταν «επαρκής» εκτίμηση για να δικαιολογήσει την άρνηση των δικαστηρίων να αναγνωρίσουν την πατρότητά του και να ανακαλέσουν την απόφαση υιοθεσίας. Ούτε το χρονικό διάστημα που ήταν με την ανάδοχη οικογένειά της, 18 μήνες, ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της δυνατότητας επανένωσης της με τη βιολογική της οικογένεια. Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν περίμενε αδικαιολόγητα πολύ καιρό πριν λάβει μέτρα με σκοπό να εξασφαλίσει την οικογενειακή του ζωή με τα παιδιά του, συμπεριλαμβανομένου της D.
Ούτε οι εγχώριες αρχές εξέτασαν μέτρα που θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν τυχόν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στο παιδί με την επιστροφή της στη φυσική της οικογένεια, για παράδειγμα, αποκαθιστώντας σταδιακά την επαφή μεταξύ τους. Οι σχετικές διαφορές στην οικονομική κατάσταση μεταξύ της θετής οικογένειας και του προσφεύγοντος δεν ήταν επίσης επαρκείς λόγοι για να απορρίψουν τους ισχυρισμούς του.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες αρχές είχαν παραβιάσει το καθήκον τους («θετική υποχρέωση»), διότι δεν είχαν πραγματοποιήσει σε βάθος εξέταση όλων των σχετικών παραγόντων προκειμένου να εξισορροπήσουν δίκαια τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων ατόμων λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Αυτό ισοδυναμούσε με παράλειψη σεβασμού της οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος και παραβίαση του άρθρου 8
Δίκαιη ικανοποίηση : Το ΕΔΔΑΣ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.850 ευρώ για δικαστική δαπάνη (επιμέλεια echrcaselaw.com).