ΑΠΟΦΑΣΗ
Σταυρόπουλος κ.α. κατά Ελλάδας της 25.06.2020 (αριθμ. προσφ. 52484/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρακτική ορισμένων Ληξιαρχείων στην Ελλάδα να αναφέρουν στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης χειρόγραφα τη λέξη ονοματοδοσία των παιδιών. Οι προσφεύγοντες, γονείς και κόρη, παραπονέθηκαν ότι η χειρόγραφη σημείωση «ονοματοδοσία» στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της κόρης δίπλα στο όνομά της, υπονοούσε ότι δεν είχε βαφτιστεί.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με τους προσφεύγοντες ότι η σημείωση του ληξιαρχείου Αμαρουσίου είχε ιδιαίτερη χροιά και διαπίστωσε ότι η συμπερίληψη τέτοιων πληροφοριών σε ένα τέτοιο δημόσιο έγγραφο με πολυχρηστικότητα αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά τους να μην αποκαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους.
Η συμπερίληψη της σημείωσης δεν ήταν απαραίτητη και δεν είχε προβλεφθεί στο νόμο, αλλά ήταν περισσότερο αποτέλεσμα μιας ευρείας αντίληψης των ελληνικών Ληξιαρχείων ότι υπήρχαν δύο εναλλακτικές διαδικασίες για την απόκτηση ενός ονόματος, αφενός μέσω βάπτισης και αφετέρου μέσω ονοματοδοσίας, και ότι μόνο όσοι δεν βαφτίζονταν, λάμβαναν όνομα μέσω ονοματοδοσίας.
Παραβίαση του άρθρου 9 (ελευθερία της θρησκείας) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 9
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Νικόλαος Σταυρόπουλος, Ιωάννα Κραβάρη και η κόρη τους Σταυρούλα-Δωροθέα Σταυροπούλου, είναι Έλληνες υπήκοοι. Ζουν στην Οξφόρδη.
Η κόρη του ζευγαριού γεννήθηκε το 2007 και η γέννησή της καταχωρήθηκε στο Ληξιαρχείο του Αμαρουσίου. Το όνομα της καταγράφηκε στη ληξιαρχική πράξη γέννησής της και δίπλα σημειώθηκε χειρόγραφα η λέξη «ονοματοδοσία» μέσα σε παρένθεση.
Τον Οκτώβριο του 2007, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν Αίτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας για ακύρωση της σημείωσης «ονοματοδοσία». Υποστήριξαν ότι αποτελούσε αναφορά στο γεγονός ότι το παιδί τους δεν είχε βαφτιστεί και έτσι αποκαλύπτονταν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Η Αίτησή τους απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, επειδή η επίδικη χειρόγραφη σημείωση δίπλα στο όνομα της τρίτης προσφεύγουσας απλώς επανέλαβε τη διατύπωση του εσωτερικού νόμου, δηλαδή του άρθρου 25 του νόμου αρ. 344/1976, που προέβλεπε ότι η αστική πράξη της «ονοματοδοσίας» ήταν ο μόνος νόμιμος τρόπος απόκτησης ενός ονόματος.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 9 (ελευθερία στη θρησκεία) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η σημείωση «ονοματοδοσία» στη ληξιαρχική πράξη της κόρης τους υπονοούσε ότι δεν είχε βαφτιστεί, και ότι ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά τους να μην υποχρεούνται να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 9 (ελευθερία στη θρησκεία)
Τα μέρη διαφωνούν ως προς το αν η χειρόγραφη σημείωση «ονοματοδοσία» στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της τρίτης προσφεύγουσας παραβίασε τα δικαιώματα των προσφευγόντων σύμφωνα με το άρθρο 9. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η σημείωση υπονοούσε ότι δεν είχε βαφτιστεί, ενώ η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι προστέθηκε ακούσια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, αν και η σημείωση δεν μπορεί από μόνη της να θεωρηθεί ως απόδειξη θρησκευτικών πεποιθήσεων ή ένδειξη απουσίας συγκεκριμένης θρησκευτικής πεποίθησης, ωστόσο η προσθήκη της σημείωσης στη ληξιαρχική πράξη γέννησης, λαμβάνοντας υπόψιν το ευρύτερο περιεχόμενο του εγγράφου, υπονοούσε ότι η τρίτη προσφεύγουσα δεν είχε βαφτιστεί.
Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε ο Έλληνας Διαμεσολαβητής ως παρεμβαίνων ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της χρήσης της λέξης «ονοματοδοσία» στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, αναφέρεται σε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση από ορισμένα ελληνικά Ληξιαρχεία ότι υπήρχαν δύο εναλλακτικές διαδικασίες για την απόκτηση ενός ονόματος, με τη βάπτιση και μέσω ονοματοδοσίας, και ότι μόνο εκείνοι που δεν έχουν βαπτιστεί έπρεπε να κινήσουν διαδικασία ονοματοδοσίας.
Επιπλέον, το επιχείρημα της κυβέρνησης αντικρούστηκε από τη Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης που επισυνάπτεται στις παρατηρήσεις της ίδιας, η οποία ισχυρίστηκε ότι τέτοιες σημειώσεις είχαν καταχωρηθεί και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, και από τον Διαμεσολαβητή, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι είχε δεχτεί καταγγελίες και παρενέβη επί του θέματος το 2006.
Πράγματι, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί ήταν απαραίτητο να αναφερθεί η λέξη «ονοματοδοσία» δίπλα στο όνομα της τρίτης προσφεύγουσας, αν δεν ήταν για να το διακρίνει από κάτι άλλο. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι υπήρχε τμήμα στη δεξιά πλευρά της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της τρίτης προσφεύγουσας σχετικά με τη βάπτιση, η οποία στην περίπτωσή της είχε μείνει κενή. Επομένως, το Ληξιαρχείο Αμαρουσίου δεν είχε γράψει κατά λάθος την υποσημείωση, όπως ισχυρίστηκε η κυβέρνηση, αλλά αντιθέτως ήθελε να επισημάνει τον τρόπο με τον οποίο το όνομα της τρίτης προσφεύγουσας είχε δοθεί.
Δεδομένου αυτού του πλαισίου, το Δικαστήριο συμμερίστηκε την άποψη των προσφευγόντων ότι η σημείωση «ονοματοδοσία» δίπλα στο όνομα της τρίτης προσφεύγουσας είχε μια ιδιαίτερη χροιά, δηλαδή ότι δεν είχε βαφτιστεί και ότι αυτή είχε λάβει το όνομά της μέσω ονοματοδοσίας.
Θεώρησε ότι η συμπερίληψη αυτών των πληροφοριών σε ένα έγγραφο που ήταν τόσο βασικό και απαραίτητο, π.χ. για εγγραφή στο σχολείο, είχε αποτελέσει παρέμβαση με το δικαίωμα των προσφευγόντων να μην υποχρεωθούν να αποκαλύψουν τις πεποιθήσεις τους, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Θα μπορούσε ακόμη και να τους εκθέσει σε κίνδυνο διακρίσεων στις συνδιαλλαγές τους με τις διοικητικές αρχές.
Επιπλέον, η παρέμβαση δεν είχε προβλεφθεί από νόμο αλλά είχε προκύψει από την πρακτική του Ληξιαρχείου Αμαρουσίου. Αν και το άρθρο 25 του νόμου αρ. 344/1976 προϋπέθετε ότι ένα άτομο είχε τη δυνατότητα να λάβει όνομα μέσω της ονοματοδοσίας, δεν υπήρχε ωστόσο η ανάγκη να αναγραφθεί η λέξη «ονοματοδοσία» για νεογέννητα που αποκτούν τα ονόματά τους με αυτόν τον τρόπο, σε αντίθεση με τη βάπτιση. Πράγματι, αυτή η πρακτική ήταν προφανώς διαδεδομένη και σε άλλα Ληξιαρχεία.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ.
Λοιπά άρθρα
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις σχετικά με το άρθρο 9, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία των προσφευγόντων για παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8.
Άρθρο 41 (Δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στους προσφεύγοντες 10.000 ευρώ από κοινού για ηθική βλάβη και 1.800 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.