ΑΠΟΦΑΣΗ
Azerkane κατά Ολλανδίας της 02.06.2020 (αρ.προσφ. 3138/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απέλαση μετανάστη που ζούσε με τους γονείς του. Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Μη παραβίαση.
Αποτελεί δικαίωμα κάθε κράτους ο έλεγχος των συνόρων του και η άσκηση μεταναστευτικής πολιτικής. Ο προσφεύγων είναι μαροκινός υπήκοος που ζούσε από την γέννηση του με την πατρική οικογένεια του, στο Ρότερνταμ Ολλανδίας. Απελάθηκε και εκδόθηκε σε βάρος του απαγόρευση εισόδου στην χώρα γιατί από ανήλικος αλλά και μετά την ενηλικίωση του, είχε καταδικαστεί για σοβαρά αδικήματα, όπως κλοπή, οπλοφορία και οπλοκατοχή.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι, απαιτούνται πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογήσουν την απέλαση εγκατεστημένων μεταναστών που ζουν με την οικογένεια τους, και τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του ατόμου που προστατεύονται από τη Σύμβαση αφενός και των συμφερόντων της κοινότητας από την άλλη.
Ωστόσο το ΕΔΔΑ στην υπό κρίση περίπτωση διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ήταν επικίνδυνος για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, και η απαγόρευση εισόδου δεν ήταν τόσο δυσμενής για αυτόν, καθόσον είχε δεσμούς με το Μαρόκο, γνώριζε τη γλώσσα και διέθετε κατοικία για να ζήσει. Κατά συνέπεια έκρινε ότι οι εθνικές αρχές με την απέλαση και την απαγόρευση εισόδου επέτυχαν μία δίκαιη ισορροπία.
Δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της οικογενειακής του ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Khalid Azerkane, είναι Μαροκινός υπήκοος, γεννήθηκε το 1993 και ζει στο Ρότερνταμ (Ολλανδία). Έχει ζήσει όλη του τη ζωή στις Κάτω Χώρες, όπου επίσης παρακολούθησε το σχολείο. Οι γονείς και τα αδέλφια του έχουν είτε ολλανδική υπηκοότητα είτε άδεια παραμονής.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του σχετικά με αποφάσεις ανάκλησης της άδειας παραμονής του στις Κάτω Χώρες και την επιβολή απαγόρευσης εισόδου.
Τον Οκτώβριο του 2013, ο Αναπληρωτής Υπουργός Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ανακάλεσε την άδεια παραμονής του προσφεύγοντος, επέβαλε 10ετή απαγόρευση εισόδου και τον ενημέρωσε ότι έπρεπε οικειοθελώς να αναχωρήσει από τη χώρα άμεσα, θεωρώντας τον απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια λόγω σωρείας καταδικαστικών αποφάσεων.
Οι καταδίκες περιελάμβαναν επίθεση, κλοπές και ενδοοικογενειακή βία, όταν ο προσφεύγων ήταν ανήλικος και ένοπλη ληστεία αφού είχε γίνει 18 ετών για την οποία εξακολουθεί να εκτίει ποινή φυλάκισης 3 ετών. Στην εν λόγω απόφαση και σε μια άλλη απορριπτική της ένστασης του προσφεύγοντος, ο Αναπληρωτής Υπουργός αποδέχθηκε ότι διατηρούσε οικογενειακούς δεσμούς με τους γονείς του στις Κάτω Χώρες, αλλά θεώρησε ότι διατηρούσε επίσης δεσμούς με το Μαρόκο, από όπου προήλθαν αρχικά οι γονείς του, ότι είχε επισκεφτεί τη χώρα, διέμεναν εκεί μέλη της οικογένειάς του και θα μπορούσε να μείνει μόνος του, παρά τους ισχυρισμούς ότι έπασχε από μικρή διανοητική αναπηρία.
Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τις αποφάσεις του Υπουργού στα εθνικά δικαστήρια, χωρίς επιτυχία. Η τελική απόφαση εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2015. Στη συνέχεια καταδικάστηκε για άλλα αδικήματα, που αφορούσαν κυρίως την παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων, τον Μάιο του 2016, και στη συνέχεια τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 2018.
Μεταξύ 2014 και 2018, οι ολλανδικές αρχές προσπάθησαν ανεπιτυχώς να λάβουν ταξιδιωτικό έγγραφο για τον προσφεύγοντα από το προξενείο του Μαρόκου στο Ρότερνταμ, αλλά, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες, δεν εκδόθηκε τέτοιο.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για τις αποφάσεις ανάκλησης της άδειας παραμονής του και για την επιβολή απαγόρευσης εισόδου στη χώρα, υποστηρίζοντας ότι στηρίζονταν στους γονείς του, που ζούσαν στην Ολλανδία, και ότι οι δεσμοί του με το Μαρόκο ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένα κράτος δικαιούται, στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου να ελέγχει την είσοδο αλλοδαπών στην επικράτειά του και τη παραμονή τους εκεί. Για το σκοπό αυτό έχει την εξουσία να απελάσει αλλοδαπούς που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα. Η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα ενός αλλοδαπού να εισέλθει ή να παραμείνει σε μια συγκεκριμένη χώρα και, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη, τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν την εξουσία να απελάσουν έναν αλλοδαπό που έχει καταδικαστεί για εγκλήματα. Ωστόσο, μια παρέμβαση στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή ενός ατόμου μπορεί να παραβιάσει το άρθρο 8 της Σύμβασης, εκτός εάν δικαιολογείται από μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη και, ιδίως, ανάλογα με τον θεμιτό στόχο που επιδιώκει υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι οι αποφάσεις ανάκλησης της άδειας παραμονής του προσφεύγοντος και επιβολής απαγόρευσης εισόδου σε αυτόν παραβίασαν το δικαίωμά του για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής.
