Η μοναδικότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε μια νομική καινοτομία την οποία διέπλασε στη δεκαετία του 1960 το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η καινοτομία αυτή συνίσταται στο ότι η ευρωπαϊκή συνεργασία γίνεται αντιληπτή ως μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων για τη δημιουργία κοινού πλαισίου το οποίο όχι μόνο διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών, αλλά επίσης αποτελεί άμεση πηγή δικαιωμάτων και ελευθεριών που οι πολίτες δύνανται να επικαλούνται έναντι των εθνικών και ευρωπαϊκών αρχών. Σύμφωνα με τις Συνθήκες, το ζήτημα των αρμοδιοτήτων της Ενωσης διέπεται από την αρχή της «δοτής αρμοδιότητας», κατά την οποία οι εξουσίες που ασκούνται σε επίπεδο Ενωσης είναι μόνον εκείνες που της έχουν πράγματι αναθέσει τα κράτη μέλη, ενώ όποια αρμοδιότητα δεν έχει μεταβιβαστεί, εξακολουθεί να ασκείται από τα κράτη αυτά. Επιπλέον, η Ενωση, όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί, οφείλει να τηρεί τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Oι δύο αρχές αυτές ρυθμίζουν, λοιπόν, την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν ήδη ανατεθεί στην Ενωση.
Οπως οποιαδήποτε άλλη έννομη τάξη, η έννομη τάξη της Ενωσης μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τη συνδρομή αρμόδιων δικαστηρίων ενώπιον των οποίων οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιες αρχές μπορούν να επικαλούνται, σε ολόκληρη την Ενωση και έναντι της Ενωσης, τα δικαιώματά τους επί ίσοις όροις. Από την άποψη, επίσης, αυτή η Ενωση συνιστά ένα μοναδικό πρότυπο δικαιικής ολοκλήρωσης, καθώς βασίζεται όχι μόνο στα δύο δικαιοδοτικά όργανα της Ενωσης (το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο), αλλά επίσης και κυρίως στα δικαστήρια των κρατών- μελών. Τα δικαστήρια αυτά, όταν δικαιοδοτούν σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ενωσης, καθίστανται εγγυητές της εφαρμογής του.
Το δικαιοδοτικό αυτό σύστημα είναι όχι μόνο μοναδικό και σύνθετο, αλλά επίσης εύθραυστο και ευαίσθητο, δεδομένου ότι στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπιστοσύνη: αφενός, εμπιστοσύνη στο ότι όλα τα δικαστήρια που μετέχουν στο εν λόγω σύστημα έχουν μια κοινή, εναρμονισμένη αντίληψη των αντίστοιχων ρόλων τους και, αφετέρου, αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των ίδιων των δικαστηρίων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο επιθυμώ να εκφράσω την έντονη ανησυχία μου όσον αφορά δύο εξελίξεις οι οποίες, εκπορευόμενες από δύο διαμετρικά αντίθετες βουλήσεις, αποδυναμώνουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ενωσης και υπονομεύουν την αρχή του κράτους δικαίου στην οποία στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η πρώτη εξέλιξη είναι πρόσφατη. Πρόκειται για την απόφαση που εξέδωσε στις 5 Μαΐου 2020 το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο κράτους-μέλους στο οποίο η τήρηση των κανόνων δικαίου είναι απαρέγκλιτη.
Η υπόθεση αφορά τη θέση σε εφαρμογή, στη Γερμανία, απόφασης που είχε εκδώσει η ΕΚΤ το 2015 σχετικά με πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές. Στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο υπέβαλε, ορθώς πράττοντας, προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με τη συμβατότητα του προγράμματος αυτού με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Εντούτοις, με την απόφαση της 5ης Μαΐου 2020, έκρινε ότι η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο επί των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων ήταν αντικειμενικώς ακατανόητη, και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων του. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο προσάπτει, ιδίως, στο Δικαστήριο ότι δεν έλεγξε με επαρκή αυστηρότητα την αναλογικότητα των μέτρων που έλαβε η ΕΚΤ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, απαγόρευσε στις γερμανικές ομοσπονδιακές αρχές, ιδίως δε στην Bundesbank, να θέσουν σε εφαρμογή, επί του παρόντος, την απόφαση της ΕΚΤ.
