Άνεργοι και περιστασιακά απασχολούμενοι είναι φέτος οι κατηγορίες πολιτών που κινδυνεύουν περισσότερο να υπερφορολογηθούν από τα τεκμήρια διαβίωσης της Εφορίας. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι φορολογούμενοι αυτοί απέκτησαν κατά το προηγούμενο έτος πενιχρά εισοδήματα, τα οποία υπολείπονται κατά πολύ από τα τεκμαρτά εισοδήματα που τούς προσδιορίζει η Εφορία με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης.
Η φορολογική νομοθεσία προβλέπει γι’ αυτούς ευνοϊκές ρυθμίσεις αλλά κρύβει και ύπουλες παγίδες που αν δεν τις προσέξουν για να τις αποφύγουν μπορεί να βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Ειδικότερα:
1) Σε κάθε περίπτωση ανέργου κατά την οποία τα τεκμήρια διαβίωσης προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από το δηλωθέν, η προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης (του ελάχιστου τεκμηρίου διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος και των τεκμηρίων διαβίωσης για το σπίτι, το Ι.Χ. κ.λπ.) φορολογείται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών, δηλαδή λαμβανομένου υπόψη αφορολογήτου ορίου 8.636-9.545 ευρώ, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ανεργίας εντός του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο, για την κατοχύρωση του αφορολογήτου θα πρέπει ο άνεργος να δηλώσει στη φετινή φορολογική του δήλωση ότι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους πραγματοποίησε δαπάνες για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που ισοδυναμούν με ποσοστό 10%-18,75% επί του συνολικού τεκμαρτού εισοδήματός του.
Για την απόδειξη των δαπανών αυτών θα πρέπει να έχει μαζέψει τις αντίστοιχες χάρτινες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών. Αν δεν δηλώσει καθόλου ποσό δαπανών βάσει αποδείξεων, θα επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος που θα υπολογιστεί με 22% επί του ποσού αυτού. Αν δηλώσει ποσό χαμηλότερο από το ποσοστό που πρέπει να καλύψει θα πληρώσει φόρο 22% επί της ακάλυπτης διαφοράς.
Κάθε άνεργος θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι σε περίπτωση που το τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο προσδιορίζεται με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό του εισόδημα, το οποίο πρόκειται να δηλώσει στη φετινή φορολογική δήλωση, η επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που θα προκύψει μπορεί να δικαιολογηθεί με διάφορους νόμιμους τρόπους ώστε ο υπολογισμός του φόρου να γίνει όχι επί του υψηλού τεκμαρτού εισοδήματος αλλά επί του σημαντικά χαμηλού πραγματικού και εν τέλει το χαμηλό αυτό εισόδημα να ληφθεί υπόψη ως το ετήσιο εισόδημα του ανέργου, σε κάθε περίπτωση χορήγησης κοινωνικού επιδόματος βάσει εισοδηματικών κριτηρίων (π.χ, για τη χορήγηση του επιδόματος τέκνων από τον ΟΠΕΚΑ).
Η δικαιολόγηση της επιπλέον διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος μπορεί να γίνει κυρίως:
α) με την αναγραφή στη φορολογική δήλωση ποσών που δανείστηκε ο φορολογούμενος από το τραπεζικό σύστημα, από συγγενείς ή φίλους του.
β) με την αναγραφή στη φορολογική δήλωση χρηματικών ποσών που του δώρισαν οι γονείς του ή κληρονόμησε.
γ) με την δήλωση άλλων ποσών που έλαβε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, τα οποία δεν αποτελούν εισόδημα (κέρδη από λαχεία, αποζημιώσεις από ασφαλιστικές εταιρίες κ.λπ.) ή θεωρούνται εισόδημα αλλά έχουν φορολογηθεί αυτοτελώς, στην πηγή, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έχουν απαλλαγεί νομίμως από τη φορολογία.
δ) με την δήλωση αποθέματος εισοδημάτων που αποκτήθηκαν νομίμως, δηλώθηκαν και φορολογήθηκαν κανονικά ή απαλλάχθηκαν από τη φορολογία κατά τα προηγούμενα έτη και τα οποία κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους αναλώθηκαν (μέθοδος «ανάλωσης» κεφαλαίου προερχόμενου από εισοδήματα παρελθόντων ετών).
2) Κάθε περιστασιακά απασχολούμενος, δηλαδή φορολογούμενος που απέκτησε ένα πολύ μικρό ποσό εισοδήματος από εργασία μερικών εβδομάδων ή λίγων μηνών μέσα στο προηγούμενο έτος είναι υποχρεωμένος να υποβάλει και φέτος φορολογική δήλωση και να εμφανίσει το πενιχρό εισόδημά του στην Εφορία.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση όμως τα τεκμήρια διαβίωσης που βαρύνουν τον φορολογούμενο (το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος καθώς και τα ποσά των τεκμηρίων διαβίωσης για την κατοικία και το Ι.Χ.) προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματός του σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο του πραγματικού πενιχρού του εισοδήματος.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για κάθε τέτοια περίπτωση προβλέπεται ότι εφόσον το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών στην Εφορία το εισόδημα από την περιστασιακή εργασία και η προστιθέμενη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών, στην οποία προβλέπονται αφορολόγητα όρια κλιμακούμενα από 8.636 έως 9.545 ευρώ. Δηλαδή το πενιχρό εισόδημα από την περιστασιακή απασχόληση μένει στην ουσία αφορολόγητο.
Και στην περίπτωση αυτή όμως ο φορολογούμενος πρέπει να προσέξει το θέμα των δαπανών βάσει αποδείξεων. Θα πρέπει δηλαδή να δηλώσει στη φετινή φορολογική του δήλωση ποσό δαπανών που πραγματοποίησε πέρυσι για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών προκειμένου να κατοχυρώσει το αφορολόγητο. Το ποσό που πρέπει να δηλώσει θα πρέπει να αποδεικνύεται με βάση χάρτινες αποδείξεις που πρέπει να έχει μαζέψει και να έχει διαφυλάξει και το ύψος του θα πρέπει να κινείται μεταξύ 10% και 18,75% του τεκμαρτού εισοδήματος που τού προσδιορίζουν τα τεκμήρια διαβίωσης.
Επίσης, και ο περιστασιακά απασχολούμενος θα πρέπει να γνωρίζει ότι εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο του προσδιορίζει η Εφορία με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό του εισόδημα, η επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος μπορεί να δικαιολογηθεί με τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω στην περίπτωση του ανέργου, ώστε ως τελικό φορολογητέο εισόδημα να ληφθεί υπόψη το πενιχρό πραγματικό εισόδημα και όχι το εξωπραγματικό τεκμαρτό και να μην στερηθεί διάφορα κοινωνικά επιδόματα που χορηγούνται βάσει εισοδηματικών κριτηρίων.