Στη νομολογία του σε περιπτώσεις μετανάστευσης, το Δικαστήριο έχει νομολογήσει, κατά γενικό κανόνα, ότι οι σχέσεις μεταξύ ενήλικων συγγενών δεν προσελκύουν απαραίτητα την προστασία του άρθρου 8 χωρίς περαιτέρω στοιχεία εξάρτησης που περιλαμβάνουν περισσότερα από τους φυσιολογικούς συναισθηματικούς δεσμούς. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η σχέση του προσφεύγοντος με τους γονείς του αποτελούσε οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
(i) Γενικές αρχές
Σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, όπου το άτομο που πρόκειται να απελαθεί και να απαγορευτεί η επανείσοδος του για ορισμένη διάρκεια δεν έχει ιδρύσει ακόμη δική του οικογένεια, τα σχετικά κριτήρια είναι:
α) η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον προσφεύγοντα, β) ο χρόνος που πέρασε από τη διάπραξη του αδικήματος και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γ) η διάρκεια της παραμονής του προσφεύγοντος στη χώρα από την οποία πρόκειται να απελαθεί, δ) η σταθερότητα των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικογενειακών δεσμών με τη χώρα υποδοχής και με τη χώρα προορισμού και ε) η διάρκεια της απόφασης για απαγόρευση εισόδου
Επιπλέον, για έναν εγκατεστημένο μετανάστη που έχει περάσει νόμιμα όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας στη χώρα υποδοχής, απαιτούνται πολύ σοβαροί λόγοι για να δικαιολογήσουν την απέλαση.
Τέλος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της ανάγκης παρέμβασης, αλλά αυτό συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή εποπτεία. Το καθήκον του Δικαστηρίου συνίσταται στην εξακρίβωση του κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα επιτυγχάνουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών συμφερόντων, δηλαδή των δικαιωμάτων του ατόμου που προστατεύονται από τη Σύμβαση αφενός και των συμφερόντων της κοινότητας από την άλλη.
Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα υπόθεση
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο σημειώνει, καταρχάς, ότι, πριν από την ηλικία των δεκαοκτώ, ο προσφεύγων είχε ήδη συγκεντρώσει τρεις ποινικές καταδίκες.
Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με τις εγχώριες αρχές ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Το Δικαστήριο αποδέχεται ότι οι δεσμοί του προσφεύγοντος με το Μαρόκο είναι περιορισμένοι. Παρ ‘όλα αυτά, και παρόλο που το Δικαστήριο δεν θα ήθελε να υποτιμήσει τις πρακτικές δυσκολίες που θα του επέτρεπε να εγκατασταθεί στο Μαρόκο, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να δείχνουν ότι θα ήταν αδύνατο ή εξαιρετικά δύσκολο να το πράξει. Συγκεκριμένα, δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι ο προσφεύγων δεν θα ήταν σε θέση να φροντίσει τον εαυτό του λόγω της ήπιας πνευματικής του αναπηρίας. Από την άποψη αυτή, παρατηρείται ότι ο προσφεύγων φαίνεται να είχε καλή απόδοση στο σχολείο πριν εγκαταλείψει και ότι εργάστηκε επίσης σε τηλεφωνικό κέντρο για κάποιο χρονικό διάστημα. Σημειώνεται επίσης ότι ο προσφεύγων ανατράφηκε από γονείς που γεννήθηκαν στο Μαρόκο, ότι μιλάει τη διάλεκτο Berber – τη γλώσσα ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού του Μαρόκου – και ότι υπάρχει οικία για να μείνει εκεί, ακόμα κι αν αυτή χρειάζεται επισκευές, δεν προέβαλε κανένα τεκμηριωμένο επιχείρημα που να θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα της οικογένειάς του να τον επισκεφτεί στο Μαρόκο και να παραμείνει σε επαφή μέσω τηλεφώνου και Διαδικτύου.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η απαγόρευση εισόδου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα έχει ακόμη πιο εκτεταμένες συνέπειες από την ανάκληση της άδειας μόνιμης παραμονής του, καθιστώντας αδύνατη την πραγματοποίηση ακόμη και σύντομων επισκέψεων στις Κάτω Χώρες για όσο διάστημα έχει εκδοθεί η απόφαση.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, απαιτούνται πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογήσουν την απέλαση εγκατεστημένων μεταναστών. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν έχει καμία αμφιβολία ότι τα επίμαχα μέτρα θα έχουν πολύ σοβαρό αντίκτυπο στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος, δεδομένης της διάρκειας παραμονής του στις Κάτω Χώρες και των περιορισμένων δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του. Εντούτοις, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον επίμονο και σοβαρό χαρακτήρα της προσβολής του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές εν προκειμένω επέτυχαν μια δίκαιη ισορροπία, καθώς η απέλαση και ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος από τις Κάτω Χώρες ήταν ανάλογες προς τους επιδιωκόμενους στόχους και επομένως απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής (άρθρου 8) στην περίπτωση απέλασης του προσφεύγοντος και εφαρμογής της απαγόρευσης εισόδου (επιμέλεια echrcaselaw.com).