Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν φέτος επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί ενός ποσού κατά το οποίο θα θεωρηθεί ότι δεν κάλυψαν το απαιτούμενο ύψος δαπανών με πληρωμές μέσω «πλαστικού» ή άλλης μορφής «ηλεκτρονικού» χρήματος βρίσκονται και φέτος εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι δεν φορολογούνται με βάση τα πραγματικά δηλωθέντα εισοδήματά τους αλλά με βάση τα πολύ πιο υψηλά ποσά τεκμαρτών εισοδημάτων.
Τα τεκμαρτά εισοδήματα προσδιορίζονται από την Εφορία με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλουν φέτος για το 2019, οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι το συνολικό ετήσιο φορολογητέο εισόδημα το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους των δαπανών που πρέπει να έχουν εξοφληθεί με πληρωμές μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών ή μέσω άλλων μεθόδων ηλεκτρονικής πληρωμής δεν είναι το πολύ χαμηλό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά τους αλλά το πολύ πιο υψηλό ποσό τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο έχει προσδιοριστεί με βάση τα τεκμήρια.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει και φέτος ότι κάθε μισθωτός, συνταξιούχος και κατ’ επάγγελμα αγρότης, για να δικαιούται έκπτωσης φόρου έως 1.900-2.100 ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος έως 8.636-9.545 ευρώ, πρέπει κατά τη διάρκεια του 2019 να έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω e-banking) δαπάνες για αγορές αγαθών ή παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό:
– 10% του ετησίου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
– 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο – πραγματικό ή τεκμαρτό – ατομικό του εισοδήμα ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
– 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο – πραγματικό ή τεκμαρτό – εισόδημά του ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερθέντα, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος και η επιπλέον διαφορά δεν καλύπτεται από τον φορολογούμενο, το ύψος των ετησίων δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που πρέπει να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρωθεί η έκπτωση φόρου προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του (υψηλότερου) τεκμαρτού κι όχι επί του (χαμηλότερου) δηλωθέντος εισοδήματος. Π.χ. εάν το συνολικό πραγματικό εισόδημα ενός μισθωτού φορολογούμενου είναι 10.000 ευρώ και το τεκμαρτό είναι 20.000 ευρώ, τότε το συνολικό ποσό των δαπανών που πρέπει να έχει εξοφλήσει το 2019 με “πλαστικό χρήμα” ή μέσω e-banking δεν ανέρχεται σε 1.000 ευρώ (10% Χ 10.000 ευρώ), αλλά σε 2.500 ευρώ {(10% Χ 10.000 ευρώ) + (15% Χ 10.000 ευρώ)}.
Αν ο μισθωτός, νομίζοντας ότι λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα έχει αρκεστεί κατά τη διάρκεια του 2019 να εξοφλήσει με “πλαστικό χρήμα” ή μέσω e-banking δαπάνες μόνο 1.000 ευρώ, αντί για 2.500 ευρώ, τότε για τα 1.500 ευρώ που θα μείνουν “ακάλυπτα” θα κληθεί να καταβάλει φόρο 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με επιπλέον φόρο 330 ευρώ (1.500 ευρώ Χ 22% = 330 ευρώ).
Παρόμοιο πρόβλημα καλούνται να αντιμετωπίσουν και χιλιάδες κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 2019 απέκτησαν πολύ χαμηλά πραγματικά εισοδήματα ή είχαν ζημιές από την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, αλλά τα τεκμήρια εκτοξεύουν στα ύψη τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους.