Με έγγραφό του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ενημερώνει τις αρμόδιες αστυνομικές, δικαστικές και εισαγγελικές αρχές σχετικά με την καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Φούντας κατά Ελλάδος.
Η απόφαση, η οποία κατέστη οριστική στις 3 Οκτωβρίου 2019, αφορά στην υπόθεση του Λάμπρου Φούντα, ο οποίος πυροβολήθηκε από αστυνομικούς το Μάρτιο του 2010 κατά τη διάρκεια τυχαίου ελέγχου του αυτοκινήτου του.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο έκρινε πως οι ελληνικές αρχές εκπλήρωσαν το καθήκον τους για τη διεξαγωγή μίας διεξοδικής έρευνας για τo περιστατικό, η οποία οδήγησε στη διαπίστωση ότι οι αστυνομικοί ενήργησαν σε αυτοάμυνα, ωστόσο έκρινε πως οι αρχές δεν επέτρεψαν στον προσφέυγοντα – πατέρα να εμπλακεί στην υπόθεση στον απαραίτητο βαθμό.
Ειδικότερα, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε έγγραφα του φακέλου της ποινικής διαδικασίας ή μίας ξεχωριστής εσωτερικής έρευνας της αστυνομίας, ενώ ενημερώθηκε για το θάνατο του γιου του μόνο μετά από τη νεκροψία, παρόλο που η σωρός του είχε ταυτοποιηθεί νωρίτερα.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (προστασία της ζωής), επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους 15.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο του ΝΣΚ, το Δικαστήριο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 9 Μαρτίου 2010, κατά τις βραδινές ώρες και στο πλαίσιο περιπολίας στις περιοχές του Παλαιού Φαλήρου, της Νέας Σμύρνης και του Νέου Κόσμου, υπήρξε συμπλοκή με πυροβολισμούς μεταξύ των δύο επιβατών ιδιωτικού αυτοκινήτου μάρκας Seat ΙΒΙΖΑ και δύο αστυνομικών, με συνέπεια να τραυματισθεί θανάσιμα ο ένας από τους δύο πιο πάνω επιβάτες, γιος του προσφεύγοντα.
Για το πιο πάνω περιστατικό η Εισαγγελία Αθηνών διέταξε στις 10-03-2010, σύμφωνα με το άρθρο 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προανάκριση, η οποία διενεργήθηκε από την Αστυνομική Διεύθυνση για τα ιδιαιτέρως βίαια εγκλήματα. Παράλληλα, στις 30-03-2010 ο Αστυνομικός Διευθυντής Αττικής διέταξε ένορκη διοικητική εξέταση για το ίδιο συμβάν.
Επίσης, στις 30-06-2010, ο πατέρας του θύματος και άλλος ένας συγγενής του κατέθεσαν μήνυση με παράσταση πολιτικής αγωγής στην Εισαγγελία Αθηνών σε βάρος των δραστών. Σε συνέχεια της πιο πάνω μήνυσης διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, ο Εισαγγελέας αποφάσισε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη διότι δεν προέκυψε ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του δράστη, επειδή αυτός βρισκόταν σε κατάσταση νόμιμης αυτοάμυνας.
Στις 07-03-2012, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της παραπάνω διάταξης στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος διέταξε συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου ο δράστης να εξεταστεί ως κατηγορούμενος και όχι απλά ως μάρτυρας, όπως είχε συμβεί στην αρχική προκαταρκτική εξέταση. Στις 10-022013, η έφεση του προσφεύγοντα απορρίφθηκε με τη διάταξη με αριθμό 551/2012.
Στο μεταξύ, στις 27-06-2011, ο Αστυνομικός Διευθυντής Αττικής αποφάσισε μετά την ολοκλήρωση της ένορκης διοικητικής εξέτασης (αρχικής και συμπληρωματικής) να κλείσει ο φάκελος της υπόθεσης, δεχόμενος ότι από όλα τα στοιχεία που είχαν συλλεχθεί και εξετασθεί, προέκυπτε ότι οι αξιωματικοί της αστυνομίας που είχαν εμπλακεί στο συμβάν βρίσκονταν σε νόμιμη αυτοάμυνα.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο αφού διερεύνησε αν πληρούνται οι όροι παραδεκτής άσκησης της πιο πάνω προσφυγής, εξέτασε ως προς την ουσία τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντα και έκρινε τα ακόλουθα:
Το Δικαστήριο δέχθηκε καταρχάς την πληρότητα και την επάρκεια των επιμέρους ανακριτικών πράξεων και άλλων ενεργειών των εθνικών αρχών με αναλυτική αναφορά στη διερεύνηση της υπόθεσης τόσο κατά την προανάκριση όσο και κατά την προκαταρκτική εξέταση (παρ. 66 και επόμενα της απόφασης).
Το Δικαστήριο υπενθύμισε τις γενικές αρχές που διέπουν τη διαδικαστική πτυχή του δικαιώματος προστασίας της ζωής σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, επισημαίνοντας ότι το παραπάνω άρθρο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της ΕΣΔΑ (υποχρέωση του κράτους για διασφάλιση των δικαιωμάτων που εξαγγέλλονται από τις λοιπές διατάξεις της ΕΣΔΑ), επιβάλλει όταν η χρήση όπλων από τα σώματα ασφάλειας έχει ως συνέπεια το θάνατο προσώπου, το περιστατικό να διερευνάται, ώστε να διασφαλίζεται ότι το εθνικό διοικητικό και νομοθετικό πλαίσιο που έχει θεσπισθεί για την προστασία της ζωής πράγματι εφαρμόσθηκε, τυχόν δε παραβιάσεις του παραπάνω πλαισίου να μη μένουν ατιμώρητες.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε αναλυτικά την αμεσότητα της έρευνας, την ανεξαρτησία της, την καταλληλότητά της, καθώς και τον βαθμό εμπλοκής σε αυτήν των συγγενών του θύματος, κατέληξε δε στα εξής συμπεράσματα:
α) Ως προς την αμεσότητα δέχθηκε ότι δεν υπήρξε καμία απραγία ή καθυστέρηση αφού οι πρώτες ανακριτικές πράξεις (εξέταση μαρτύρων, νεκροψία, βαλλιστική έκθεση) έγιναν αμέσως μετά το συμβάν,
β) ως προς τον αμερόληπτο χαρακτήρα δέχθηκε ότι η έρευνα υπήρξε αμερόληπτη αφού έγινε από αξιωματικούς της αστυνομίας που δεν ανήκαν στην ίδια υπηρεσιακή μονάδα με αυτούς που είχαν εμπλακεί στο συμβάν και σε κάθε περίπτωση η διερεύνηση της υπόθεσης (ως προανάκριση στην αρχή και ως προκαταρκτική εξέταση στη συνέχεια μετά την κατάθεση της μήνυσης από τον πατέρα του θύματος) διεξαγόταν υπό την εποπτεία του αρμόδιου εισαγγελέα,
γ) ως προς την καταλληλότητα να ανασκευάσει τα πραγματικά περιστατικά και να καταδείξει τον πραγματικό δράστη, δέχθηκε ότι η έρευνα ήταν πλήρης, αφού εξετάσθηκαν όλες οι πιθανές εκδοχές και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι αρχές είχαν στη διάθεσή τους, ιδίως εξετάσθηκαν όλα τα πρόσωπα που μπορούσαν να καταθέσουν ως μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπέδειξαν οι συγγενείς του θύματος, ελήφθησαν τεχνικές πραγματογνωμοσύνες σε σχέση με τη χρήση των όπλων και έγινε συμπληρωματική νεκροψία κατ’ αίτηση του πατέρα του θύματος,
δ) ως προς το τελευταίο από τα πιο πάνω κριτήρια, αυτό της εμπλοκής των συγγενών του θύματος στη διεξαγόμενη έρευνα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, παρότι η άρνηση του Εισαγγελέα να χορηγήσει τα αντίγραφα της δικογραφίας που ζήτησε ο πατέρας του θύματος, δεν συνιστά από μόνη της παραβίαση του άρθρου 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και δεν φαίνεται να ήταν αυθαίρετη, τα τέσσερα χρόνια που απαιτήθηκαν για την ικανοποίηση του αιτήματος χορήγησης αντιγράφων (2012-2016), είναι αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα που ενδεχομένως στέρησε τον προσφεύγοντα από τη δυνατότητα να προσβάλλει τα πορίσματα της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
Επίσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι και η ενημέρωση του προσφεύγοντα για τον θάνατο του γιού του, μόνο μετά από τη διεξαγωγή της νεκροψίας, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα να ορίσει τεχνικό σύμβουλο που θα συμμετείχε στη διαδικασία, δεν ήταν σύμφωνη με τα όσα επιτάσσει το διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος που προστατεύει το άρθρο 2 της Ε.Σ.Δ.Α. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι παραβιάσθηκε η παραπάνω διάταξη της Ε.Σ.Δ.Α. ως προς την διαδικαστική της πτυχή και επιδίκασε στον προσφεύγοντα χρηματική αποζημίωση για την ηθική του βλάβη από τη συγκεκριμένη παραβίαση ύψους 15.000 ευρώ.
Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει τα παράπονα του προσφεύγοντα και στο πλαίσιο της πιο πάνω διάταξης.
Συμμόρφωση με την απόφαση (εκτέλεση)
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο του ΝΣΚ, σύμφωνα με το άρθρο 46 της Ε.Σ.Δ.Α., η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να συμμορφώνεται πλήρως με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που την αφορούν, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την αποκατάσταση των παραβιάσεων που διαπίστωσε το Δικαστήριο τόσο σε ατομικό επίπεδο (ατομικά μέτρα συμμόρφωσης, σε σχέση με τους εκάστοτε προσφεύγοντες) όσο και σε γενικό επίπεδο, για την αποφυγή συναφών παραβιάσεων στο μέλλον (γενικά μέτρα συμμόρφωσης). Την τήρηση της ως άνω υποχρέωσης επιβλέπει η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Επιτροπή Υπουργών), η οποία θα πρέπει να ενημερώνεται για τις σχετικές ενέργειες των ελληνικών αρχών.
Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Υπουργών ενέταξε την υπόθεση στην ομάδα υποθέσεων κατά της Ελλάδας που αφορούν άσκηση βίας από όργανα επιβολής της τάξης (ομάδα υποθέσεων «Μακαρατζής»).
Κατά την 1331η σύνοδο της (Δεκέμβριος 2018), οπότε η Επιτροπή Υπουργών εξέτασε την πρόοδο συμμόρφωσης με τις αποφάσεις της παραπάνω ομάδας, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές, α) να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ώστε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας εκ μέρους των οργάνων επιβολής του νόμου, σύμφωνα και με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση των Βασανιστηρίων, β) να την ενημερώσουν για την λειτουργία και τα αποτελέσματα του Εθνικού Μηχανισμού για την Αντιμετώπιση Περιστατικών Αυθαιρεσίας που θεσπίστηκε με τη διάταξη του άρθρου 56 του Ν. 4443/2016 και γ) να ενημερώσουν την Επιτροπή Υπουργών για τα μέτρα που έχουν ληφθεί ή εξετάζεται να ληφθούν στο πλαίσιο τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα, ώστε ο τρόπος διερεύνησης και αντιμετώπισης περιστατικών αυθαιρεσίας να εναρμονιστεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδιαίτερα όσον αφορά στον ορισμό των βασανιστηρίων στον Ποινικό Κώδικα και στην μετατροπή ποινών που επιβάλλονται σε περιπτώσεις βασανιστηρίων ή άλλης μορφής κακομεταχείρισης από κρατικούς υπαλλήλους.
Στο έγγραφο αναφέρεται πως στην παρούσα υπόθεση εκτιμάται ότι δεν τίθεται ζήτημα λήψης ατομικών μέτρων συμμόρφωσης, αφού η παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2 της Ε.Σ.Δ.Α. οφείλεται κυρίως στη καθυστέρηση με την οποία ενημερώθηκε ο προσφεύγων για το θάνατο του γιού του καθώς και στη καθυστέρηση με την οποία του χορηγήθηκαν αντίγραφα της δικογραφίας από την Εισαγγελία, πλημμέλειες οι οποίες δεν μπορούν αντικειμενικά να αρθούν.
Στο πλαίσιο όμως των γενικών μέτρων συμμόρφωσης θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την αποφυγή παρόμοιων παραβιάσεων της Ε.Σ.Δ.Α. στο μέλλον.
Για τον λόγο αυτό διαβιβάζεται το κείμενο της απόφασης, με επίσημη μετάφραση στα ελληνικά, με παράκληση για την ενημέρωση των αρμόδιων Δικαστικών, Εισαγγελικών και Αστυνομικών Αρχών, με στόχο οι κρίσεις του Ε.Δ.ΔΑ. να γίνουν γνωστές και να υιοθετούνται στη πράξη σε ανάλογες περιπτώσεις.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΕΔΔΑ.