4. Επειδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγεται η μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.), που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. Οι ανωτέρω, όμως, καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) αποτελούν, ασυνδέτως προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφή παροχών σε χρήμα ή σε είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβίωσης («κοινωνική πρόνοια»). Μέσω της τελευταίας εκδηλώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος, με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών ανισοτήτων (ΣτΕ 1891/2019 Ολομ., 2287/2015 Ολομ., 660/2016 7μ). Περαιτέρω, ναι μεν ο νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει το σύστημα απονομής προνοιακών παροχών, θεσπίζοντας αυστηρότερες σε σχέση προς το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς προϋποθέσεις (αντίθετη δε εκδοχή θα οδηγούσε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και ματαίωση, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού, της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος), η δυνατότητά του, όμως, να περικόπτει ήδη χορηγηθείσες παροχές προνοιακού χαρακτήρα οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι, πράγματι, πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογο σε σχέση προς αυτόν, καθώς και από την αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατά την οποία η εν λόγω περικοπή δεν μπορεί να αναιρεί τους ελάχιστους όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης του ατόμου, που σχετίζονται όχι μόνο με τη φυσική του υπόσταση (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή (πρβλ. ΣτΕ 2287/2015 Ολομ., 2192/2014 Ολομ., 1010/2019 7μ, 3281/2017 7μ, 660/2016 7μ).
5. Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της από 4-11-1950 Σύμβασης της Ρώμης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
6. Επειδή, με το εν λόγω άρθρο θεσπίζεται, καταρχάς, γενικός και απόλυτος κανόνας, κατά τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται προστασίας της περιουσίας του. Στην έννοια δε της περιουσίας εντάσσονται και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση των συγκεκριμένων παροχών δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, εφόσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται από το εσωτερικό δίκαιο έκαστου συμβαλλομένου κράτους (Ε.Δ.Δ.Α., Valkov και λοιποί κατά Βουλγαρίας, απόφαση της 25.10.2011, αριθ. 2033/04 κλπ., Vesna Hasani κατά Κροατίας, απόφαση της 30.9.2010, αριθ. 20844/09, Rasmussen κατά Πολωνίας, απόφαση της 28.4.2009, αριθ. 38886/05, Andrejeva κατά Λετονίας, απόφαση της 18.2.2009, αριθ. 55707/00, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 12.4.2006, αριθ. 65731/01 και 65900/01). Ωστόσο, δεν εντάσσεται στην έννοια της περιουσίας η απλή προσδοκία επί κοινωνικοασφαλιστικής (ή προνοιακής) παροχής, ως προς την οποία δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι προβλεπόμενες εκ της εθνικής νομοθεσίας του εκάστοτε συμβαλλομένου κράτους προϋποθέσεις (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Sierpinski κατά Πολωνίας, απόφαση της 3.2.2010, αριθ. 38016/07, Ιχτιάρογλου κατά Ελλάδας, απόφαση της 19.6.2008, αριθ. 12045/06, Kopecky κατά Σλοβακίας, απόφαση της 28.9.2004, αριθ. 44912/98, Ουζούνης κατά Ελλάδας, απόφαση της 18.4.2002, αριθ. 49144/99), στην τελευταία δε αυτή περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του κατοχυρωμένου από την ανωτέρω, υπερνομοθετικής ισχύος (κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 Σ), διάταξη δικαιώματος στην περιουσία, ως εκ της μεταγενέστερης και επί το αυστηρότερον μεταβολής των νομίμων προϋποθέσεων από το συμβαλλόμενο κράτος, εφόσον κατά το χρόνο της μεταβολής αυτής δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς τιθέμενες προϋποθέσεις (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Richardson κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 10.4.2012, αριθ. 26252/08).
