Της Νένας Μαλλιάρα
Η πανδημία του κορονοϊού αποκαλύπτει και θα μπορούσε να “αποκρυσταλλώσει” προϋπάρχουσες ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίες “χτίστηκαν” στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μέλημα των κυβερνώντων και των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής, αμέσως μόλις οι Οικονομίες πάρουν μπρος, θα πρέπει να είναι η αποφυγή προβλημάτων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στο μέλλον, τα μέτρα που λαμβάνονται τώρα για να αντιμετωπιστεί η κρίση του Covid-19.
Τα παραπάνω επισημαίνει η Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και επικαιροποιεί την προηγούμενη Έκθεση του Απριλίου, βάσει των νέων δεδομένων που έχει θέσει η πανδημική κρίση.
Όπως αναφέρει η επικαιροποιημένη Έκθεση του ΔΝΤ, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες Οικονομίες, η επιβάρυνση του εταιρικού και του ιδιωτικού χρέους θα μπορούσε να καταστεί ανεξέλεγκτη και μη διαχειρίσιμη σε μια σοβαρή οικονομική συρρίκνωση. Το συνολικό εταιρικό χρέος αυξάνεται εδώ και αρκετά χρόνια και πλέον βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ. Τα χρέη των νοικοκυριών έχουν επίσης αυξηθεί, ειδικά σε χώρες που κατάφεραν να ξεπεράσουν τον αντίκτυπο της διεθνούς κρίσης του 2007 – 2008. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι πολλές Οικονομίες με υψηλά επίπεδα χρέους, αναμένεται να αντιμετωπίσουν τώρα εξαιρετικά έντονη οικονομική επιβράδυνση.
Η τρέχουσα οικονομική επιδείνωση των οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών έχει ήδη οδηγήσει σε υποβάθμιση των εταιρικών αξιολογήσεων και υπάρχει κίνδυνος ευρύτερης επίδρασης στη φερεγγυότητα των εταιρειών. Ήδη παρατηρείται ο υψηλότερος ρυθμός αθέτησης υποχρεώσεων εταιρικών ομολόγων από την παγκόσμια οικονομική κρίση και υπάρχει κίνδυνος ευρύτερου αντίκτυπου στη φερεγγυότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Κίνδυνοι για τράπεζες και μη τραπεζικούς οργανισμούς
Οι πτωχεύσεις θα δοκιμάσουν τις αντοχές του τραπεζικού κλάδου, λέει το ΔΝΤ. Οι τράπεζες έχουν μπει στην κρίση αυτή με υψηλότερη ρευστότητα και αποθέματα κεφαλαίων, χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν μετά την κρίση, και μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα αποθέματα για να υποστηρίξουν τον δανεισμό στην Οικονομία και να απορροφήσουν τις απώλειες.
Όπως φάνηκε στα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν για το α΄ τρίμηνο 2020, ορισμένες τράπεζες προέβησαν ήδη στον σχηματισμό μεγαλύτερων προβλέψεων έναντι αναμενόμενων επισφαλειών στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς οι τράπεζες αξιολογούν την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώνουν τα δάνειά τους, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η αναμενόμενη μεγαλύτερη πίεση στις τράπεζες, συνδυαστικά με τα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων, θα πιέσει την κερδοφορία των τραπεζών, όπως αντανακλάται στις προβλέψεις των αναλυτών.
Περαιτέρω “στρες” μπορεί να αντιμετωπίσουν και οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες και αγορές. Τα γεγονότα του Μαρτίου, όπου οι μη τραπεζικοί ενδιάμεσοι οργανισμοί επωφελήθηκαν από τις μεγάλης έκτασης πολιτικές στήριξης, υποδηλώνουν ότι είναι ευάλωτοι σε προκυκλικές διορθώσεις ενόψει ενός εξωτερικού σοκ. Οι εταιρείες αυτές έχουν αποκτήσει σήμερα μεγαλύτερο ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε σχέση με το παρελθόν και η συμπεριφορά αυτού του μεγαλύτερου πλέον τομέα, δεν έχει τεσταριστείσε περίοδο βαθιάς ύφεσης.
Υπάρχει κίνδυνος οι μη τραπεζικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες να υποστούν επίσης σοκ σε ένα μεγάλο “κύμα” αφερεγγυότητας, λειτουργώντας μάλιστα ως “ενισχυτής” του στρες. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό σοκ στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω εκροές από τα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους διαχειριστές κεφαλαίων σε πωλήσεις πανικού, επιδεινώνοντας τις πιέσεις στην αγορά.
Τέλος, ορισμένες αναδυόμενες Οικονομίες και Οικονομίες της περιφέρειας αντιμετωπίζουν υψηλές ανάγκες εξωτερικής αναχρηματοδότησης. Στο τρέχον περιβάλλον, Οικονομίες που χρειάζεται να αναχρηματοδοτήσουν υψηλότερο χρέος, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο το χρέος αυτό να αναχρηματοδοτηθεί με υψηλότερο κόστος.
Επίσης, ορισμένες χώρες με υψηλές αναχρηματοδοτικές ανάγκες έχουν, παράλληλα, σχετικά χαμηλό επίπεδο κεφαλαιακών αποθεμάτων. Αυτό θα μπορούσε να δυσχεράνει τις Αρχές των Οικονομιών αυτών να αντιδράσουν σε περαιτέρω εκροές χαρτοφυλακίων, ειδικά αν δεν έχουν μία ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία.
Οι υποβαθμίσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης θα μπορούσαν να ασκήσουν πρόσθετη πίεση στο κόστος χρηματοδότησης και στις ροές κεφαλαίου.
Οι Αρχές πρέπει να επιτύχουν τη σωστή ισορροπία στην πολιτική τους απάντηση στην πανδημία. Η άνευ προηγουμένου χρήση μη συμβατικών εργαλείων έχει αναμφίβολα μετριάσει τον αντίκτυπο της πανδημίας στην παγκόσμια Οικονομία και έχει μειώσει τον άμεσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, πρέπει να υπάρξει μέριμνα για την αποφυγή περαιτέρω συσσώρευσης ευπαθειών, σε ένα περιβάλλον εύκολων χρηματοπιστωτικών συνθηκών (σ.σ. εννοείται η αυξημένη χορήγηση νέας ρευστότητας στην Οικονομία, ενδεχομένως με χαλαρότερα τραπεζικά κριτήρια).
Μόλις η ανάκαμψη τεθεί σε σταθερή τροχιά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως τις οικονομικές αδυναμίες που θα μπορούσαν να “φυτέψουν τους σπόρους” για μελλοντικά προβλήματα, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.