Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάσισε στις 5 Μαΐου, με ψήφους επτά έναντι μιας, ότι τo πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, για την αγορά κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, από το 2015 μέχρι σήμερα, παραβιάζει την αρχή της δημοκρατίας/λαϊκής κυριαρχίας του συντάγματος της Γερμανίας.
Τη σχετική προσφυγή εναντίον της ΕΚΤ είχαν καταθέσει στο Δικαστήριο της Καρλσρούης μέλη του αντιευρωπαϊκού κόμματος AfD, αλλά και πρώην μέλη του βαυαρικού CSU. Η Καρλσρούη είχε υποβάλει, όπως όφειλε, σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ). Το ΔΕΕ αποφάσισε ότι το πρόγραμμα PSPP της ΕΚΤ είναι σύμφωνο με τις συνθήκες της Ε.Ε., οι οποίες φυσικά δεσμεύουν και τη Γερμανία, και το σύνταγμά της! Σημειωτέον ότι οι προδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια, με βάση το δίκαιο της Ε.Ε. Ομως η Καρλσρούη προτίμησε τη ρήξη με την Ε.Ε. και κάλεσε τη γερμανική κεντρική τράπεζα να μη συμμετάσχει στο PSPP τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο, οπότε θα λάβει την οριστική της απόφαση.
Η απόφαση της Καρλσρούης δεν αφορά το πρόγραμμα PEPP-Pandemic Emergency Purchase Programme της ΕΚΤ, που ξεκίνησε τον Μάρτιο 2020 ως απάντηση στην κρίση της πανδημίας, και αφορά αγορά ομολόγων έως 750 δισ. ευρώ.
Οι επικριτές της ΕΚΤ δεν αναγνωρίζουν τις θετικές επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής της α) στην απασχόληση και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και στη Γερμανία, β) στη σταθερότητα του ευρώ και γ) στην ισορροπημένη διεθνή ισοτιμία του, η οποία ευνοεί τις γερμανικές εξαγωγές. Επίσης, παραβλέπουν ότι τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και η χαλαρή νομισματική πολιτική είναι πλέον γενικευμένο φαινόμενο, που θα συνοδεύει μακροπρόθεσμα όλες ανεξαιρέτως τις ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη.
Αλλωστε, η ΕΚΤ καλεί εδώ και καιρό τις κυβερνήσεις να μη μετακυλίουν σκόπιμα όλο το βάρος άσκησης οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης στη νομισματική πολιτική, τονίζοντας ότι αυτή η τακτική έχει εξαντλήσει τα όριά της. Η Ευρωζώνη όφειλε να έχει αναπτύξει κοινή δημοσιονομική πολιτική και προϋπολογισμό, αλλά το Eurogroup δεν κατάφερε ποτέ να συμφωνήσει, παρά το ότι η Επιτροπή έχει υποβάλει σχετικές προτάσεις από το 2017!
Οι απαντήσεις της ΕΚΤ, του Δικαστηρίου της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν άμεσες και ξεκάθαρες, όπως έπρεπε να είναι. Πρώτη απάντησε στις 6 Μαΐου η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, τονίζοντας ότι ουδείς μπορεί να εκφοβίσει την ΕΚΤ, που θα συνεχίσει να υλοποιεί απερίσπαστη το πρόγραμμα PSPP, και ότι η ΕΚΤ θα αποφασίζει πάντοτε με πλήρη ανεξαρτησία, λογοδοτώντας μόνο στο ΔΕΕ και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ουδέποτε στα εθνικά δικαστήρια ή στα εθνικά κοινοβούλια.
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. απάντησε στις 8 Μαΐου με δελτίο Τύπου των υπηρεσιών του, υπενθυμίζοντας ότι η προδικαστική απόφαση του ΔΕΕ δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο και ότι το ΔΕΕ είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει εάν πράξη θεσμικού οργάνου της Ενωσης, όπως η ΕΚΤ, είναι αντίθετη στο δίκαιο της Ε.Ε. Επιπλέον, τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. θα έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα του νομικού συστήματος της Ενωσης και την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, τονίζουν οι υπηρεσίες του ΔΕΕ, καταλήγοντας ότι ούτε οι υπηρεσίες ούτε το ίδιο το ΔΕΕ πρόκειται να προβούν σε άλλη δήλωση για το θέμα αυτό!
Στις 10 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με ανακοίνωση της προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρώην υπουργού Αμυνας της Γερμανίας, επισήμανε ότι λαμβάνει δεόντως υπόψη τη δήλωση του ΔΕΕ. Σε αυτό το πνεύμα, η Επιτροπή υποστηρίζει τρεις βασικές αρχές: α) Η νομισματική πολιτική της Ενωσης είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Ενωσης, β) το δίκαιο της Ε.Ε. υπερισχύει του εθνικού δικαίου και γ) οι αποφάσεις του ΔΕΕ είναι δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια. Ο τελευταίος λόγος για την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ε.Ε. ανήκει πάντα στο ΔΕΕ και σε κανέναν άλλον, ενώ καθήκον της Επιτροπής είναι να διασφαλίζει την ορθή λειτουργία του ευρώ και της έννομης τάξης της Ε.Ε., κατά συνέπεια θα εξετάσει και την πιθανή έναρξη διαδικασίας επί παραβάσει εναντίον της Γερμανίας, καταλήγει η πρόεδρος της Επιτροπής.