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1296/1982 «Για την ασφάλιση ανασφάλιστων ομάδων» (ΦΕΚ Α’ 128), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και μέχρι τις 31-12-2012, ορίζεται ότι: «1. Στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) δημιουργείται ειδικός λογαριασμός με τον τίτλο ειδικός λογαριασμός συνταξιοδότησης ανασφάλιστων υπερήλικων οικονομικά ανεξάρτητος από τους άλλους κλάδους ασφάλισης. 2. Από το λογαριασμό αυτό χορηγείται κάθε μήνα σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη σε Έλληνες υπηκόους και ομογενείς, που μένουν μόνιμα στην Ελλάδα, με τις πιο κάτω προϋποθέσεις: α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. β. Να μη παίρνουν αυτοί και οι σύζυγοί τους, στην περίπτωση ανδρόγυνων, σύνταξη ή άλλο περιοδικό βοήθημα από οποιαδήποτε πηγή. … γ. Το ετήσιο ατομικό εισόδημα ή ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, στις περιπτώσεις ανδρόγυνων, από εργασία τους ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν ξεπερνά το ύψος των ετήσιων παροχών (συντάξεων, δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας) που χορηγεί ο Ο.Γ.Α. στον αγρότη ή το αγροτικό ζευγάρι. … Κατ’ εξαίρεση, δικαιούνται τη σύνταξη του παρόντος άρθρου τα πρόσωπα που παίρνουν τα ίδια ή και οι σύζυγοί τους, σε περιπτώσεις εγγάμων, σύνταξη ή άλλο περιοδικό βοήθημα από οποιαδήποτε πηγή μικρότερη από τη σύνταξη που χορηγεί ο Ο.Γ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4169/1961, υπό την προϋπόθεση ότι το ετήσιο ατομικό ή οικογενειακό τους εισόδημα, από οποιαδήποτε πηγή, των συντάξεων συμπεριλαμβανομένων, δεν υπερβαίνει τις ετήσιες συντάξεις που χορηγεί ο Ο.Γ.Α. στον αγρότη ή το αγροτικό ζεύγος. … 3. …». Ακολούθως, στο άρθρο 2 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α’ 115), που καταργήθηκε με το άρθρο 27 παρ. 4 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α’ 85/12.5.2016, έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού), ορίστηκε ότι: «Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ μηνιαίως … 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. … Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια: α) … β) … γ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους. Η μόνιμη διαμονή αποδεικνύεται με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων Χωρών. … 3. …».
8. Επειδή, περαιτέρω, από 1-1-2013 η χορήγηση της προνοιακού χαρακτήρα μηνιαίας σύνταξης ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982 διεπόταν από το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.6, εδάφιο 5 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222/12.11.2012), στο οποίο ορίζεται ότι: «Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982 (Α’ 128), όπως ισχύει, καταβάλλεται, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους. β. Δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται οι ίδιοι σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ανεξαρτήτως ποσού, και επίσης, σε περίπτωση εγγάμων, δεν λαμβάνει ο/η σύζυγός τους σύνταξη μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος, του άρθρου 4 του ν. 4169/1961. γ. Διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι (20) έτη πριν την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση και εξακολουθούν να διαμένουν κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης τους. δ. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ ή, στην περίπτωση εγγάμων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ. … Με τα κριτήρια που ορίζονται στις περιπτώσεις β’ έως και δ’ της παρούσας ρύθμισης, επανακρίνονται από 1.1.2013 και όσοι έχουν ήδη καταστεί συνταξιούχοι». Εξάλλου, στο άρθρο 91 του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι: «Στους ανασφάλιστους υπερήλικες … που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 92 και 93 καταβάλλονται τα προβλεπόμενα στις ρυθμίσεις αυτών ειδικά προνοιακά επιδόματα …» και στο άρθρο 93 ότι: «1. Στους ανασφάλιστους υπερήλικες και σε αυτούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων, εφόσον πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους. β. Δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από το κατωτέρω στην παράγραφο 3 πλήρες ποσό του επιδόματος. … γ. Διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα δεκαπέντε (15) συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος ή δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 17ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους, εκ των οποίων τα δέκα (10) συνεχόμενα πριν από την υποβολή της αίτησης και εξακολουθούν να διαμένουν στην Ελλάδα και μετά τη λήψη της παροχής. δ. … ε. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ ή, στη περίπτωση εγγάμων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ. στ. … 2. … 5. Η ως άνω παροχή καταβάλλεται σε μηνιαία βάση για όσους δικαιούχους κάνουν αίτηση από την 1η του επόμενου της υποβολής της αίτησης μήνα. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο διοικητικής διαδικασίας, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, εξετάζονται με τις προϋποθέσεις του παρόντος. … 6. Ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν μέχρι τη διακοπή της παροχής του ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως προβλέπονταν από τις διατάξεις της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 δεν αναζητούνται. 7. Οι ανασφάλιστοι υπερήλικες που λαμβάνουν ήδη, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, παροχή από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, εξακολουθούν να λαμβάνουν την παροχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη δημοσίευση διατάξεις του τελευταίου. 8. …».
9. Επειδή, καταρχάς, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ρύθμιση που αφορά στη λήψη από τον Ο.Γ.Α. της επίδικης, προνοιακού χαρακτήρα, μηνιαίας σύνταξης ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.6, εδάφιο 5 του ν. 4093/2012, αντικαταστάθηκε εκ νέου με τη διάταξη του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, με την οποία προβλέπεται πλέον η χορήγηση από τον Ο.Γ.Α. επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων υπό προϋποθέσεις διαφορετικές σε σχέση με τις προβλεπόμενες από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (ΣτΕ 1773/2019). Περαιτέρω, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 1296/1982 και, εν συνεχεία, του ν. 4093/2012 σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων παρέχεται, στο πλαίσιο της επιτασσόμενης από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος κοινωνικής πρόνοιας, κρατική μέριμνα για τα άτομα προχωρημένης ηλικίας, που στερούνται τα στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησή τους. Η εν λόγω οικονομική παροχή, διαθέτουσα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε προνοιακή και όχι σε κοινωνικοασφαλιστική παροχή (ΣτΕ 719/2018 7μ) και παρέχουσα αναπληρωματική κάλυψη έναντι του ασφαλιστικού κινδύνου του γήρατος, προς τον σκοπό της εξασφάλισης στους δικαιούχους ενός ελαχίστου εισοδήματος για τη διαβίωσή τους, δεν χορηγείται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανασφάλιστους υπερήλικες, αλλά μόνο σε εκείνους που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τις προϋποθέσεις αυτές δεν εμποδίζεται να μεταβάλλει επί το αυστηρότερο ο κοινός νομοθέτης, για σπουδαίο λόγο δημοσίου συμφέροντος, υποκείμενος, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψεις 3-6), στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., μεταξύ των οποίων σημαντική θέση καταλαμβάνει η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 734/2016 Ολομ.). Στα πλαίσια αυτά, όμως, με την προσθήκη της προϋπόθεσης της εικοσαετούς διαμονής στη χώρα, για τη συνέχιση της χορήγησης της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα σε όσους τυγχάνουν ήδη δικαιούχοι της σχετικής προνοιακής παροχής, η οποία (προϋπόθεση) δύναται να οδηγήσει στην πλήρη κατάργηση του εν λόγω δικαιώματος, δεν εξασφαλίζεται η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος, που υπαγόρευσε τη θέσπιση των οικείων διατάξεων και του απολεσθέντος με αυτές περιουσιακού δικαιώματος, διότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για μία εύλογη επέμβαση στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα, που λαμβάνει τη μορφή μείωσης ή περικοπής, αλλά για ολική κατάργησή του, με αποτέλεσμα ο διοικούμενος να υποβάλλεται σε υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του Κράτους στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου, εν πάση περιπτώσει, ότι ο στόχος της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών δύναται να επιτευχθεί μέσω διαφορετικών νομοθετικών μέσων, που δεν πλήττουν, και μάλιστα υπό τη μορφή της κατάργησης της σχετικής οικονομικής παροχής, μία ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα του κοινωνικού συνόλου, όπως είναι οι υπερήλικοι, που δεν δύνανται να αναζητήσουν αλλού τους αναγκαίους πόρους για την επιβίωσή τους. Εξάλλου, η προσθήκη, το πρώτον με το ν. 4093/2012, δεδομένου ότι η σχετική διάταξη του ν. 3863/2010 (που έτασσε ως προϋπόθεση την 15ετή διαμονή) επρόκειτο να αρχίσει να ισχύει από την 1-1-2015, ήτοι δύο (2) έτη αργότερα από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (1-1-2013), είκοσι (20) ετών μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, ήτοι χρονικό διάστημα εξόχως ικανό, δυνάμενο να επιφέρει τη διακοπή της σύνταξης σε πρόσωπα που διέμεναν μόνιμα και νόμιμα στη χώρα για διάστημα πέραν της 15ετίας, συνιστά μέτρο απρόσφορο και δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, διότι οδηγεί σε πλήρη αποστέρηση των μέσων διαβίωσης των ανασφάλιστων υπερηλίκων, οι οποίοι είχαν ήδη θεμελιώσει το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, βάσει του μέχρι τότε ισχύοντος καθεστώτος (ήτοι υπό το καθεστώς του ν. 1296/1982), ενώ, ταυτόχρονα, δεν διαθέτουν άλλα εισοδήματα. Συνεπώς, κατά το μέρος που προβλέπει την επανάκριση των ήδη δικαιωθέντων σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα, η επίδικη διάταξη του ν. 4093/2012 αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τελ. του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά και στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., που καθιερώνει το δικαίωμα ενός εκάστου στην προστασία της περιουσίας του (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Nagy κατά Ουγγαρίας, απόφαση της 10.2.2015, αριθ. 53080/13).
10. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α’ 97), ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) … β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) … 2. Αν η προσφυγή στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί, είτε απορρίπτει την προσφυγή. 3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) … β) … γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία. 4. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της, ακυρώνει δε την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση και στις περιπτώσεις που, κατά την οικεία νομοθεσία, προβλέπεται για την ικανοποίηση ορισμένου αιτήματος ή τη συνέχιση χορήγησης συγκεκριμένης παροχής η σωρευτική συνδρομή περισσοτέρων προϋποθέσεων, εφόσον η διοίκηση απέρριψε το αίτημα ή διέκοψε την παροχή λόγω έλλειψης μιας από τις σωρευτικώς απαιτούμενες από τον νόμο πλείονες προϋποθέσεις, χωρίς να εξετάσει και τη συνδρομή των υπολοίπων (πρβλ. ΣτΕ 2834/2018, 2109/2017, 3092/2015, 38/2014 κ.ά.).
[…]
13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπ’ αριθ. […] απόφαση του αρμόδιου για την εκδίκαση ενστάσεων οργάνου του Ο.Γ.Α. (κατ’ άρθρο 40 του π.δ. 78/1998), με την οποία απορρίφθηκε η από 3-2-2014 ένσταση της προσφεύγουσας κατά της υπ’ αριθ. […] απόφασης της Προϊσταμένης του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ο.Γ.Α. Κεντρικής Μακεδονίας, που επέφερε τη διακοπή της χορηγηθείσας σε εκείνη επί σχεδόν δώδεκα (12) συναπτά έτη (από 1-3-2001 έως 1-1-2013) σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα (βάσει του ν. 1296/1982), παρίσταται μη νόμιμη, ως ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6. εδάφιο 5 περ. γ’ του ν. 4093/2012, η οποία, σύμφωνα με τα κριθέντα στην ένατη σκέψη, κατά το μέρος που προβλέπει την επανάκριση των ήδη δικαιωθέντων σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα βάσει του προαναφερόμενου νόμου, αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τελ. του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ), δεδομένου ότι άπτεται του κύρους του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (βλ., μεταξύ πολλών, ΣτΕ 2365/2019, 1330/2017 κ.ά.), αλλά και στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., που καθιερώνει το δικαίωμα ενός εκάστου στην προστασία της περιουσίας του (πρβλ. ΔΕφΛαρ 244/2016). Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση εξέτασε τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων που θέτει ο ν. 4093/2012 (περ. β’ και δ’ αντίστοιχα) για τη συνέχιση της χορήγησης στην προσφεύγουσα της ένδικης σύνταξης, καθόσον η τελευταία προσκόμισε ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του Ο.Γ.Α. (ήδη Ο.Π.Ε.Κ.Α.) τόσο την από 18-5-2012 βεβαίωση του Οργανισμού Κοινωνικής Εξυπηρέτησης του Υπουργείου Εργασίας της Δημοκρατίας της […], αρμοδίως επικυρωμένη και νομίμως μεταφρασμένη, με την οποία βεβαιώνεται ότι αυτή δεν ήταν εγγεγραμμένη, έως τον Μάιο του 2012, στα αρχεία του Συνταξιοδοτικού Τομέα της Δημοκρατίας της […] (περ. β’ του ν. 4093/2012), όσο και την από 14-6-2012 υπεύθυνη δήλωση (με ταυτάριθμη ημερομηνία θεώρησης από την Προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. […] Θεσσαλονίκης), με την οποία η προσφεύγουσα δήλωσε ότι δεν υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2011, δεδομένου, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα από τον καθ’ ου Οργανισμό, η τελευταία λαμβάνει από 1-11-2016 το επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων, για τη χορήγηση του οποίου τίθεται ισόποσο (με το ν. 4093/2012) εισοδηματικό όριο (ήτοι 4.320 ευρώ – βλ. άρθρο 93 παρ. 1 περ. ε’ του ν. 4387/2016), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος (βλ. σκέψη 10) αναπομπής της υπόθεσης στη διοίκηση, προκειμένου να εξεταστεί η συνδρομή των λοιπών δύο (2) προϋποθέσεων του ν. 4093/2012, οπότε πρέπει να αποφανθεί το ίδιο αναφορικά με την έκταση των ένδικων αξιώσεων της προσφεύγουσας, σύμφωνα πάντοτε με το αιτητικό.