Της Ελευθερίας Κούρταλη
Σε αντίθεση με την περίοδο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Capital Economics δεν εκτιμά ότι θα υπάρξει μια ευρεία τάση λιτότητας για τη μείωση του δημόσιου χρέους διεθνώς την “επόμενη ημέρα” μετά την πανδημία. Παρ ‘όλα αυτά, η λιτότητα θα συνεχίσει να εφαρμόζεται σε μερικές χώρες, κυρίως στις αναδυόμενες αγορές, ενώ σε κάποιες χώρες ενδέχεται να εξακολουθήσουν να σημειώνονται αυξήσεις φόρων για τη χρηματοδότηση των υψηλότερων δαπανών για την υγεία και τη στήριξη των πιο αδύναμων.
Ο όρος λιτότητα χρησιμοποιείται συχνά για τις περικοπές δαπανών από την κυβέρνηση, αλλά στην ανάλυσή της η Capital Economics με τον όρο αυτό αναφέρεται σε τυχόν μέτρα (δηλαδή αύξηση φόρων καθώς και περικοπές δαπανών) που θα ληφθούν για τη μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος του προϋπολογισμού. Ήδη υπάρχουν φόβοι για αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών για να “πληρωθούν” τα μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα που έχουν ξεκινήσει οι κυβερνήσεις. Εάν συμβεί αυτό, η λιτότητα θα θέσει σημαντικά εμπόδια στην ανάκαμψη η οποία αναμένεται μετά την άρση των lockdowns, όπως σημειώνει η Capital Economics.
Ωστόσο, δεν θεωρεί πως είναι πιθανός ένας νέος εκτεταμένος γύρος λιτότητας διεθνώς. Η πανδημία θα οδηγήσει σε απότομη και προσωρινή αύξηση του δημόσιου χρέους, αλλά, δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων, οι κυβερνήσεις μπορούν γενικά να την “αντέξουν”. Βεβαίως, υπάρχει ο κίνδυνος η κρίση να οδηγήσει επίσης σε μόνιμα μεγαλύτερα ελλείμματα και επιδείνωση της πορείας του δείκτη χρέους.
Επίσης, οι κυβερνήσεις έχουν πλέον περισσότερη εμπιστοσύνη από ό,τι στο παρελθόν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα “ανεχτούν” υψηλότερα βάρη χρέους. Η δικαιολογία για τα προηγούμενα επεισόδια λιτότητας, συμπεριλαμβανομένης αυτής μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ήταν ότι αξίζει ο κόπος ενός βραχυπρόθεσμου πόνου ώστε να αποφευχθεί η απότομη αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και το υψηλότερο κόστος δανεισμού που θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία στη συνέχεια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι οι αγορές ομολόγων δεν διαταράσσονται από τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους.
Η λιτότητα που παρατηρήθηκε επίσης μετά την οικονομική κρίση δεν πήγε και τόσο… καλά, επισημαίνει η Capital Economics. Πολλές χώρες εφάρμοσαν μέτρα λιτότητας σε μία στιγμή που η οικονομία τους ήταν ήδη πολύ αδύναμη. Αν και κανείς δεν ξέρει τι θα συνέβαινε χωρίς λιτότητα, ωστόσο, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είχε γενικά μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ καθώς και βραδύτερο αντίκτυπο στο δημοσιονομικό έλλειμμα από το αναμενόμενο.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, τα συστατικά για μια “επιτυχημένη” δημοσιονομική λιτότητα δεν υπάρχουν. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει περιθώριο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Όμως, οι εργαλειοθήκες των κεντρικών τραπεζών έχουν εξαντληθεί και υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με την αποτελεσματικότητα των όπλων που έχουν απομείνει. Επίσης, το οικονομικό σκηνικό πρέπει να είναι ισχυρό. Ωστόσο, αυτό φαίνεται απίθανο δεδομένου του χτυπήματος της πανδημίας στις οικονομίες διεθνώς. Στην τρέχουσα κρίση όλες οι χώρες θα δουν μια απότομη αύξηση του χρέους του δημόσιου τομέα, όποτε δεν θα αφορά μόνο “μεμονωμένες” οικονομίες. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι περισσότερες χώρες είναι απίθανο να εξετάσουν την εφαρμογή λιτότητας προτού ανακάμψουν πλήρως οι οικονομίες τους.
Επιπλέον, είναι πιθανό να υπάρχει σημαντική αντίσταση των ψηφοφόρων σε περισσότερες περικοπές δαπανών. Αυτό αντανακλά εν μέρει τα σημάδια από την τελευταία περίοδο λιτότητας. Η οικονομική ζημία είχε ως αποτέλεσμα ένα κύμα κατά της λιτότητας που οδήγησε στην πτώση κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Επίσης, η κρίση λόγω πανδημίας θα οδηγήσει σε πιέσεις προς τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν περισσότερο, όχι λιγότερο. Όχι μόνο θα απαιτηθούν σημαντικές αυξήσεις στη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, αλλά οι κυβερνήσεις ενδέχεται επίσης να τεθούν υπό πίεση να μετατρέψουν ορισμένα από τα υποτιθέμενα προσωρινά μέτρα σε πιο μόνιμα μέτρα.
Οι υποψήφιοι για λιτότητα προσεχώς
Έτσι, η Capital Economics δεν εκτιμά ότι θα υπάρξει ένα διεθνές κύμα λιτότητας μετά την πανδημία. Ωστόσο, κάποιες χώρες μπορεί να αναγκαστούν να την επιβάλλουν. Αυτό αφορά χώρες όπου οι δείκτες χρέους δεν είναι βιώσιμοι και το κόστος λιτότητας θεωρείται πιο “εύπεπτο” από εκείνο που σχετίζεται με τις εναλλακτικές λύσεις όπως η χρεοκοπία.
Μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, η Capital Economics θεωρεί πως η επιβολή λιτότητας μετά την πανδημία θα αφορά τη Βραζιλία, το Μεξικό και τη Νότια Αφρική. Επίσης, ενώ τα επίπεδα χρέους στις ανεπτυγμένες αγορές φαίνονται γενικά βιώσιμα, η Ιταλία και πιθανώς η Ελλάδα να αποτελέσουν εξαιρέσεις. Και ορισμένες άλλες χώρες της ευρωζώνης όπου ο δείκτης χρέους βρίσκεται σε βιώσιμη πορεία μπορεί, ωστόσο, να θέλουν να επιταχύνουν τον ρυθμό μείωσης του χρέους το οποίο θα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Έτσι, αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να είναι πιθανοί υποψήφιοι για λιτότητα – αν και δεδομένου ότι η Ιταλία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν ήδη πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, η περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει πολιτική και κοινωνική αντίσταση.
Γενικότερα, όπως τονίζει η Capital Economics, είναι αυτονόητο πως οι χώρες που αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωπες με λιτότητα θα είναι εκείνες που θα σημειώσουν την πιο αργή ανάκαμψη από την ύφεση που προκαλεί η πανδημία.