Εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης του νέου Ποινικού Κώδικα
Με απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ε Ποινικό) έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση κατά απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης πέντε ετών.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας τιμωρείται ηπιότερα, ως πλημμέλημα, μετά την κύρωση του νέου ΠΚ με τον Ν. 4619/2019 και η σχετική διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά, κατ’ άρθρο 2 ΠΚ, αφού οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
Απόσπασμα της απόφασης
Από τις ανωτέρω αιτιολογίες συνάγεται ότι, καίτοι η κλήτευση του εκκαλούντος ήταν άκυρη, αφού δεν κλητεύθηκε στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του στην Ελλάδα, το Πενταμελές Εφετείο, χωρίς να διαλαμβάνει τίποτα στο σκεπτικό του για τη δηλωθείσα αυτή διεύθυνση, θεώρησε την κλήτευσή του νόμιμη και απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη αντί, ως όφειλε, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή της και να διατάξει την εκ νέου κλήτευση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου. Έτσι όμως κρίνοντας, και δεδομένου ότι η επίδοση της κλήσης και στον αντίκλητο του αναιρεσείοντα δεν υποκαθιστά την προς αυτόν (αναιρεσείοντα) επίδοση ούτε καλύπτει την ακυρότητα της βασικής επιδόσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στέρησε από την απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και υπέπεσε και στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 370Α παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν. 4619/2019: “1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.”, ενώ, κατά την ισχύουσα διάταξη: “1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση.”.
Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι η παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας τιμωρείται ηπιότερα, ως πλημμέλημα, μετά την κύρωση του νέου ΠΚ με τον Ν. 4619/2019 και μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά, κατ’ άρθρο 2 ΠΚ, αφού οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
Από τις διατάξεις δε αυτές σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 511 τελευτ. εδ. και 514 περ. β’ ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι και ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως την τυχόν ευμενέστερη ποινική διάταξη που τέθηκε σε ισχύ μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη.
Όταν όμως, όπως εν προκειμένω, η απόφαση που αναιρείται απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, τότε ο Άρειος Πάγος δεν προχωρεί στην εφαρμογή της ευμενέστερης ποινικής διάταξης, αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, προκειμένου εκείνο, στην περίπτωση που κρίνει την έφεση ως εμπρόθεσμη και παραδεκτώς ασκηθείσα, οπότε η πρωτόδικη δεν κατέστη αμετάκλητη, να εφαρμόσει τον ευμενέστερο νόμο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εφόσον συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής (πρβλ. ΑΠ 325/2011).
Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr