Στα 9 τρισ. δολάρια έχει ήδη εκτιναχθεί το άθροισμα του πρώτου και του δεύτερου γύρου μέτρων κάθε είδους που επιστράτευσαν οι κυβερνήσεις των χωρών ανά τον κόσμο. Ο λόγος, για τα μέτρα που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να θωρακίσουν τις χειμαζόμενες οικονομίες τους από τον συντριπτικό αντίκτυπο της πανδημίας και της συνεπακόλουθης αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας. Στο ποσό αυτό, που προέρχεται βέβαια από τα χρήματα των φορολογουμένων, καταλήγουν οι Μπράιαν Μπάτερσμπι, Ραφαέλ Λαμ και Ελίφ Τιουρ, συνεργάτες του ΔΝΤ, που δημοσίευσαν τα πορίσματα σχετικής έρευνάς τους σε ιστολόγιο του Ταμείου, όπου εκφράζονται ανεξάρτητες απόψεις στελεχών του και συνεργατών του.
Οπως υπογραμμίζουν οι τρεις οικονομολόγοι, στο ποσό αυτό έχουν συνεκτιμήσει το δεύτερο κύμα μέτρων που αναγκάστηκαν να επιστρατεύσουν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο βλέποντας την πανδημία να συνεχίζεται και την επιστροφή σε πλήρη οικονομική δραστηριότητα να είναι ακόμη μακριά.
Κατέληξαν, έτσι, σε ένα άθροισμα δαπανών κατά 1 τρισ. δολάρια μεγαλύτερο από την αρχική εκτίμησή τους πριν από μόλις ένα μήνα. Μελετώντας διεξοδικά τις δαπάνες που έχουν έως τώρα αποφασιστεί για «ενέσεις» ρευστότητας και στήριξη εισοδημάτων, αναφέρουν πως η άμεση δημοσιονομική στήριξη που έχουν χορηγήσει κυβερνήσεις ανά τον κόσμο υπολογίζεται έως τώρα σε 4,4 τρισ. δολάρια. Σε αυτές τις δαπάνες προστίθεται, όμως, η περαιτέρω στήριξη από τον δημόσιο τομέα υπό τη μορφή δανείων, «ενέσεων» κεφαλαίου, εγγυήσεων και άλλων μέτρων, που αγγίζουν τα 4,6 τρισ. δολάρια παγκοσμίως.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή του ιλιγγιώδους αυτού ποσού, οι τρεις οικονομολόγοι παραθέτουν επιμέρους στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, την απόφαση που έλαβε η αμερικανική κυβέρνηση στις 23 Απριλίου να χορηγήσει στην οικονομία δεύτερο πακέτο στήριξης ύψους 483 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, η Ιαπωνία αποφάσισε στις 20 Απριλίου να επεκτείνει το πρόγραμμα ενίσχυσης του εισοδήματος των ιαπωνικών νοικοκυριών. Ενώ αρχικά η ενίσχυση συνοδευόταν από συγκεκριμένους όρους, γενίκευσε το πρόγραμμα ώστε να τη δικαιούνται όλα ανεξαιρέτως τα νοικοκυριά της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν κατά 83 δισ. δολάρια οι δαπάνες της κυβέρνησης Αμπε, που στοχεύουν αποκλειστικά και μόνον στον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Σε ανάλογες κινήσεις προέβησαν, άλλωστε, τις ίδιες εκείνες ημέρες τόσο η Γαλλία όσο και η Νότια Κορέα, με επιταγές που χορήγησαν άμεσα στα νοικοκυριά των δύο χωρών.
Μέχρι το τέλος Απριλίου, το μεγαλύτερο μέρος από τα 9 τρισ. δολάρια και συγκεκριμένα τα 8 τρισ. δολάρια αφορούν δέσμες μέτρων που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών του G20, εν ολίγοις ανεπτυγμένων οικονομιών και αναδυόμενων αγορών. Οι άμεσες δαπάνες και η στήριξη εισοδημάτων στις χώρες του G20 έφθασαν κατά μέσον όρο σε επίπεδα αντίστοιχα με το 4,5% του ΑΕΠ τους. Πρόκειται, εν ολίγοις, για δαπάνες που έχουν ήδη υπερβεί όσες χορήγησαν για παρόμοιους λόγους οι κυβερνήσεις εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι τρεις οικονομολόγοι του ΔΝΤ διαπιστώνουν πως τα δημοσιονομικά μέτρα ποικίλλουν, όπως επίσης ποικίλλουν και οι επιπτώσεις τους στη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών και στο ύψος του χρέους τους. Οπως τονίζουν, οι εκτιμήσεις τους επικεντρώθηκαν στις δαπάνες και δεν συμπεριέλαβαν μέτρα όπως η παράταση στο χρονοδιάγραμμα καταβολής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Και ο λόγος είναι ότι τα μέτρα αυτά συνεπάγονται απλώς μια προσωρινή καθυστέρηση στην είσπραξη των εσόδων που θα συγκεντρωθούν στο μέλλον και πιθανώς στη διάρκεια του ίδιου δημοσιονομικού έτους. Επέλεξαν, άλλωστε, να καταχωρίσουν ανεξάρτητα τις χορηγήσεις δανείων από το κράτος και τις «ενέσεις» κεφαλαίου που έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ισολογισμούς των κυβερνήσεων, αλλά και τις εγγυήσεις των κρατών καθώς αυτές συνεπάγονται ανάληψη ρίσκου από τις κυβερνήσεις, αν και όταν πραγματικά χρειαστούν και κληθεί να τις καλύψει πραγματικά το κράτος.