Μια δεύτερη μείωση της προκαταβολής φόρου το 2021, «μπόνους» σε όσες επιχειρήσεις πραγματοποιήσουν επενδύσεις τον επόμενο χρόνο, εξετάζει η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να τονώσει την ανάκαμψη και να καλύψει το ταχύτερο δυνατό η οικονομία το χαμένο έδαφος του 2020.
Μια γενναία μείωση της προκαταβολής φόρου των επιχειρήσεων είναι από τα πρώτα μέτρα φοροελαφρύνσεων που αναμένεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση, αφού άλλωστε την έχει προαναγγείλει και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στις 20 Μαΐου. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει πει, μάλιστα, διευκρινιστικά ότι αυτή θα αφορά επιχειρήσεις με μείωση τζίρου πάνω από ένα ποσοστό το τρίμηνο Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και το ύψος της μείωσης θα προσδιοριστεί τον Ιούλιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες από υψηλόβαθμη πηγή του οικονομικού επιτελείου, από τη δεξαμενή αυτή των επιχειρήσεων που θα ευνοηθούν φέτος με τη μείωση της προκαταβολής του φόρου του 2021, όσες πραγματοποιήσουν επενδύσεις εξετάζεται να έχουν μειωμένη προκαταβολή και για τον φόρο του 2022, που θα πληρώσουν το 2021.
Η μείωση της προκαταβολής φόρου είχε συζητηθεί να χρηματοδοτηθεί από την επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (SMPs και ΑNFAs), εφόσον άλλαζε η χρήση τους από την εξόφληση του χρέους σήμερα, στις επενδύσεις. Η αλλαγή, όμως, αυτή δεν έχει εγκριθεί ακόμη από τις Βρυξέλλες και παραπέμπεται για το φθινόπωρο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εξάλλου, ο κ. Σταϊκούρας εκτιμά ότι ακόμη κι αν περάσει η αλλαγή χρήσης, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι Ευρωπαίοι θα δεχθούν να διατεθούν τα κονδύλια γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο ίδιος μιλάει για αξιοποίησή τους σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, χωρίς να το εξειδικεύει.
Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για τις φοροελαφρύνσεις γίνονται ούτως ή άλλως σε επισφαλές έδαφος, αφού δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί ο δημοσιονομικός χώρος που θα είναι διαθέσιμος γι’ αυτόν τον σκοπό. Πηγές του οικονομικού επιτελείου παραπέμπουν στο φθινόπωρο, όταν θα είναι πιο προβλέψιμο το μέγεθος της ύφεσης, αλλά και πιο σαφές το μέγεθος και οι προοπτικές αξιοποίησης του ευρωπαϊκού πακέτου ανάκαμψης Next Generation EU.
Με δεδομένο ότι το πακέτο των επιδοτήσεων για την Ελλάδα θα είναι 22,5 δισ. ευρώ, μιλάμε για σχεδόν 6 δισ. ευρώ τον χρόνο, σημειώνουν οι πηγές, οπότε αν χαθεί ακόμη κι ένα τρίμηνο, θα χαθεί 1,5 δισ. ευρώ, αλλάζοντας δραστικά τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Πηγή ανησυχίας για την κυβέρνηση αποτελεί, εξάλλου, το ποιες θα είναι οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της χώρας για τον επόμενο χρόνο. Θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν θα επιστρέψει, αλλά δεν είναι επίσης καθόλου σαφές αν η πλήρης άρση των περιορισμών που ίσχυσε για φέτος θα επαναληφθεί, ή θα τεθούν άλλου είδους κανόνες. Προς το παρόν, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ εξέφρασε την ελπίδα η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας να εφαρμοστεί και το 2021.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση πηγών του υπουργείου Οικονομικών, ένα σενάριο για το 2021 είναι να τεθεί κάποιος περιορισμός ως προς το διαρθρωτικό έλλειμμα, ώστε να συνυπολογίζονται οι επιπτώσεις της ύφεσης λόγω κορωνοϊού στα μεγέθη του προϋπολογισμού, καθώς και το παραγωγικό κενό.
Ο κ. Σταϊκούρας είπε την Τρίτη στο CNBC ότι η Ελλάδα θα διαπραγματευθεί τους στόχους του 2021. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος της κυβέρνησης ανεξαρτήτως κορωνοϊού, προκειμένου να εξασφαλίσει δημοσιονομικό χώρο για φοροελαφρύνσεις. Εκτιμάται, πάντως, ότι ο κ. Σταϊκούρας θα περιμένει πρώτα μήπως λυθεί το πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί να υποβάλει η Ελλάδα δικό της αίτημα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και μικρότεροι περιορισμοί από τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ ίσως βάλουν φρένο στα κυβερνητικά σχέδια, αν σκεφτεί κανείς ότι φέτος προβλέπεται από την ίδια την κυβέρνηση να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ.
Η εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων δεν αποκλείεται, άλλωστε, να συνδεθεί τελικά με κάποιον τρόπο με την αξιοποίηση των κονδυλίων του Next Generation EU, προκειμένου να ικανοποιηθούν και τα κράτη οπαδοί της «λιτότητας» και να υπάρξει συμφωνία στο πακέτο.
Εκτός από τη μείωση προκαταβολής φόρου, στα άμεσα σχέδια φοροελαφρύνσεων της κυβέρνησης είναι η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, για την οποία υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών για το αν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το «πακέτο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή όχι.