Είναι σαφές ότι τα τρία υπερεθνικά θεσμικά όργανα της Ε.Ε. δεν πρόκειται να ανεχθούν παρέμβαση της Καρλσρούης στις αποκλειστικές αρμοδιότητές τους, όπως απορρέουν από τις συνθήκες.
Αναμένουμε τις εξελίξεις εντός της Γερμανίας, όπου η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα καλούνται να πλεύσουν ανάμεσα στην απόφαση της Καρλσρούης και στην ενδεχόμενη καταδίκη της Γερμανίας από το ΔΕΕ!
Απευθυνόμενη στις 13 Μαΐου στην Ομοσπονδιακή Βουλή, την Μπούντεσταγκ, η καγκελάριος Μέρκελ τόνισε την αδιαπραγμάτευτη θέση της κυβέρνησης υπέρ του ευρώ, και ότι η Ευρωζώνη πρέπει να αναπτύξει κοινή οικονομική πολιτική και να προχωρήσει στην ολοκλήρωσή της. Μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σημαίνει πιο δυναμική απάντηση της Ευρώπης στη σημερινή πρωτόγνωρη κρίση και έτσι θα μπορεί και η ΕΚΤ να εργαστεί σε ένα πιο σταθερό περιβάλλον, είπε η καγκελάριος, ενώ αναφέρθηκε και στην πολιτική ένωση και στον Ζακ Ντελόρ: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε όσα έλεγε ο Ζακ Ντελόρ όταν δημιούργησε το ευρώ, ότι χρειαζόμαστε και την πολιτική ένωση, μόνη η νομισματική ένωση δεν είναι επαρκής»!
Στις 18 Μαΐου, ο πρόεδρος Μακρόν και η καγκελάριος Μέρκελ ανακοίνωσαν κοινό σχέδιο με τρεις νέες προτάσεις για την Ε.Ε.: α) Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 500 δισ., για επιχορηγήσεις στις περιφέρειες και στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση της πανδημίας. Η Επιτροπή θα δανειστεί τα 500 δισ., με εγγυητές τα κράτη-μέλη. β) Κοινή πολιτική υγείας της Ε.Ε. και γ) ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Ευρώπης στους στρατηγικούς βιομηχανικούς τομείς.
Στις 27 Μαΐου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενισχυμένη από την πρόταση του αναζωογονημένου γαλλογερμανικού άξονα, παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φιλόδοξη και θαρραλέα πρότασή για Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-27 ύψους 1.100 δισ., με επιπλέον 750 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα δανεισθεί η Επιτροπή. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα δώσει 500 δισ. επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευνοϊκά δάνεια. Αναμένουμε τώρα τις διαπραγματεύσεις, ιδίως με τους τέσσερις φειδωλούς της Ε.Ε.: Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Δανία.
Ο πρόεδρος Μακρόν υποστηρίζει την εμβάθυνση του ευρώ, ενώ η Ελλάδα και ακόμη εννέα κράτη-μέλη επιθυμούν την εμβάθυνση της Ευρωζώνης. Η διαφαινόμενη σύμπλευση της Γερμανίας θα δημιουργήσει ισχυρή μεταρρυθμιστική πλειοψηφία τουλάχιστον δώδεκα κρατών-μελών, προμηνύοντας εμβάθυνση της Ευρωζώνης. Εκτιμούμε ότι οι «δύσκολοι και φειδωλοί» της Ευρωζώνης, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία, θα αποδεχθούν τελικά κάποιες μεταρρυθμίσεις, ενδεχομένως παίρνοντας κάποια ανταλλάγματα!
Να λοιπόν που η «αργοκίνητη» Ευρώπη προχωράει εντυπωσιακά, μέσα σε ένα μήνα. Η πρόοδος συμβαίνει και πάλι σε περίοδο κρίσης! Ισως γιατί στις κρίσεις οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ξανά πόσο μικροί και αδύναμοι είναι στον σημερινό κόσμο, χωρίς την Ενωμένη Ευρώπη.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να πρωταγωνιστήσει στις διαγραφόμενες εξελίξεις. Μπορεί να το επιτύχει, στοχεύοντας σε δύο κύριους άξονες δράσης:
Πρώτον, τη συντεταγμένη έξοδο από την κρίση της πανδημίας και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων με στόχο: α) Τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και την αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, σε συνδυασμό με περισσότερες ποιοτικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, β) τον εκσυγχρονισμό, την ψηφιοποίηση και αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και γ) την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, ενόψει της επιταχυνόμενης μετάβασης της Ε.Ε. στην οικολογική και ψηφιακή οικονομία και κοινωνία του μέλλοντος.
Δεύτερον, τη συνεχή επεξεργασία ποιοτικών και λεπτομερών (γιατί, ως γνωστόν, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες) ελληνικών θέσεων και προτάσεων, και ενεργό ρόλο σε δυναμικές συμμαχίες, τόσο στις επικείμενες διαπραγματεύσεις στην Ε.Ε. όσο και στη συνδιάσκεψη για το μέλλον της Ε.Ε., που θα αρχίσει μέσα στο 2020.
* Ο κ. Γιώργος Κολυβάς είναι πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρώην αντιπρόεδρος του ΤΕΜΠΜΕ και του ΕΤΕΑΝ. Επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών Dusan Sidjanski, στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης.