Της Δήμητρας Καδδά
Πτώση και τον Ιούνιο, εν αντιθέσει με την αλλαγή τάσης κατά μέσο όρο στην ΕΕ καταγράφεται στην πορεία του οικονομικού κλίματος σε δύο μεγάλους τομείς της οικονομίας: στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες.
Συνολικά ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα ανέκαμψε τον Ιούνιο σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ που κοινοποιεί η Κομισιόν στις 97,6 μονάδες, από τις 94,6 μονάδες το Μάιο.
Η τάση ήταν πιο έντονα ανοδική στην ΕΕ (σ.σ. καθώς προηγήθηκε και μεγαλύτερη πτώση) από τις 70,8 μονάδες τον Μάιο στις 82,7 μονάδες και καταγραφόταν σε όλους τους επί μέρους κλάδους.
Στην Ελλάδα η άνοδος στηρίχθηκε στη βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στους καταναλωτές, αλλά και στο εμπόριο και στις κατασκευές.
Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν αποδεικνύουν ότι οι τριγμοί συνεχίζουν να υφίστανται, με το οικονομικό επιτελείο άλλωστε να προβλέπει πτώση της τουριστικής κίνησης στο πιο καλό σενάριο κατά 60% το κρίσιμο για τις εισπράξεις δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, αλλά και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να επισημαίνει πως οι πιέσεις σε τουρισμό και εστίαση θα είναι ισχυροί.
Σε μία αναλυτική εκτίμηση της κατάστασης και των επιπτώσεων στην Ελληνική οικονομία ανά κλάδο προέβη και η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Σε ειδικά κεφάλαια , κάνει υπόθεση πτώσης της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά 80% τον Ιούλιο και κατά 50% έως και τον Σεπτέμβριο. Υπολογίζει ότι συνολικά το 2020 η απώλεια σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας θα φτάσει στο 7,7% αν και η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει σαφές ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν έχουν προσμετρήσει τα μέτρα της κυβέρνησης τα οποία συνυπολογίζει στα τρία σενάρια για την πορεία του ΑΕΠ (αναμένει ύφεση -4,4% έως -9,4% και ανάκαμψη το 2021).
Στις απώλειες των κλάδων της οικονομίας σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας υπολογίζεται πως ο τομέας με τις σημαντικότερες απώλειες είναι αυτός των υπηρεσιών λόγω των διοικητικών προσαρμογών, τόσο στην περίοδο της καραντίνας όσο και στην περίοδο επαναφοράς, αλλά και λόγω της σύνδεσής του με την τουριστική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, οι απώλειες του τουριστικού κλάδου εκτιμώνται σε 3,9% και των λοιπών υπηρεσιών σε 3,2% για το σύνολο του έτους
Η ΤτΕ εκτιμά επίσης ότι η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και των μεταφορών, οι δυσχέρειες στις εισαγωγικές και εξαγωγικές διαδικασίες και βέβαια ο περιορισμός ή/και η αναβολή της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα επηρέασαν τη μεταποίηση και ιδιαίτερα κλάδους που είναι περισσότερο ενσωματωμένοι στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Σε μικρότερο βαθμό φαίνεται ότι επηρεάζεται ο κλάδος των τροφίμων. Αντιθέτως, υπερδραστηριότητα υποθέτουμε για τον κλάδο παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων.
Επισημαίνει πως η σημαντικότερη αβεβαιότητα προέρχεται από την τουριστική δραστηριότητα. Στην περίπτωση που οι αεροπορικές μεταφορές και η εξωτερική ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών αποκατασταθούν σε βαθμό χαμηλότερο από τον αναμενόμενο ή προκύψουν δυσμενείς εξελίξεις σε σχέση με την πανδημία παγκοσμίως, τότε οι συνδεδεμένοι κλάδοι της εστίασης και των καταλυμάτων αναμένεται να επηρεαστούν ακόμη εντονότερα.
Αναφέρει όμως και πως υπάρχουν εξελίξεις που μπορεί να επενεργήσουν θετικά. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα βελτίωσε την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και την ανέδειξε ως ασφαλή τουριστικό προορισμό, δημιουργώντας ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Επιπλέον, οι συνθήκες που επικράτησαν στη διάρκεια της καραντίνας εκτιμάται ότι οδήγησαν σε επιτάχυνση της ψηφιακής προσαρμογής τόσο στο Δημόσιο, όσο και σε τομείς του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα. Τέλος, ενδέχεται κάποιοι κλάδοι, περισσότερο στα αγαθά παρά στις υπηρεσίες, να παρουσιάσουν αυξημένη δραστηριότητα στο χρονικό διάστημα μετά την περίοδο επαναφοράς προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη ζήτηση που δεν ικανοποιήθηκε στη διάρκεια της καραντίνας
Πορεία τουρισμού
Ειδικά για τον τουρισμό αναφέρεται πως πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό διαγράφονταν θετικές. Ωστόσο, η επιβολή μέτρων περιορισμού ή αναστολής της δραστηριότητας – λόγω της πανδημίας – σε τομείς της οικονομίας που σχετίζονται στενά με τον τουρισμό (εστίαση, ξενοδοχεία, μεταφορές κ.λπ.) είχε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση των σχετικών υπηρεσιών.
Η ζήτηση επηρεάζεται αρνητικά από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ταξιδιωτών (οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από οικονομίες που έχουν πληγεί) και από την αβεβαιότητα που πηγάζει από την υγειονομική κρίση όσο αυτή δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί. Από την άλλη πλευρά, η προσφορά υπηρεσιών έχει ήδη περιοριστεί από την προσωρινή διακοπή λειτουργίας της οικονομίας, ενώ η επανεκκίνηση γίνεται υπό περιορισμούς με στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η ΤτΕ εξηγεί ότι η “τουριστική” ζήτηση, εκτός από την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών από τους επισκέπτες μιας περιοχής, περιλαμβάνει και τη δημόσια κατανάλωση (π.χ. για μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, προβολή και διαφήμιση) και τις επενδύσεις του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος (κατασκευή καταλυμάτων και έργων υποδομής). Επίσης, στην τουριστική ζήτηση εντάσσονται όλοι οι κλάδοι που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες στους επισκέπτες μιας περιοχής και όχι μόνο οι κλάδοι του τουρισμού. Ως αποτέλεσμα, η συνολική συμβολή, όπως εκτιμάται με τη χρήση των πινάκων εισροών-εκροών, δεν είναι ανάλογη με την άμεση συμβολή, η οποία εκτιμάται με βάση την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μόνο στους σχετικούς κλάδους.
Εκτιμάται ότι μια μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων των ξένων επισκεπτών κατά 60% σε σχέση με τις εισπράξεις του 2019 (ήτοι μείωση κατά περίπου 10,8 δισεκ. ευρώ) θα οδηγούσε σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 5,3% και των εισοδημάτων των εργαζομένων κατά 4,1%, ενώ, γενικότερα, μια μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 1,0 δισ. ευρώ θα οδηγούσε σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 0,49% και των εισοδημάτων κατά 0,35%. Η άμεση συμβολή της μεταβολής των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ΑΕΠ εκτιμάται σε 4,5 ποσοστιαίες μονάδες και το υπόλοιπο (0,8 της ποσοστιαίας μονάδας) αντιπροσωπεύει την έμμεση συμβολή.