ΑΠΟΦΑΣΗ
Z κατά Βουλγαρίας της 28.05.2020 (αρ. προσφ. 39257/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναποτελεσματική δικαστική έρευνα για ευάλωτες ομάδες. Διαδικαστικό σκέλος απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Η προσφεύγουσα ανήλικη 13 ετών κατήγγειλε στην αρμόδια εισαγγελική αρχή ότι βιάστηκε από το φίλο ενός φίλου της. Εξέθεσε λεπτομέρειες και εξετάστηκε από ψυχίατρο ο οποίος διαβεβαίωσε την επιφορτισμένη ψυχολογία της παθούσας. Ωστόσο ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη στο φερόμενο βιαστή όχι για βιασμό αλλά για το ηπιότερο αδίκημα της τέλεσης της γενετήσιας πράξης με ανήλικο. Ο αρμόδιος εισαγγελέας απέρριψε το αίτημα του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανήλικης για περαιτέρω έρευνα.
Το Στρασβούργο με πάγια νομολογία έχει κρίνει ότι τα κράτη υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης να θεσπίζουν διατάξεις που ποινικοποιούν τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και οφείλουν να τις εφαρμόζουν στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ενώ η διαδικασία στο σύνολό της, θα έπρεπε να είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας και άσκησης δίωξης κατά τέτοιων σοβαρών καταγγελιών, ούτε η εισαγγελία ούτε το δικαστήριο ερεύνησαν αποτελεσματικά τα γεγονότα, υπό το πρίσμα ότι πρόκειται για ευαίσθητη υπόθεση που αφορά ανήλικη.
Το ΕΔΔΑ, χωρίς να αποφανθεί επί της κατηγορίας για βιασμό, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 γιατί οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα που απαιτείται για να εκπληρώσουν σωστά τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει της Σύμβασης για απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, και του άρθρου 8 του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας. Επιδίκασε το ποσό των 12.700 ευρώ για ηθική βλάβη πλέον εξόδων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, η κα Z, γεννήθηκε το 2001 και ζει σε ένα μικρό χωριό στη περιοχή Yambol (Βουλγαρία).
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία της για αναποτελεσματική έρευνα για βιασμό της.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2015, η προσφεύγουσα, 13 ετών, ανέφερε στην αστυνομία ότι είχε βιαστεί την προηγούμενη νύχτα όταν έμεινε στο σπίτι ενός φίλου. Ποινική έρευνα κινήθηκε αμέσως από την κατά τόπο αρμόδια εισαγγελική υπηρεσία και η προσφεύγουσα και φερόμενος παραβάτης, G.S., φίλος του φίλου της, εξετάστηκαν.
Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι κοιμόταν όταν ο G.S. εισήλθε στο κρεβάτι της. Αρχικά είχε γυρίσει προς τον τοίχο προσποιούμενη ότι κοιμόταν, αλλά ο G.S. είχε αρχίσει να τη χαϊδεύει με αποτέλεσμα να τον σπρώξει. Ωστόσο αυτός συνέχισε την επίθεση και μετά την βίασε.
Ο G.S. αρνήθηκε το βιασμό καθ΄ όλη τη διάρκεια της έρευνας, η οποία περιλάμβανε επίσης περαιτέρω καταθέσεις μαρτύρων (συμπεριλαμβανομένου του φίλου της προσφεύγουσας και των γονέων του φίλου), έρευνα στον τόπο του εγκλήματος, και μια ψυχιατρική εξέταση της προσφεύγουσας. Η ψυχιατρική έκθεση κατέληξε μεταξύ άλλων ότι η προσφεύγουσα είχε βιώσει έντονο φόβο και ντροπή, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει.
Τον Αύγουστο του 2015 ο εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα βιάστηκε και έστειλε το φάκελο στην περιφερειακή εισαγγελία για να συνεχίσει την έρευνα.
Ωστόσο, ο περιφερειακός εισαγγελέας στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεση, αρνήθηκε να ακολουθήσει τη πρόταση για δίωξη για βιασμό, διαπιστώνοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, ιδίως η κατάθεση της προσφεύγουσας, δεν πληρούσε την αντικειμενική υπόσταση για αυτό το αδίκημα. Ο δικηγόρος της προσφεύγουσας και η μητέρα της συνέχισαν να προσπαθούν να φέρουν τον G.S. ενώπιον της δικαιοσύνης με την κατηγορία του βιασμού και ζήτησαν τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, και ιδίως την εκ νέου εξέταση της προσφεύγουσας μετά τις πολλαπλές ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοτραυματισμού μετά το συμβάν.
Έτσι, ο G.S. κατηγορήθηκε για το αδίκημα της τέλεσης της γενετήσιας πράξης με ανήλικο κάτω των 14 ετών. Τα δικαστήρια τον έκριναν ένοχο τον Μάιο του 2016 και τον καταδίκασαν σε ένα έτος και τέσσερις μήνες φυλάκιση, με αναστολή τριών ετών.
Βασιζόμενος στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι αρχές δεν κατάφεραν αποτελεσματικά να διερευνήσουν τον ισχυρισμό της για βιασμό και, η δίωξη και καταδίκη του δράστη για ηπιότερο αδίκημα από το βιασμό, είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή τιμωρία του τελευταίου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όσον αφορά τις απαιτήσεις της Σύμβασης σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας έρευνας, το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε έρευνα πρέπει αρχικά να μπορεί να οδηγήσει στον προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και στον εντοπισμό και, ενδεχομένως, σε τιμωρία των υπευθύνων για ένα αδίκημα. Αυτό δεν αποτελεί υποχρέωση αποτελέσματος, αλλά ένα από τα μέσα. Οι αρχές οφείλουν να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα που διαθέτουν για να εξασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το συμβάν.
Επιπλέον, στο μέτρο που η έρευνα οδηγεί σε εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οι θετικές υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης επεκτείνονται στο στάδιο της δίκης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της δίκης, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της απαγόρευσης που ορίζεται στο άρθρο. Αυτό σημαίνει ότι οι εγχώριες δικαστικές αρχές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι διατεθειμένες να αφήσουν τη σωματική ή ψυχολογική ταλαιπωρία που προκαλείται χωρίς τιμωρία.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπα και τάσεις στο συγκεκριμένο πεδίο, οι θετικές υποχρεώσεις των Συμβαλλομένων Κρατών βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης πρέπει να θεωρηθούν ότι απαιτούν επιβολή κυρώσεων και αποτελεσματική δίωξη οποιασδήποτε μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας φυσικής αντίστασης από το θύμα.
Το Δικαστήριο σημείωσε προηγουμένως ότι η εξελισσόμενη μελέτη του τρόπου με τον οποίο βιώνεται ο βιασμός από το θύμα έχει δείξει ότι τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης – ειδικότερα, τα ανήλικα κορίτσια – συχνά δεν παρέχουν φυσική αντίσταση λόγω ποικίλων ψυχολογικών παραγόντων ή επειδή φοβούνται τη βία εκ μέρους του δράστη.
Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει επανειλημμένα ότι σε περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα.
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί με πάγια νομολογία του ότι τα κράτη υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης να θεσπίζουν διατάξεις που ποινικοποιούν τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και να τις εφαρμόζουν στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης. Αυτές οι υποχρεώσεις απορρέουν επίσης από άλλα διεθνή μέσα, όπως, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τη σεξουαλική κακοποίηση και τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.
(α) Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα κατάσταση
Όσον αφορά τον πυρήνα της καταγγελίας, δηλαδή ότι ο ισχυρισμός περί βιασμού δεν διερευνήθηκε δεόντως και ότι δεν ασκήθηκε δίωξη για βιασμό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 152 του Βουλγαρικού ΠΚ και η ερμηνεία του από τα εγχώρια δικαστήρια συμπεριλάμβαν την έλλειψη συναίνεσης εκ μέρους του φερόμενου θύματος, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού, χωρίς να απαιτείται καμία φυσική αντίσταση από το θύμα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στην παρούσα υπόθεση, άρχισε αμέσως ποινική έρευνα σχετικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας. Ωστόσο, ζητήθηκε από τον δικηγόρο της προσφεύγουσας ορισμένα περαιτέρω στοιχεία για την έρευνα, αλλά έγινε δεκτό το αίτημα αυτό. Μεταξύ αυτών, σημαντικό κατά την άποψη του Δικαστηρίου ήταν το αίτημα να ζητηθεί από έναν πραγματογνώμονα εξέταση της προσφεύγουσας για ίχνη αυτοτραυματισμού μετά το συμβάν και τη σημασία τους στην ερμηνεία της συναίνεσης της προσφεύγουσας στη σεξουαλική πράξη.
Στο τέλος της έρευνας, παρά το προηγούμενο συμπέρασμα από τον εισαγγελέα ότι, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων, είχε διαπραχθεί βιασμός, εκδόθηκε κατηγορητήριο εναντίον του κατηγορουμένου για το αδίκημα της γενετήσιας πράξης με ένα ανήλικο κάτω των 14 ετών το οποίο αδίκημα τιμωρείται ανεξάρτητα από το αν το θύμα είχε συναινέσει ή όχι. Το Δικαστήριο έχει ήδη υπογραμμίσει τη σημασία της ερμηνείας των εγχώριων ορισμών του βιασμού με τέτοιο τρόπο που περιλάμβανε οποιαδήποτε μη συναινετική σεξουαλική πράξη και ότι «η έρευνα και τα συμπεράσματά της πρέπει να επικεντρώνονται στο ζήτημα της μη συναίνεσης».
Στην παρούσα υπόθεση, ο εισαγγελέας δεν εξέτασε, συγκεκριμένα, εάν οι ενέργειες της προσφεύγουσας και το γενικό πλαίσιο έδειχναν ότι δεν υπήρχε συγκατάθεση και αν οι ενέργειες του δράστη θα μπορούσαν επομένως να χαρακτηριστούν ως βιασμός. Αυτή η αποτυχία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενόψει των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο δικηγόρος της προσφεύγουσας, με τις οποίες ζητούσε ρητά από τις αρχές να διώξουν τον δράστη για βιασμό και την αρχική πρόταση του κατώτερου εισαγγελέα.
Όταν αρνήθηκε να ασκήσει δίωξη για βιασμό, ο ανώτερος εισαγγελέας σημείωσε εν συντομία ότι καμία από τις τρεις υποθέσεις βάσει του άρθρου 152 του ΠΚ δεν είχε υποστηριχθεί από τα γεγονότα, και ιδίως από την κατάθεση του ίδιου του θύματος. Ο αρμόδιος εισαγγελέας, ωστόσο, δεν προέβη σε ουσιαστική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που υποδηλώνουν έλλειψη συναίνεσης, δηλαδή την ηλικία της προσφεύγουσας, τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες είχε γίνει η σεξουαλική επαφή, την έλλειψη προηγούμενης σχέσης μεταξύ της προσφεύγουσας και του G.S., τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά τη σεξουαλική επαφή και μετά το συμβάν.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε διατυπώσει τα παράπονά της εντονότατα ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών και, συγκεκριμένα, ζήτησε να ασκηθεί δίωξη για βιασμό. Ενώ η διαδικασία στο σύνολό της, όπως σημειώθηκε παραπάνω, θα έπρεπε να είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης τέτοιων καταγγελιών, ούτε η εισαγγελία ούτε το δικαστήριο ερεύνησαν την υπόθεση από το πρίσμα ότι πρόκειται για ευαίσθητη υπόθεση που αφορά ανήλικο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και να διασφαλίζεται ότι διεξάγεται αποτελεσματική έρευνα και δίωξη, χωρίς να επιδεινώνεται το τραύμα που βιώνει το παιδί.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όπως και στην παρόμοια υπόθεση της MGC, η αποτυχία να ληφθούν υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές είχαν ως αποτέλεσμα να έχουν προσδώσει ελάχιστο ή καθόλου βάρος στην ιδιαίτερη ευάλωτη κατάσταση της προσφεύγουσας λόγω του νεαρού της ηλικίας της και στους ειδικούς ψυχολογικούς παράγοντες που εμπλέκονται σε περιπτώσεις που αφορούν βιασμό. Έτσι, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν διενήργησαν τον προσεκτικό έλεγχο που απαιτείται για να εκπληρώσουν σωστά τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει της Σύμβασης.
Οι προηγούμενες σκέψεις ήταν αρκετές για να οδηγήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα, χωρίς να εκφράσει θέση σχετικά με την ενοχή του δράστη, ότι συνεπώς υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικούς σκέλους της απαγόρευσης εξευτελιστικής και απάνθρωπης μεταχείρισης και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 12.700 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).