Δικαστήριο ΕΕ: Η οδηγία 2003/88/ΕΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής εάν οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις στις οποίες ανταποκρίνονται οι άδειες αυτές ανακύπτουν κατά τη διάρκεια των περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξετων της οδηγίας 2003/88/ΕΚ [οδηγία σχετικά µε ορισµένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας] εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής έναντι εθνικής ρύθμισης, η οποία δεν παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις ειδικές άδειες που προβλέπει η ως άνω ρύθμιση τις ημέρες κατά τις οποίες οφείλουν να εργάζονται, εφόσον οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις στις οποίες ανταποκρίνονται οι ειδικές άδειες ανακύπτουν κατά τη διάρκεια των προβλεπόμενων από τα άρθρα αυτά περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι ημέρες ειδικών αδειών που χορηγούνται, δυνάμει συλλογικής σύμβασης εργασίας που θέτει σε εφαρμογή τέτοια εθνική ρύθμιση, προκειμένου να έχουν οι εργαζόμενοι τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες ανάγκες ή σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/EK αλλά στις ασκούμενες από τα κράτη μέλη αρμοδιότητες.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων, ήτοι της Federación de Trabajadores Independientes de Comercio (Fetico), της Federación Estatal de Servicios, Movilidad y Consumo de la Unión General de Trabajadores (FESMC-UGT) και της Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO), και, αφετέρου, του ομίλου εταιριών DIA SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA, σχετικά με συλλογικές συγκρούσεις εργασίας που αφορούν τους όρους χορηγήσεως των ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 46 της Convenio colectivo del grupo de empresas Dia SA y Twins Alimentación SA (συλλογικής συμβάσεως του ομίλου εταιριών Dia SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA), της 13ης Ιουλίου 2016, το οποίο θέτει σε εφαρμογή τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 37, παράγραφος 3, του ισπανικού εργατικού κώδικα και θεσπίζει δικαιώματα που υπερβαίνουν τα όρια των απαιτήσεων αυτών.
Οι ως άνω διαφορές αφορούν, ειδικότερα, το αν οι εν λόγω ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών πρέπει να υπολογίζονται από μια ημέρα κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει καταρχήν να εργάζεται και, με εξαίρεση την άδεια γάμου της οποίας η διάρκεια ρητώς εκφράζεται σε «ημερολογιακές ημέρες», το αν ο εργαζόμενος πρέπει να λάβει τέτοια άδεια σε «ημερολογιακές ημέρες». Οι ημέρες κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δεν οφείλει να εργάζεται για την επιχείρηση είναι, ιδίως, οι αργίες και οι ημέρες άδειας.
Το άρθρο 37, παράγραφος 1, και το άρθρο 38 του ισπανικού εργατικού κώδικα προβλέπουν ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης που υπερβαίνουν εκείνες των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Εξάλλου, το άρθρο 37, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα αναγνωρίζει στους εργαζομένους ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες ή σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, για παράδειγμα, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ο γάμος, η γέννηση τέκνου, η νοσηλεία, η χειρουργική επέμβαση ή ο θάνατος στενού συγγενούς, καθώς και η άσκηση καθηκόντων συνδικαλιστικού εκπροσώπου. Το άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 2016 θέτει σε εφαρμογή το ως άνω άρθρο 37, παράγραφος 3, υπό ακόμη ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, καθόσον προβλέπει τη χορήγηση αδειών μεγαλύτερης διάρκειας ή σε άλλες περιπτώσεις πέραν των καλυπτόμενων από το εν λόγω άρθρο 37, παράγραφος 3.
Η Audiencia Nacional (ειδικό ανώτερο δικαστήριο, Ισπανία) – ήτοι το αιτούν δικαστήριο – υπογραμμίζει ότι, κατά το άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 2016, η διάρκεια της άδειας γάμου εκφράζεται σε «ημερολογιακές ημέρες», ενώ εκείνη των άλλων ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών σε «ημέρες», χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για ημερολογιακές ημέρες ή για εργάσιμες ημέρες. Επιπλέον, η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει από πότε αρχίζει η άδεια. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει, ωστόσο, ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ισπανικού αστικού κώδικα, που έχει εφαρμογή συμπληρωματικά στους τομείς που διέπονται από άλλους νόμους, οι αργίες δεν εξαιρούνται κατά τον ημερολογιακό υπολογισμό των προθεσμιών.
Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ανακύπτον ζήτημα συνδέεται με τις περιόδους εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τις οποίες εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων που μετέχουν ως διάδικοι στις διαφορές των κυρίων δικών ζητούν, οσάκις τα γενεσιουργά γεγονότα που προβλέπονται στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 2016 επέρχονται κατά τη διάρκεια μιας εκ των ως άνω περιόδων, να παρέχεται η δυνατότητα να λαμβάνονται εκτός των εν λόγω περιόδων οι ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών που προβλέπονται σε περίπτωση επελεύσεως των γεγονότων αυτών.
Ειδικότερα, προκειμένου να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο επί των διαφορών των κυρίων δικών, έχει αποφασιστική σημασία το αν είναι σύμφωνο προς τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ να προβλέπεται ότι οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις τις οποίες δημιουργούν τα γενεσιουργά γεγονότα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 46 μπορούν να δικαιολογήσουν τις ειδικές άδειες που προβλέπει η διάταξη αυτή μόνον εκτός των περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ενώ οι εν λόγω ανάγκες και υποχρεώσεις συνδέονται με σκοπούς που δεν ταυτίζονται με εκείνους για τους οποίους προβλέπονται οι εν λόγω περίοδοι.
Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια δεν θίγει το δικαίωμά του να λάβει πράγματι την ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών σκοπών των δύο ειδών αδειών.
