ΑΠΟΦΑΣΗ
Antonov κατά Βουλγαρίας της 28.05.2020 (αρ. προσφ. 58364/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιστροφή φόρου και υπαίτια καθυστέρηση στην εκτέλεση αποφάσεων.
Στον προσφεύγοντα καταλογίστηκε εσφαλμένα ένα μεγάλο ποσό φόρων. Προσέφυγε στα εγχώρια Δικαστήρια τα οποία τον δικαίωσαν και διέταξαν την αρμόδια φορολογική αρχή να επιστρέψει τους αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους. Παρά ταύτα, η φορολογική αρχή, χωρίς να προσκομίσει νέα στοιχεία συνέχισε τις δικαστικές ενέργειές της με επιμονή, αναγκάζοντας έτσι τον προσφεύγοντα να συμμετάσχει σε πολλές άσκοπες διαδικασίες. Η επιστροφή των χρημάτων ολοκληρώθηκε μετά από 3.5 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα είχαν πλειστηριαστεί προσωπικά του αντικείμενα.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η «οφειλή» μπορεί να συνιστά περιουσία και εμπίπτει στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι επαναλαμβανόμενες άσκοπες δικαστικές ενέργειες της φορολογικής αρχής εκ των οποίων όλες απορρίφθηκαν, δεν ήταν δικαιολογημένες. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η υπερβολική καθυστέρηση στην εκτέλεση των τελεσίδικων αποφάσεων που διέταζαν την επιστροφή του ποσού στον προσφεύγοντα το οποίο αχρεωστήτως καταλογίστηκε σε αυτόν από τις κρατικές αρχές, αναστάτωσε την εύλογη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του γενικού και του ατομικού συμφέροντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του ΠΠΠ).
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Ιδιαίτερα χρήσιμη η απόφαση. Οι φορολογικές αρχές όχι μόνον δεν κατέβαλαν τους αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους στον προσφεύγοντα φορολογούμενο μετά από έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων αλλά αντίθετα καθυστερούσαν για 3,5 χρόνια και τον ταλαιπωρούσαν με άσκοπες και αναποτελεσματικές διαδικασίες επανάληψης. Παράλληλα μη εκτελώντας τις αμετάκλητες αποφάσεις του εκπλειστηρίαζαν προσωπική του περιουσία! Δίκαιη και ορθή η καταδικαστική απόφαση του Στρασβούργου για την απαράδεκτη και καταχρηστική συμπεριφορά των εγχώριων φορολογικών αρχών. Είναι μια απόφαση οδηγός για την καταδίκη της καταχρηστικότητας των φορολογικών μηχανισμών.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Yordan Antonov, είναι Βούλγαρος υπήκοος που γεννήθηκε το 1940 και ζει στο Okorsh, στη περιοχή Silistra (Βουλγαρία).
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του ότι οι αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις οι οποίες διέταξαν επιστροφή φόρου.
Το 2000-01 ο προσφεύγων ελέγχθηκε από τις φορολογικές αρχές. Εξέδωσαν φορολογική βεβαίωση επιβολής προστίμου καταλογίζοντας του το ποσό των 55.013.43 λεβ Βουλγαρίας (BGN) (ισόποσο περίπου 28.128 ευρώ) ως φόρο προστιθέμενης αξίας και φόρο εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των τόκων.
Ωστόσο, το 2004, μετά από διαδικασία δικαστικού ελέγχου, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βάρνας έδωσε εντολή στη φορολογική αρχή να διενεργήσει νέο έλεγχο. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φορολογική εκτίμηση του 2001 έγινε κατά παράβαση των νομίμων διατάξεων επειδή ο προσφεύγων είχε ελεγχθεί ως άτομο, ενώ οι φόροι που καταλογίστηκαν σχετίζονταν με τη δραστηριότητα ιδιωτικής γεωργικής ένωσης στην οποία ήταν νόμιμος εκπρόσωπος.
Μετά από νέο έλεγχο το 2004 που κάλυπτε την ίδια περίοδο με εκείνη της εκτίμησης του 2001, οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν άλλη εκτίμηση, επιβάλλοντας στον προσφεύγοντα 40.729,81 BGN (20.825 ευρώ). Ο προσφεύγων κίνησε περαιτέρω διαδικασίες δικαστικού ελέγχου και το 2007 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο («SAC») παρέβλεψε την αξιολόγηση του 2004, διαπιστώνοντας ότι οι φόροι που επιβλήθηκαν δεν έπρεπε να καταλογιστούν. Στις αμετάκλητες αποφάσεις του Νοεμβρίου 2008 και Δεκεμβρίου 2008, το SAC εξέδωσε την ίδια απόφαση και διέταξε τις αρχές να αποζημιώσουν τον προσφεύγοντα εντόκως.
Τα αιτήματα επιστροφής χρημάτων του προσφεύγοντος στη συνέχεια ανεστάλησαν εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας από την φορολογική αρχή που ζητούσε την ακύρωση και την επανάληψη της διαδικασίας.
Οι ενέργειες των αρχών ήταν τελικά ανεπιτυχείς και 3,5 χρόνια αργότερα, επιστράφηκαν στον προσφεύγοντα οι αχρεωστήτως καταβληθέντες φόροι.
Εν τω μεταξύ, μεταξύ των ετών 2003 και 2008, οι αρχές εκπλειστηρίασαν έναν αριθμό προσωπικών αντικειμένων του προσφεύγοντος για την επιβολή φορολογικών αξιολογήσεων του 2001 και 2004.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την παρατεταμένη αποτυχία της φορολογικής αρχής να του επιστρέψει τους αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους, παρά την έκδοση δύο αμετάκλητων αποφάσεων υπέρ του, ισχυριζόμενος ότι είχε χρησιμοποιήσει διαδικαστικούς ελιγμούς για να καθυστερήσει την πληρωμή.
ΤΟ ΣΤΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένα χρέος δύναται να συνιστά «περιουσία» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου εάν είναι επαρκώς εκκαθαρισμένο ώστε να είναι εκτελεστό. Ομοίως, η αδυναμία για τον προσφεύγοντα να λάβει την εκτέλεση απόφασης υπέρ του σε εύθετο χρόνο συνιστά παρέμβαση στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, όπως ορίζεται στην πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου .
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 5 του TSSCP, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημίωσης των φορολογουμένων, η φορολογική αρχή υποχρεούται να συμψηφίσει ή να επιστρέψει εντός 30 ημερών τυχόν ποσά που έχουν αχρεωστήτως καταβληθεί ή εισπραχθεί για φόρους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επομένως ότι, βάσει των δύο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων υπέρ του προσφεύγοντος και των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, ο προσφεύγων είχε δικαιολογημένη προσδοκία και ως εκ τούτου «περιουσία» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που αποτελείται από το δικαίωμα επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ο προσφεύγων έλαβε επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών το 2012, μετά από περισσότερο από 3,5 έτη μετά την έκδοση των αμετάκλητων αποφάσεων του SAC. Η καθυστέρηση στην εκτέλεση των αποφάσεων υπέρ του και η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η κατάσταση αυτή έπρεπε να εξεταστεί σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο καθορίζει τη γενική αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει σχετικά με την καταβολή φόρων ότι η οικονομική υποχρέωση που προκύπτει από την επιβολή φόρων ή εισφορών ενδέχεται να παραβιάζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 1 του ΠΠΠ εάν οι όροι επιστροφής επιβαρύνουν υπερβολικά το πρόσωπο που αφορά ή παρεμβαίνουν ουσιαστικά στην οικονομική του ασφάλεια.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, το κράτος αντί να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και να προβεί στην επιστροφή χρημάτων εντός 30 ημερών, όπως ορίζεται από τις νομοθετικές διατάξεις, οι φορολογικές αρχές ζήτησαν την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων και την επανάληψη της διαδικασίας. Ενώ το Δικαστήριο δεν αμφιβάλλει ότι οι αρχές πρέπει να έχουν επαρκή περιθώρια για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους στον τομέα της φορολογικής πολιτικής, ώστε να διασφαλίσουν την καταβολή των φόρων χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα νομικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι οι επαναλαμβανόμενες ενέργειές τους, που όλες απορρίφθηκαν, ήταν δικαιολογημένες στις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης.
Ειδικότερα, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η φορολογική αρχή ζήτησε την ακύρωση για λόγους που σαφώς δεν εμπίπτουν στους λόγους που θεσπίζει η πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Απλώς επανέλαβε τους ισχυρισμούς της, τους οποίους το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει προσεκτικά και απέρριψε κατά τη διαδικασία δικαστικής επανεξέτασης και δεν προέβαλε κανέναν από τους νομικούς λόγους ακυρότητας βάσει του εσωτερικού δικαίου, δηλαδή την παράνομη σύνθεση του δικαστηρίου, την έλλειψη δικαιοδοσίας, την έλλειψη υπογραφών ή απόλυτη έλλειψη αιτιολογίας. Η κυβέρνηση δεν εξήγησε, υπό αυτές τις συνθήκες, πώς η πρωτοβουλία των φορολογικών αρχών να κινήσουν τη διαδικασία ακύρωσης είχε οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας. Ωστόσο, οι φορολογικές αρχές συνέχισαν τις ενέργειές τους με επιμονή, αναγκάζοντας έτσι τον προσφεύγοντα να συμμετάσχει σε πολλές άσκοπες διαδικασίες. Ως αποτέλεσμα, τα αιτήματά του για επιστροφή χρημάτων έμειναν εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας ακύρωσης των αποφάσεων. Ο χρόνος που πέρασε από την έκδοση των αμετάκλητων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2008, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του προσφεύγοντος για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων μέχρι την πληρωμή τους το 2012, ήταν πάνω από 3,5 χρόνια.
Επιπλέον, δεν μπορούσε να μην ληφθεί υπόψιν ότι είχε ήδη κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του αρκετά χρόνια πριν, με αποτέλεσμα τον πλειστηριασμό προσωπικών αντικειμένων. Επιπλέον, καθώς η αντιπαράθεση με τις φορολογικές αρχές συνεχίστηκε μετά τις αποφάσεις του SAC υπέρ του, αναγκάστηκε να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά των φορολογικών αρχών βάσει του νόμου του 1988. Ωστόσο, αυτές οι διαθέσιμες εγχώριες προσφυγές αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές και δεν του παρείχαν αποζημίωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Υπό το ανωτέρω πρίσμα, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των αμετάκλητων αποφάσεων του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και στην επιστροφή του ποσού στον προσφεύγοντα που αχρεωστήτως καταλογίστηκε σε αυτόν από τις κρατικές αρχές, αναστάτωσαν την εύλογη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του γενικού και του ατομικού συμφέροντος.
Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.930 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).