Η πανδημία αναδεικνύει τις ρωγμές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Πρωταρχικός στόχος των κυβερνήσεων και των αξιωματούχων είναι η ανάκαμψη των οικονομιών τους. Στη συνέχεια, όμως, οφείλουν να αποτρέψουν τα προβλήματα που θα προκαλέσουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, η συσσώρευση χρέους θα μπορούσε να καταστεί ανεξέλεγκτη, στην περίπτωση μιας βαθιάς ύφεσης. Το συνολικό χρέος των εταιρειών έχει ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια και ως αποτέλεσμα ανέρχεται πλέον σε ιστορικό υψηλό. Τα χρέη των νοικοκυριών έχουν επίσης αυξηθεί, ιδίως σε χώρες που χτυπήθηκαν έντονα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Επομένως, πολλές από τις οικονομίες που φέρουν υψηλό χρέος πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να βρεθούν ξανά ενώπιον μιας μεγάλης επιβράδυνσης.
Η τρέχουσα επιδείνωση της κατάστασης έχει ήδη οδηγήσει σε υποβάθμιση των εταιρικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να τίθεται υπό αμφισβήτηση η φερεγγυότητα των επιχειρήσεων. Ηδη παρατηρείται ο υψηλότερος ρυθμός αθέτησης υποχρεώσεων εταιρικών ομολόγων από την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Οι πτωχεύσεις θα δοκιμάσουν τις αντοχές του τραπεζικού κλάδου, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Οι τράπεζες έχουν εισέλθει στην κρίση με υψηλότερη ρευστότητα και μεγαλύτερα κεφαλαιακά μαξιλάρια (buffers) χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Συνεπώς, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τον αυξημένο δανεισμό και να απορροφήσουν τις απώλειες.
Ορισμένες τράπεζες αύξησαν ήδη τις προβλέψεις τους έναντι αναμενόμενων επισφαλειών στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Αυτό ενδέχεται να συνεχιστεί, καθώς οι τράπεζες αξιολογούν την ικανότητα των δανειοληπτών για αποπληρωμή των δανείων τους. Παράλληλα, βέβαια, λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα στήριξης που έχουν διοχετεύσει οι κυβερνήσεις στις οικονομίες τους. Δεδομένης της αυξημένης πίεσης που θα ασκηθεί στις τράπεζες και των χαμηλότατων επιτοκίων δανεισμού, αναμένεται πως η κερδοφορία των τραπεζών θα υποχωρήσει.
Πιέσεις ενδέχεται να δεχθούν επίσης οι αγορές και όσες εταιρείες βρίσκονται εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Μάλιστα, οι εταιρείες αυτές ίσως ενισχύσουν περαιτέρω τις πιέσεις στις αγορές. Για παράδειγμα, μία μεγάλη υποτίμηση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω εκροές από τα επενδυτικά κεφάλαια, που με τη σειρά τους θα οδηγούσαν τους διαχειριστές κεφαλαίων σε πωλήσεις πανικού, επιδεινώνοντας τις πιέσεις στην αγορά.