Εν προκειμένω, όμως, η επέλευση προβλεπόμενου από τη σχετική εθνική ρύθμιση γενεσιουργού γεγονότος κατά τη διάρκεια περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών συνεπάγεται σύμπτωση διαφορετικών μεταξύ τους σκοπών, ήτοι της αναπαύσεως την οποία αποβλέπουν να διασφαλίσουν οι εν λόγω περίοδοι στους εργαζομένους και της ανάγκης ή της υποχρεώσεως την οποία αφορά μία από τις ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών που προβλέπονται από την ως άνω ρύθμιση. Η απουσία δυνατότητας μεταφοράς της ειδικής άδειας μετ’ αποδοχών σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα διαφορετικό από τις εν λόγω περιόδους θα συνεπαγόταν απώλεια των περιόδων αυτών, διότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να αφιερώσουν τις ίδιες χρονικές περιόδους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις υποχρεώσεις για τις οποίες προβλέπονται οι ως άνω ειδικές άδειες.
Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το αν είναι σύμφωνη προς τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ η μη χορήγηση σε εργαζόμενο του δικαιώματος να λαμβάνει τις άδειες που προβλέπονται στο άρθρο 37, παράγραφος 3, του ισπανικού εργατικού κώδικα και στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 2016, όταν κάποιο από τα γενεσιουργά γεγονότα που παραθέτουν οι εν λόγω διατάξεις επέρχεται κατά τη διάρκεια των περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ έχει ως σκοπό τον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων διά της προσεγγίσεως των εθνικών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ αφορούν το δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως και το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 15 της ως άνω οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αυτή σκοπεί αποκλειστικώς στον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις οι οποίες είναι ευνοϊκότερες όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ακόμα ότι δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και για τις πτυχές που καθορίζονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι οι ημέρες ειδικών αδειών που χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 46 της συλλογικής συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 2016 προκειμένου να έχουν οι εργαζόμενοι τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες ανάγκες ή σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/EK αλλά στις ασκούμενες από τα κράτη μέλη αρμοδιότητες.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η άσκηση τέτοιων ιδίων αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να θίγει τη στοιχειώδη προστασία την οποία εγγυάται στους εργαζομένους η ως άνω οδηγία και, ειδικότερα, την πραγματική χορήγηση ελάχιστων περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που προβλέπουν τα άρθρα 5 και 7 αυτής.
Προκειμένου περί των επίμαχων στις κύριες δίκες ειδικών αδειών, πρώτον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η σχετική με τις άδειες αυτές ρύθμιση αναγνωρίζει στους εργαζομένους το δικαίωμα απουσίας από την εργασία, σε περίπτωση επελεύσεως των προβλεπόμενων από την ίδια ρύθμιση γενεσιουργών γεγονότων, προβλέποντας διατήρηση της αμοιβής. Επομένως, η χορήγηση των εν λόγω ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι από την επέλευση ενός εκ των γενεσιουργών γεγονότων τα οποία προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση, αφενός, και από το ότι οι ανάγκες ή οι υποχρεώσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση ειδικής άδειας επέρχονται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εργασίας, αφετέρου.
Κατά το Δικαστήριο, καθόσον αποσκοπούν μόνο στο να παράσχουν στους εργαζομένους τη δυνατότητα να απουσιάσουν από την εργασία τους προκειμένου να ανταποκριθούν σε ορισμένες ανάγκες ή σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις που απαιτούν την προσωπική παρουσία τους, οι ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών τις οποίες προβλέπουν οι επίμαχες στις κύριες δίκες διατάξεις είναι αλληλένδετες με τον χρόνο εργασίας αυτόν καθεαυτόν και, επομένως, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να τις λάβουν κατά τη διάρκεια περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Επομένως, οι ως άνω ειδικές άδειες δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με αναρρωτική άδεια.
Δεύτερον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών διατείνονται ότι, όταν τα γεγονότα που δικαιολογούν τη χορήγηση μιας από τις ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών επέρχονται κατά τη διάρκεια περιόδου εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνται οι εργαζόμενοι δυνάμει των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, οι εργαζόμενοι αυτοί θα πρέπει να μπορούν να λάβουν τις ως άνω ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών επ’ ευκαιρία μίας ακόλουθης περιόδου εργασίας.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν μπορεί ωστόσο να υποστηριχθεί ότι, επειδή οι περίοδοι εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διέπονται από τα άρθρα 5 και 7 της εν λόγω οδηγίας, οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν σε κράτος μέλος του οποίου η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη χορήγηση ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών να χορηγεί τέτοιες ειδικές άδειες απλώς και μόνο λόγω της επελεύσεως κάποιου από τα γενεσιουργά γεγονότα τα οποία αφορά η ως άνω ρύθμιση κατά τη διάρκεια μιας των εν λόγω περιόδων, μη λαμβανομένων υπόψη, κατά συνέπεια, των λοιπών προϋποθέσεων χορηγήσεως που προβλέπονται από τη ρύθμιση αυτή. Πράγματι, αν γινόταν δεκτή μια τέτοια υποχρέωση, θα παραβλεπόταν ότι οι ως άνω ειδικές άδειες, καθώς και το εφαρμοστέο γι’ αυτές καθεστώς, βρίσκονται εκτός του καθεστώτος που θεσπίζει η οδηγία.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής έναντι εθνικής ρυθμίσεως η οποία δεν παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις ειδικές άδειες που προβλέπει η ως άνω ρύθμιση τις ημέρες κατά τις οποίες οι εν λόγω εργαζόμενοι οφείλουν να εργάζονται, εφόσον οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις στις οποίες ανταποκρίνονται οι ανωτέρω ειδικές άδειες ανακύπτουν κατά τη διάρκεια των προβλεπόμενων από τα άρθρα αυτά περιόδων εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA