ΑΠΟΦΑΣΗ
S.L. και A.L. κατά Ιταλίας της 04.06.2020 (αριθ. προσφ. 896/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οικογενειακή ζωή και προστασία της στις διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίων. Ο προσφεύγων, κάτοικος Ιταλίας, απέκτησε με την Ρουμανικής καταγωγής σύζυγο του, ένα γιο. Όταν η μητέρα εγκατέλειψε με το παιδί την οικογενειακή στέγη, η επιμέλεια του παιδιού με απόφαση Ιταλικού δικαστηρίου που εκδόθηκε σε 4,5 μήνες περίπου ανατέθηκε προσωρινά σε αυτήν. Κινήθηκαν παράλληλα δύο δικαστικές διαδικασίες ενώπιον δύο διαφορετικών κρατών. Η επιμέλεια ανατέθηκε οριστικά στη μητέρα με απόφαση δικαστηρίου της Ρουμανίας, αλλά και στον πατέρα με απόφαση δικαστηρίου της Ιταλίας. Ο προσφεύγων κατήγγειλε παραβίαση του εύλογου χρόνου γιατί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Ιταλίας (6 έτη), η πρώην σύζυγος είχε επιτύχει την έκδοση αντίθετης απόφασης από τα Δικαστήρια της Ρουμανίας .
Το Στρασβούργο εξέτασε το ζήτημα της εκκρεμοδικίας στα δικαστήρια δύο διαφορετικών κρατών και δέχτηκε την απάντηση του ΔΕΕ σε προδικαστικό ερώτημα, ότι η εκκρεμοδικία δεν αποτελεί λόγο για την μη εκδίκαση της υπόθεσης από το μεταγενέστερα επιληφθέν δικαστήριο δηλαδή εν προκειμένω από το δικαστήριο της Ρουμανίας.
Ακολούθως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε ο ίδιος λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την επιμέλεια του παιδιού του, όπως καταγγελία στις Ιταλικές αρχές για απαγωγή και υποβολή αίτησης βάσει της Σύμβασης της Χάγης.
Περαιτέρω διαπίστωσε ότι η υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών οφείλονταν και σε ενέργειες των διαδίκων. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η απόφαση για την επιμέλεια ορθά ελήφθη και οι Ιταλικές αρχές είχαν ενεργήσει με τη δέουσα προσοχή για την διατήρηση των οικογενειακών δεσμών και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Έκρινε την προσφυγή αβάσιμη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο πρώτος προσφεύγων S.L. είναι Ιταλός υπήκοος που γεννήθηκε το 1972 και ζει στην Ιταλία. Κατέθεσε τη παρούσα προσφυγή στο όνομά του και για λογαριασμό του ανήλικου γιου του A.L., Ιταλού υπηκόου, ο οποίος γεννήθηκε το 2006 και ζει στη Ρουμανία με τη μητέρα του.
Το 2005 ο S.L. παντρεύτηκε υπήκοο της Ρουμανίας και απέκτησε ένα παιδί μαζί της. Το ζευγάρι ζούσε στην Ιταλία. Στα μέσα του 2006 η σύζυγος και ο γιος της ταξίδεψαν στο Βουκουρέστι, με τη συγκατάθεσή του πατέρα, με σκοπό να επιστρέψουν στην Ιταλία για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Όταν έφτασε η ώρα, η σύζυγος αποφάσισε να μείνει στη Ρουμανία με το γιο της.
Το 2007 ο S.L. άσκησε Αγωγή διαζυγίου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο Teramo (Ιταλία) και ζήτησε επίσης κα την επιμέλεια του γιου του. Η σύζυγός του, ζήτησε να συμμετάσχει στη διαδικασία. Προσωρινά το δικαστήριο απένειμε την επιμέλεια στη μητέρα, χορηγώντας δικαίωμα επικοινωνίας στον πατέρα. Εν τέλει τον Ιανουάριο του 2012 το δικαστήριο εξέδωσε το διαζύγιο και τον Ιούλιο του 2013 απένειμε την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στον πατέρα, διατάσσοντας την επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία. Στη συνέχεια, ο S.L. υπέβαλε αίτηση αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης και εκτέλεσης αυτής της απόφασης από τα ρουμανικά δικαστήρια.
Στο μεταξύ, το Εφετείο της Ιταλίας, που εξέτασε την υπόθεση μετά από έφεση της συζύγου του, ανέστειλε τη διαδικασία εκτέλεσης σημειώνοντας ότι στο μεταξύ είχε λάβει διαζύγιο και της είχε ανατεθεί αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού της στη Ρουμανία, με απόφαση του Δικαστηρίου του Βουκουρεστίου που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2012. Η απόφαση για αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού από τον S.L. κηρύχθηκε άκυρη από το Εφετείο της Ιταλίας.
Το 2015 ο S.L. άσκησε αναίρεση, ζητώντας την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CJEU) σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας «lis pendens» της εκκρεμοδικίας στο δίκαιο της ΕΕ σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) με αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, και τις συνέπειες της παραβίασης αυτής της διάταξης για τη διαδικασία διασφάλισης της αναγνώρισης των Ρουμάνικων αποφάσεων. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο υπέβαλε προδικαστική ερώτηση στο ΔΕΕ.
