Δικαστήριο ΕΕ: Ψήφιση ετήσιου προϋπολογισμού και εύρυθμη διεξαγωγή δημοσιονομικής διαδικασίας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 25-06-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορούσε να εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης για το έτος 2018 στις Βρυξέλλες, στη δεύτερη ανάγνωση.
Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ασκεί ορισμένες δημοσιονομικές εξουσίες του στις Βρυξέλλες, αντί για το Στρασβούργο, εφόσον το επιτάσσει η εύρυθμη διεξαγωγή της δημοσιονομικής διαδικασίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 7 Οκτωβρίου 2015, το Κοινοβούλιο κατάρτισε το χρονοδιάγραμμα των περιόδων συνόδου της ολομέλειας για το 2017 προβλέποντας, μεταξύ άλλων, περιόδους τακτικής συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο (Γαλλία) από τις 23 έως τις 26 Οκτωβρίου, από τις 13 έως τις 16 Νοεμβρίου και από τις 11 έως τις 14 Δεκεμβρίου 2017, καθώς και μια περίοδο πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας στις 29 και 30 Νοεμβρίου 2017 στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).
Τον Απρίλιο του 2017, το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή κατάρτισαν ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα με το οποίο προσδιόρισαν τις βασικές ημερομηνίες που προέβλεπαν τα θεσμικά αυτά όργανα για τα διάφορα στάδια της δημοσιονομικής διαδικασίας για το οικονομικό έτος 2018 και, ιδίως, για ενδεχόμενη διαδικασία συνδιαλλαγής.
Στις 29 Ιουνίου 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε σχέδιο ετήσιου προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2018. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2017, το Συμβούλιο διαβίβασε στο Κοινοβούλιο τη θέση του επί του σχεδίου αυτού. Κατόπιν ψηφοφορίας στην επιτροπή προϋπολογισμών και κατόπιν συζητήσεως κατά την περίοδο τακτικής συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο από τις 23 έως τις 26 Οκτωβρίου 2017, το Κοινοβούλιο εξέδωσε, στις 25 Οκτωβρίου 2017, νομοθετικό ψήφισμα με το οποίο πρότεινε τροπολογίες στο ως άνω σχέδιο. Στις 31 Οκτωβρίου 2017, άρχισε η διαδικασία συνδιαλλαγής επί του προϋπολογισμού μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η διαδικασία αυτή κατέληξε, στις 18 Νοεμβρίου 2017, σε συμφωνία επί κοινού σχεδίου ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018.
Στις 30 Νοεμβρίου 2017, το Συμβούλιο ενέκρινε το κοινό σχέδιο ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018. Το Κοινοβούλιο ενέγραψε τη συζήτηση και την ψηφοφορία επί του σχεδίου αυτού στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων της πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας της 29ης και 30ής Νοεμβρίου 2017 οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες. Με νομοθετικό ψήφισμα της 30ής Νοεμβρίου 2017, το Κοινοβούλιο ενέκρινε το εν λόγω σχέδιο. Την ίδια ημερομηνία, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπίστωσε, σε συνεδρίαση της ολομέλειας, ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018 είχε εγκριθεί οριστικώς.
Κατόπιν τούτων, η Γαλλία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τεσσάρων πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικές με την έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017, καθώς και, μεταξύ άλλων, κατά της πράξης με την οποία ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπίστωσε ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018 είχε εγκριθεί οριστικώς.
Μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, το Δικαστήριο απέρριψε, με την απόφαση Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (Άσκηση της δημοσιονομικής εξουσίας) (C-73/17), την προσφυγή της Γαλλίας με αίτημα την ακύρωση πράξεων που εξέδωσε το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έγκριση του προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2017. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η Γαλλία επιβεβαίωσε, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, ότι εμμένει στην προσφυγή της όσον αφορά τον προϋπολογισμό της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018.
Η Γαλλία, υποστηριζόμενη από το Λουξεμβούργο, προβάλλει ως μοναδικό λόγο ακυρώσεως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αντιβαίνουν στο πρωτόκολλο για την έδρα των θεσμικών οργάνων. Κατά το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού, η δημοσιονομική εξουσία η οποία παρέχεται στο Κοινοβούλιο από το άρθρο 314, παράγραφοι 5, 6 και 9, ΣΛΕΕ πρέπει κατ’ αρχήν, να ασκείται εξ ολοκλήρου στη διάρκεια των περιόδων τακτικής συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, παραπέμποντας στην απόφασή του Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (Άσκηση της δημοσιονομικής εξουσίας) (C-73/17), το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου για την έδρα των θεσμικών οργάνων και το άρθρο 314 ΣΛΕΕ έχουν την ίδια νομική ισχύ. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις που απορρέουν από το πρώτο δεν πρέπει, αυτές καθεαυτές, να υπερισχύουν εκείνων που απορρέουν από το δεύτερο, ούτε το αντίστροφο. Η εφαρμογή τους πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση και να διέπεται από το πνεύμα του αναγκαίου συγκερασμού και της δίκαιης εξισορρόπησης των απαιτήσεων αυτών. Συνεπώς, το Κοινοβούλιο είναι υποχρεωμένο να ασκεί τις δημοσιονομικές του εξουσίες στη διάρκεια μιας περιόδου τακτικής συνόδου της ολομέλειας στο Στρασβούργο, χωρίς ωστόσο η υποχρέωση αυτή, η οποία απορρέει από το άρθρο μόνο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου για την έδρα των θεσμικών οργάνων, να αποκλείει το ενδεχόμενο να συζητηθεί και να ψηφιστεί ο ετήσιος προϋπολογισμός στη διάρκεια μιας περιόδου πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας στις Βρυξέλλες, εφόσον το επιτάσσει η εύρυθμη διεξαγωγή της δημοσιονομικής διαδικασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 314 ΣΛΕΕ.
Εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να προβεί στον αναγκαίο συγκερασμό των απαιτήσεων του άρθρου μόνου, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου για την έδρα των θεσμικών οργάνων με τις απαιτήσεις του άρθρου 314 ΣΛΕΕ και το ίδιο διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως η οποία πηγάζει από τις επιταγές που συνδέονται με την εύρυθμη διεξαγωγή της δημοσιονομικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, ο δικαστικός έλεγχος αφορά το ζήτημα αν το Κοινοβούλιο, ασκώντας μέρος των δημοσιονομικών εξουσιών του στη διάρκεια μιας περιόδου πρόσθετης συνόδου της ολομέλειας, υπέπεσε, από την άποψη αυτή, σε σφάλματα εκτιμήσεως.
Συναφώς, το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφασή του Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (Άσκηση της δημοσιονομικής εξουσίας) (C-73/17) επισημαίνοντας ότι στο χρονικό σημείο κατά το οποίο καταρτίστηκε το χρονοδιάγραμμα των τακτικών συνόδων της ολομέλειας, ήταν, κατ’ αρχήν, αβέβαιο τόσο το αν θα χρειαζόταν να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδιαλλαγής όσο και η ημερομηνία κατά την οποία η διαδικασία αυτή θα ξεκινούσε και θα ολοκληρωνόταν, ενδεχομένως, λόγω της επιτεύξεως συμφωνίας επί κοινού σχεδίου για τον ετήσιο προϋπολογισμό. Κρίνοντας ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το Κοινοβούλιο, κατά την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος των τακτικών συνόδων της ολομέλειάς του για το 2017, παρέμεινε εντός των ορίων της εξουσίας εκτίμησης.
Ως προς το επιχείρημα της Γαλλίας η οποία προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι παραβίασε τις διατάξεις του του πρωτοκόλλου για την έδρα των θεσμικών οργάνων μη τροποποιώντας το χρονοδιάγραμμα των τακτικών συνόδων της ολομέλειάς του μετά την κατάρτιση, τον Απρίλιο του 2017, του ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος σχετικά με τη δημοσιονομική διαδικασία για το οικονομικό έτος 2018, το ΔΙκαστήριο υπογραμμίζει ότι εξακολουθούσε να είναι αβέβαιη η απάντηση στο ερώτημα αν και σε ποια ημερομηνία θα μπορούσε πράγματι η επιτροπή συνδιαλλαγής να καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το Κοινοβούλιο δεν υπέπεσε ούτε σε σφάλμα εκτίμησης επειδή διατήρησε το χρονοδιάγραμμα των τακτικών συνόδων της ολομέλειας για το 2017 μετά την κατάρτιση του ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος τον Απρίλιο του ίδιου έτους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακύρωσης αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθ’ ού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξης.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA