Με την υπ’ αριθμ. 1258/2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ζ Ποινικό) απέρριψε αίτηση αναίρεσης λόγω της μη τήρησης της υποχρέωσης προκαταβολής εισφορών προς τον Δικηγορικό Σύλλογο.
Απόσπασμα της απόφασης
Το άρθρο 61 του Ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων” ορίζει στις παρ. 1 και 4, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παρ. 8 εδ. α’ και γ’ του Ν. 4205/2013, ότι: “1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων …. υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III (τέτοια περίπτωση αποτελεί, κατά το Παράρτημα τούτο, και η άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων Πλημμελειοδικείου και Εφετείου ενώπιον του Αρείου Πάγου). 4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράσταση του κατά τη συζήτηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη”.
Η προκαταβολή αυτή, για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ’ αποφάσεων Πλημμελειοδικείου και Εφετείου, υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα 1 κεφάλαιο Α αρ.1 στροιχ. 9 περ. α’ Ν. 4194/2013 επί ποσού αμοβής 534 ευρώ, οφείλεται δε (για την ταυτότητα του νομικού λόγου) και για την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, εφόσον για την περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται διαφορετικό ποσό, ενώ για την υποβολή υπομνήματος επί αίτησης αναίρεσης η εν λόγω προκαταβολή υπολογίζεται, κατά την περ. δ’, επί ποσού αμοιβής 406 ευρώ. Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις αυτές, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 του ΚΠοινΔ.
[..] Περαιτέρω, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ΝΔ 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ένδικου μέσου, αφού απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει τη σχετική διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνο οι τιθέμενοι περιορισμοί και οι τιθέμενες προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Έτσι, οι πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο (ΟλΣτΕ 1858/2015).
[..] Όμως, για την άσκηση της εν λόγω αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν προσκόμισε το επιβαλλόμενο από τις πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών επί ποσού (αμοιβής) 534 ευρώ, όπως προβλέπεται για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ’ απόφασης Εφετείου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αλλά προσκόμισε το μη κανονικό (ελλιπές ως προς το ποσό) υπ’ αρ. γραμμάτιο …/2019, που αντιστοιχεί σε ποσό (αμοιβής) 406 ευρώ.
Έτσι, όμως, δεν τηρήθηκαν οι ως άνω επιβαλλόμενες νόμιμες διατυπώσεις για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, αφού η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης κατάθεσης του σχετικού γραμματίου καταβολής των εισφορών για την κατάθεση αυτής δεν αποτελεί, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, τυπική παράλειψη που μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης.
Με τα δεδομένα αυτά και, εφόσον οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων δεν προσκρούουν στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη τήρησης της προαναφερθείσας νόμιμης διατύπωσης , η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 παρ. 1. ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ), μειωμένη σύμφωνα με το άρθρ. 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο areiospagos.gr