Και αν λυθεί εκ νέου η σχέση εργασίας αποζημίωση αντί της άδειας που δεν έλαβε
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 25-06-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ο εργαζόμενος δικαιούται, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψής του, ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και, κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, αποζημίωση αντί της μη ληφθείσας αδείας.
Επιπλέον, το ΔΕΕ έκρινε ότι στην περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει απασχοληθεί σε άλλον εργοδότη κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, μπορεί να προβάλει αξιώσεις σχετικές με την άδεια που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της απασχόλησής του αυτής μόνο έναντι του άλλου εργοδότη.
Ιστορικό των υποθέσεων
Η πρώτη υπόθεση (C-762/18) αφορά την QH, η οποία εργαζόταν σε σχολείο στην Βουλγαρία. Μετά από μια πρώτη απόλυση, επαναπροσλήφθηκε κατόπιν δικαστικής αποφάσεως η οποία κήρυξε παράνομη την απόλυση αυτή. Στη συνεχεία, η QH απολύθηκε για δεύτερη φορά.
Η QH άσκησε αγωγή κατά του σχολείου ζητώντας αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψής της. Το Varhoven kasatsionen sad na Republika Bulgaria (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία), το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης κατ’ αναίρεση, απέρριψε το αίτημά της.
Η QH άσκησε στη συνέχεια αγωγή ενώπιον του Rayonen sad Haskovo (περιφερειακού δικαστηρίου Χάσκοβο, Βουλγαρία) κατά του Varhoven kasatsionen sad na Republika Bulgaria, ζητώντας να αποκατασταθεί η ζημία την οποία της προξένησε η φερόμενη παράβαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης C-762/18 παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνα της δεύτερης υπόθεσης (C-37/19) η οποία αφορά την CV, πρώην εργαζομένη της Iccrea Banca, που είναι ιταλικό πιστωτικό ίδρυμα.
Η CV επαναπροσλήφθηκε κατόπιν ακυρώσεως της απόλυσής της με δικαστική απόφαση η οποία την έκρινε παράνομη. Στη συνέχεια, η σύμβαση εργασίας της CV καταγγέλθηκε εκ νέου.
Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) επιλήφθηκε κατ’ αναίρεση του αιτήματος της CV να υποχρεωθεί η Iccrea Banca στην καταβολή αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόλυσης και της επαναπρόσληψής της.
Τόσο το βουλγαρικό όσο και το ιταλικό δικαστήριο αποφάσισαν να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Το Rayonen sad Haskovo ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το δίκαιο της Ένωσης, συγκεκριμένα η οδηγία 2003/88/EK, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι ένας εργαζόμενος, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις, δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψης, μολονότι δεν παρέσχε πραγματική εργασία στον εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα αυτό. Επιπλέον, το Rayonen sad Haskovo και το Corte suprema di cassazione ερωτούν το Δικαστήριο αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι ένας εργαζόμενος, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις, δικαιούται χρηματική αποζημίωση αντί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών η οποία δεν ελήφθη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο δίνει καταφατική απάντηση και στα δύο ερωτήματα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς τη νομολογία του1 κατά την οποία, όταν ο εργαζόμενος αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για απρόβλεπτο και ανεξάρτητο της βούλησής του λόγο, το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να εξαρτάται από την υποχρέωση παροχής πραγματικής εργασίας.
Το Δικαστήριο παρατηρεί στη συνέχεια ότι, όπως και η επέλευση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας, το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος στερήθηκε τη δυνατότητα να εργαστεί λόγω απόλυσης η οποία κρίθηκε εν συνεχεία παράνομη είναι, κατ’ αρχήν, απρόβλεπτο και ανεξάρτητο από τη βούλησή του.
Το Δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψης του εργαζομένου πρέπει να εξομοιωθεί με περίοδο πραγματικής εργασίας για τον καθορισμό της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Κατά συνέπεια, εργαζόμενος που απολύθηκε παρανόμως και στη συνέχεια επαναπροσλήφθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατόπιν της ακυρώσεως της απόλυσης με δικαστική απόφαση, δικαιούται την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που απέκτησε κατά το χρονικό διάστημα αυτό.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο επαναπροσληφθείς εργαζόμενος, αν απολυθεί εκ νέου ή αν η σχέση εργασίας του λυθεί για οποιοδήποτε λόγο μετά από την επαναπρόσληψη, δικαιούται αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που είχε αποκτηθεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψης.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει εντούτοις ότι, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος απασχολήθηκε σε άλλον εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσης και της επαναπρόσληψης, μπορεί να προβάλει αξιώσεις σχετικές με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της απασχόλησής του αυτής μόνον έναντι του άλλου εργοδότη.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2018 στην υπόθεση C-12/17, Dicu.