Το 2019, το ΔΕΕ αποφάνθηκε σχετικά με την προδικαστική ερώτηση, διαπιστώνοντας ότι οι κανόνες της εκκρεμοδικίας (άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000) πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι «όταν, σε μια διαφορά σχετική με ζητήματα γάμου, γονικής μέριμνας ή υποχρεώσεις διατροφής, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, κατά παράβαση των κανόνων αυτών, εκδίδει απόφαση που καθίσταται οριστική, τα άρθρα αυτά, αποκλείουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους να αρνηθούν να αναγνωρίσουν την απόφαση αυτή αποκλειστικά για αυτόν το λόγο. Συγκεκριμένα, αυτή η παραβίαση δεν μπορεί, από μόνη της, να δικαιολογήσει τη μη αναγνώριση μιας απόφασης με το αιτιολογικό ότι είναι προφανώς αντίθετη με τη δημόσια τάξη σε αυτό το κράτος μέλος». Την ίδια χρονιά, μετά την απόφαση αυτή, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση του S.L.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής)
Για γονέα και παιδί, το να είναι μαζί αποτελεί θεμελιώδη πτυχή της οικογενειακής ζωής και η λήψη εγχώριων μέτρων που θα απέτρεπε το παραπάνω θα παρεμπόδιζε την άσκηση του δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη έπρεπε να είναι εξαιρετικά επιμελή για να διασφαλίσουν την έκδοση δικαστικής απόφασης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (διαδικαστική απαίτηση του άρθρου 8). Μέτρα για την επανένωση γονέα και παιδιού συνεπώς έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή άμεσα.
Εν προκειμένω, το ερώτημα ήταν αν οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί παρέμβαση στο
δικαίωμά τους σεβασμού της οικογενειακής ζωής ενόψει της διάρκειας που χρειάστηκε για το δικαστήριο στο Teramo (Ιταλία) να αποφασίσει για την επιμέλεια του παιδιού και αν θα επιστρέψει στην Ιταλία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η μητέρα είχε λάβει την επιμέλεια του παιδιού με την απόφαση του διαζυγίου που εκδόθηκε από το δικαστήριο του Βουκουρεστίου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο S.L. δεν είχε υποβάλει αίτηση στην κεντρική αρχή για την επιστροφή του γιου του στην Ιταλία βάσει της Σύμβασης της Χάγης της 25.10.1980 (σχετικά με αστική συνδρομή σε ζητήματα διεθνούς απαγωγής παιδιών) αλλά απλώς κίνησε τις διαδικασίες διαζυγίου ενώπιον αστικού δικαστηρίου, ζητώντας την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού και την επιστροφή του στην Ιταλία.
Το δικαστήριο στο Teramo είχε αποφασίσει για την προσωρινή επιμέλεια του παιδιού 4 μήνες και 12 ημέρες μετά την άσκηση της αίτησης, σύμφωνα με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Όσον αφορά την απαγωγή του παιδιού, δεν είχαν κληθεί οι ιταλικές αρχές να εξετάσουν αυτό το ζήτημα ή να διατάξουν την επιστροφή του, αφού η διαδικασία διαζυγίου δεν αποτελούσε αποτελεσματική λύση για το σκοπό αυτό .
Επιπλέον, ο S.L. δεν είχε προσβάλει ενώπιον του Εφετείου της Ρουμανίας την απόφαση περί ανάθεσης επιμέλειας και το δικαίωμα διαμονής στη μητέρα, συνεπώς έπρεπε να συμμορφωθεί με τα μέτρα που έλαβε το δικαστήριο.
Οι διαδικασίες στη συνέχεια ακολούθησαν την πορεία τους αποκλειστικά με σκοπό να αποσαφηνίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενώ ορισμένες από τις αναβολές θα μπορούσαν να αποδοθούν στις αρχές, ωστόσο η διαδικαστική δραστηριότητα του S.L. και της συζύγου του, είχε επηρεάσει αποφασιστικά τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας. Η ανταγωνιστική φύση της σχέσης τους, εμπόδισε να επιτύχουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές συμφωνίες προς το συμφέρον του παιδιού τους. Ως συνέπεια των δυσκολιών που αντιμετωπίστηκαν στην εφαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας, το δικαστήριο του Teramo είχε λάβει μέτρα προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση για την επιμέλεια ελήφθη άμεσα,
σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ιταλικές αρχές είχαν ενεργήσει με τη δέουσα προσοχή και είχαν λάβει όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν να αναμένονται για τη διασφάλιση ότι οι προσφεύγοντες διατήρησαν οικογενειακούς δεσμούς, προς το συμφέρον και του πατέρα και του υιού. Επομένως, η προσφυγή ήταν προδήλως αβάσιμη (άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 τηςΣύμβασης) (επιμέλεια echrcaselaw.com).