ΑΠΟΦΑΣΗ
Boljević κατά Σερβίας 16.06.2020 (αριθ. προσφ. 47443/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναγνώριση πατρότητας και παραγεγραμμένη αξίωση. Δικαίωμα στην προσωπική ταυτότητα και αναψηλάφηση χάριν νέων στοιχείων. Άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να ανοίξουν εκ νέου τις διαδικασίες αναγνώρισης πατρότητας που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, επειδή είχαν παραγραφεί. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η απόφαση αυτή του είχε στερήσει την ευκαιρία να αποδείξει την καταγωγή του μέσω σύγχρονων μεθόδων εξέτασης DNA.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι οι προθεσμίες παραγραφής στις διαδικασίες που σχετίζονται με την πατρότητα είχαν ως σκοπό να διατηρήσουν την ασφάλεια δικαίου, δεν ήταν επαρκής λόγος για να στερηθεί ο προσφεύγων το δικαίωμα να ανακαλύψει την αλήθεια για τον πατέρα του, μια σημαντική πτυχή της προσωπικής του ταυτότητας, χωρίς να σταθμιστούν τα διακυβευόμενα συμφέροντα.
Πράγματι, η εθνική νομοθεσία σχετικά με τις προθεσμίες για αναψηλάφηση δεν επέτρεπε στις αρχές να πραγματοποιήσουν μια τέτοια εξισορρόπηση δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης του προσφεύγοντος, δηλαδή ότι είχε λάβει γνώση για τη διαδικασία πατρότητας το 2011/12 όταν το άτομο που νόμιζε ότι ήταν ο βιολογικός του πατέρας απεβίωσε και κινήθηκαν οι διαδικασίες σχετικά με την κληρονομιά.
Παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Peđa Boljević είναι Σέρβος υπήκοος που γεννήθηκε το 1969 και ζει στην Ečka (Σερβία). Μέχρι το 2011/12, ο προσφεύγων θεώρησε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κάποιος κύριος Α. ήταν βιολογικός του πατέρας.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κληρονομιάς μετά το θάνατο του Α., ο προσφεύγων έλαβε γνώση απόφασης η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Α. δεν θα μπορούσε να ήταν βιολογικός του πατέρας. Τα δικαστήρια κατέληξαν ουσιαστικά σε αυτό το συμπέρασμα βάσει κατάθεσης μάρτυρα ο οποίος ανέφερε τη τελευταία συνάντηση της μητέρας του προσφεύγοντος με τον Α.
Τον Ιανουάριο του 2012, ο προσφεύγων και η μητέρα του ζήτησαν αναψηλάφηση της δίκης για αναγνώριση πατρότητας. Ισχυρίστηκαν κυρίως ότι ο προσφεύγων μόλις είχε μάθει για τις αποφάσεις του 1970, και ότι, ενώ η εξέταση DNA δεν ήταν δυνατή εκείνη τη στιγμή, μια τέτοια εξέταση θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιηθεί βάση δικαστικής απόφασης. Επιπλέον, ο Α. φερόταν ως ο πατέρας του προσφεύγοντος στο επίσημο μητρώο γεννήσεων.
Τα δικαστήρια στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση απέρριψαν το αίτημα, κρίνοντας ότι η υπόθεση είχε παραγραφεί. Συγκεκριμένα, οι αιτήσεις για εκ νέου άνοιγμα βάσει νέων γεγονότων ή αποδεικτικών στοιχείων έπρεπε να υποβληθούν εντός πέντε ετών από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης, που σημαίνει ότι ο προσφεύγων θα έπρεπε να καταθέσει το αίτημά του το 1977. Το Εφετείο πρόσθεσε επίσης ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι είχε πρόσφατα ενημερωθεί για τις αποφάσεις του 1970 δεν είχε σημασία, δεδομένου ότι τα δικαιώματά του είχαν διασφαλιστεί στην αρχική διαδικασία μέσω νόμιμου κηδεμόνα.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης κατά του προσφεύγοντος το 2014.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τη στέρηση της ευκαιρίας να αποδείξει ποιος ήταν πράγματι ο βιολογικός του πατέρας μέσω εξέτασης DNA.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άρνηση των σερβικών δικαστικών αρχών να κινήσουν εκ νέου την αστική διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1970 ήταν σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία. Δεν μπορούσε να εντοπίσει κανένα στοιχείο αυθαιρεσίας στη συλλογιστική των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων.
Επιπλέον, η άρνηση αυτή είχε επιδιώξει τους νόμιμους σκοπούς της διασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων. Συγκεκριμένα, οι προθεσμίες στις διαδικασίες που σχετίζονται με την πατρότητα είχαν ως στόχο να προστατεύσουν τα συμφέροντα αυτών που φέρονται ως πατέρες από παλιές αξιώσεις και να αποτρέψουν πιθανή αδικία σε περίπτωση που τα δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα να προβούν σε διαπιστώσεις γεγονότων τα οποία ανήκαν στο παρελθόν.
Ωστόσο, η διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου δεν αποτελούσε από μόνη της επαρκή λόγο για την στέρηση του δικαιώματος του προσφεύγοντος υιού να ανακαλύψει την αλήθεια για τον πατέρα του και την προέλευσή του, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης και τι διακυβεύονταν γι’ αυτόν, δηλαδή να ανακαλύψει μια σημαντική πτυχή της προσωπικής του ταυτότητας.
Πράγματι, όπως αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση, δεν υπήρχε νομικός τρόπος για τον προσφεύγοντα ώστε να παραταθεί η προθεσμία για το αίτημά του για αναψηλάφηση. Το Δικαστήριο επισήμανε ειδικότερα ότι, από όσο γνώριζε ο προσφεύγων, ο Α. ήταν ο βιολογικός του πατέρας μέχρι τη διαδικασία κληρονομιάς το 2011/12. Επιπλέον, ο Α. είχε αναγνωριστεί ως πατέρας του στα πιστοποιητικά γέννησης που εκδόθηκαν το 2014 και το 2019.
Σε κάθε περίπτωση, η ιδιωτική ζωή ενός αποθανόντος, στην περίπτωση του Α., δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί αρνητικά μετά από αίτημα για δείγμα DNA και δεν υπήρχε ένδειξη στο φάκελο της υπόθεσης για το ποιά θα ήταν η αντίδραση της οικογένειας σε πιθανή εξέταση DNA.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι παρόλο που τα κράτη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν σχετικά με ευαίσθητα θέματα, όπως αυτά της υπόθεσης του προσφεύγοντος, διαπίστωσε ότι στην προκειμένη υπόθεση οι σερβικές αρχές δεν είχαν εξασφαλίσει το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος, όπως αυτή εγγυάται η Σύμβαση.
Κατά συνέπεια, στις πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική ζημία που υπέστη ο προσφεύγων.