Αυτή η άνευ προηγουμένου εξέλιξη θα μπορούσε να έχει συστημικές επιπτώσεις στην έννομη τάξη της Ενωσης. Πράγματι, η λογική του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αν εξωθηθεί στα όριά της, θα μπορούσε να σημαίνει ότι κάθε εθνικό δικαστήριο δύναται να επιβάλει τη δική του αντίληψη ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό δίκαιο από τα ευρωπαϊκά ή από τα εθνικά θεσμικά όργανα. Προφανώς, η σκοπιά από την οποία αποφαίνεται ένα εθνικό συνταγματικό δικαστήριο δεν είναι ίδια με εκείνη του ενωσιακού δικαστή πρώτου βαθμού, την ιδιότητα του οποίου φέρω ο ίδιος. Ωστόσο, συμβαίνει και σε εμένα να διαφωνώ ενίοτε με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου ή με την έκταση του δικαστικού ελέγχου τον οποίο προκρίνει. Αυτό είναι φυσιολογικό, διότι το δίκαιο δεν είναι θετική επιστήμη, αλλά κανονιστική δραστηριότητα η οποία διακρίνεται εκ των πραγμάτων από υποκειμενικότητα. Η συνεργασία των συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών-μελών, αφενός, και του Δικαστηρίου, αφετέρου, για τον από κοινού καθορισμό των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ενωσης εντάσσεται, κατά την άποψή μου, σε μια διαδικασία υγιούς και φυσιολογικού δικαστικού διαλόγου, ιδίως όταν πρόκειται για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ενωσης.
Αντιθέτως, όταν ένα εθνικό δικαστήριο επιδιώκει να επιβάλει τις εθνικές μεθόδους ερμηνείας και ελέγχου σε σχέση με πράξεις τις οποίες εκδίδουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στον τομέα των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, τότε αντικαθιστά το Δικαστήριο και διακυβεύει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών. Μπορεί να γίνεται λόγος για ισότητα μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών, αν ορισμένοι ευρωπαϊκοί κανόνες εφαρμόζονται σε κάποια κράτη-μέλη και σε κάποια άλλα όχι;
Η απόφαση της 5ης Μαΐου 2020 ενδέχεται, κατά τρόπο παράδοξο, να ενισχύσει τη δεύτερη και ακόμη πιο ανησυχητική τάση που συνίσταται στην αποδόμηση του κράτους δικαίου σε ορισμένα κράτη-μέλη. Στα κράτη αυτά, η κυβερνητική πλειοψηφία θέτει, με σταδιακά αλλά σταθερά βήματα, τα εθνικά δικαστήρια υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Τέτοιες πρακτικές υπονομεύουν τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εκδίδουν, με πλήρη ανεξαρτησία, αποφάσεις σύμφωνες προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, πλην όμως αντίθετες προς τα συμφέροντα των κυβερνώντων, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ομοιόμορφη εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Επιπλέον, τα κράτη-μέλη αυτά παρεμποδίζουν ευθέως τη συνεργασία μεταξύ όλων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ενωσης, τόσο στον τομέα των ποινικών όσο και στον τομέα των διοικητικών ή των αστικών υποθέσεων. Θα μπορούν ακόμη οι δικαστές των άλλων κρατών-μελών να εμπιστεύονται τις κρίσεις που διατυπώνουν οι φιμωμένοι συνάδελφοί τους; Η μεροληπτική απονομή δικαιοσύνης εμποδίζει επίσης τις συναλλαγές σε ατομικό και εμπορικό επίπεδο. Επομένως, οι ανωτέρω αυταρχικές ενέργειες μπορούν να έχουν έμμεσες επιπτώσεις που βαίνουν πολύ πέραν της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ δικαστηρίων. Αν συγκεκριμένες χώρες δεν μπορούν πλέον να διασφαλίσουν την εφαρμογή των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου, τότε θέτουν εαυτές εκτός έννομης τάξης της Ενωσης και αποχωρούν, de facto, από το κοινό εγχείρημα. Δεν αποκλείεται εντέλει να τεθεί το ερώτημα αν πρόκειται για συγκεκαλυμμένη αποχώρηση από την Ενωση.
* O κ. Marc Van der Woude είναι πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ιδιότητα του προέδρου του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στην έντυπη έκδοση της «Κ» χρησιμοποιήθηκε εκ παραδρομής.
https://www.kathimerini.gr/1082702/article/epikairothta/politikh/h-ennomh-ta3h-ths-ee-se-kindyno