ΑΠΟΦΑΣΗ
Α και Β κατά Ρουμανίας της 02.06.2020 (αριθ. 48442/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προστασία μαρτύρων σε υπόθεση διαφθοράς. Μη παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ιδίως ότι οι αρχές είχαν αναγνωρίσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν δεχτεί απειλές για τη ζωή τους. Ωστόσο, χρειάστηκε κάποιος χρόνος – ένα έτος και τέσσερις μήνες – για να συμπεριληφθούν επίσημα στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Από την άλλη πλευρά, η αστυνομία είχε παράσχει προστασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε διαφωνίες μεταξύ των προσφευγόντων και των αρχών σχετικά με την προστασία που είχαν λάβει, με τους προσφεύγοντες να χαρακτηρίζουν αυτό που αντιμετώπισαν ως έλλειψη εμπειρίας στον τομέα της προστασίας από τους αστυνομικούς και τον εντοπισμό πλήθους λαθών.
Ωστόσο, τέτοια ζητήματα δεν δικαιολογούσαν την προκλητική συμπεριφορά των προσφευγόντων που επανειλημμένα αγνόησαν τα σώματα ασφαλείας. Οι προσφεύγοντες δεν συνεργάστηκαν και είχαν πολύ συχνά επιδείξει ακατάλληλη συμπεριφορά απέναντι στους αστυνομικούς.
Το Δικαστήριο, επαινώντας τις αρχές για τις προσπάθειές τους να συνεχίσουν να παρέχουν προστασία στους προσφεύγοντες παρά την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαν προβεί σε ό, τι μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτούς για την προστασία των προσφευγόντων από τυχόν απειλές. Μη παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρου 2 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, η Α. και ο Β., είναι Ρουμάνοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1981 και το 1978 αντίστοιχα και ζουν μαζί ως ζευγάρι στην πόλη R.
Τον Αύγουστο του 2015, η εισαγγελία κατά της διαφθοράς η οποία συνδέεται με το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και Δικαιοσύνης («HCCJ») κήρυξε τους προσφεύγοντες προστατευόμενους μάρτυρες: είχαν εργαστεί για τον C., ο οποίος, μαζί με έναν άλλο ανώτερο αξιωματούχο, τον D., διερευνήθηκαν για φερόμενες πράξεις διαφθοράς. Φέρεται ότι προσφεύγοντες είδαν ύποπτες συναλλαγές μεταξύ C. και D.
Η Γενική Διεύθυνση Αστυνομίας παρείχε άμεση προστασία στον Β., μέσω της Υπηρεσίας Ειδικών Δράσεων και το τοπικό αστυνομικό τους τμήμα. Η Υπηρεσία Ειδικής Δράσης ανέλαβε δράση άμεσα και από τον Φεβρουάριο του 2016 ανατέθηκε μια δεύτερη ομάδα η προστασία των προσφευγόντων.
Η Εθνική Υπηρεσία Προστασίας Μαρτύρων («το NOWP»)συναντήθηκε με τους προσφεύγοντες και εξήγησε τις προϋποθέσεις και απαιτήσεις του προγράμματος, στο οποίο συμφώνησαν να συμμετάσχουν τον Δεκέμβριο του 2015.
Στη συνέχεια, είχαν συζητήσεις σχετικά με τα πρωτόκολλα προστασίας που θα χρησιμοποιούσε η DGP, τα οποία περιέγραφαν τα καθήκοντα των αστυνομικών και τις υποχρεώσεις των προσφευγόντων, τα οποία οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν να υπογράψουν.
Τον Ιούνιο του 2016 το γραφείο του εισαγγελέα ζήτησε από το HCCJ να άρει τα μέτρα προστασίας και να τους αποκλείσει από την προστασία των μαρτύρων καθώς δεν ήταν πλέον σε κίνδυνο, αλλά το HCCJ απέρριψε το αίτημα τον Αύγουστο του 2016.
Οι προσφεύγοντες εντάχθηκαν τελικά επίσημα στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων που διευθύνεται από το NOWP τον Ιανουάριο του 2017, βρισκόμενοι υπό τη προστασία της αστυνομίας. Υπέγραψαν τα πρωτόκολλα προστασίας τον ίδιο μήνα, στον οποίο ζήτησαν επίσης από το NOWP να αλλάξει την ταυτότητά τους, να τους μεταφέρει στο εξωτερικό και να τους παράσχει οικονομική βοήθεια. Τον Μάρτιο του 2017, το HCCJ απέρριψε τα αιτήματα των προσφευγόντων.
Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, τα αστυνομικά μέτρα για την προστασία τους ήταν αναποτελεσματικά. Για παράδειγμα, οι αστυνομικοί παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν οδηγίες για την αποστολή τους και ισχυρίστηκαν ότι ήταν η πρώτη τους εμπειρία προστασίας μαρτύρων. Ο Β. διαφώνησε με τους αστυνομικούς, καθώς δεν ήταν ευχαριστημένος με το πώς οργάνωσαν την επιχείρηση προστασίας. Του επιβλήθηκε πρόστιμο αρκετές φορές για αυτές τις ενστάσεις.
Κατά την περίοδο προστασίας, οι προσφεύγοντες έλαβαν απειλές για τη ζωή τους, όπως για παράδειγμα τοποθετήθηκαν δύο σφαίρες στο κατώφλι του σπιτιού τους και τα ελαστικά αυτοκινήτου τους τρυπήθηκαν με μαχαίρι. Οι προσφεύγοντες προέβησαν σε καταγγελίες σχετικά με το πρόγραμμα προστασίας, οι οποίες απορρίφθηκαν. Οι προσφεύγοντες εγκατέλειψαν τη Ρουμανία το 2017.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2
Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την καταγγελία των προσφευγόντων σύμφωνα με το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ.
Επαναλαμβάνοντας τη νομολογία του, ιδίως την Osman κατά Ηνωμένου Βασιλείου και R.R. κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 2 της Σύμβασης μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή ακόμη και αν το πρόσωπο του οποίου το δικαίωμα στη ζωή φέρεται να παραβιάστηκε, δεν έχει αποβιώσει.
Οι προσφεύγοντες είχαν χαρακτηριστεί ως «προστατευόμενοι μάρτυρες» και το γραφείο του εισαγγελέα είχε κρίνει ότι κινδυνεύουν. Κατά την εφαρμογή των κανόνων προστασίας των μαρτύρων, οι αρχές είχαν αποδέχτηκαν ότι υπήρχε κίνδυνος για τους προσφεύγοντες σύμφωνα με την έννοια του νόμου.
Οι αρχές επομένως γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή τους. Το ερώτημα ήταν αν οι αρχές είχαν κάνει ό, τι μπορούσε να αναμένεται εύλογα από αυτές.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές είχαν θέσει υπό προστασία τους τους προσφεύγοντες αμέσως μετά τον εντοπισμό του κινδύνου, ωστόσο, υπήρξαν διάφορες καθυστερήσεις.
Οι αρχές χρειάστηκαν 6 μήνες για να συντάξουν τα πρωτόκολλα προστασίας και να τα παρουσιάσουν στους προσφεύγοντες, 3 μήνες για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των προσφευγόντων στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, και 2 μήνες για τον εισαγγελέα να ξεκινήσει την ορθή διαδικασία για τη συμπερίληψη των προσφευγόντων στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων βάσει του σχετικού νόμου.
Το Δικαστήριο εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι χρειάστηκε περισσότερο από ένα έτος και τέσσερις μήνες, από τον Αύγουστο 2015, όταν ο κίνδυνος εντοπίστηκε για πρώτη φορά, έως τον Ιανουάριο του 2017, όταν οι προσφεύγοντες συμπεριλήφθηκαν επίσημα στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Ωστόσο, δεν είχαν μείνει χωρίς προστασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ακόμη και αν, τουλάχιστον στην αρχή, οι ενέργειες των αστυνομικών βασίζονταν στον αυτοσχεδιασμό, δεδομένης της έλλειψης κανονισμών, οι οποίοι καταγράφηκαν τον Ιούλιο του 2016. Οι προκύπτουσες ελλείψεις είχαν διορθωθεί και δεν πραγματοποιήθηκε καμία άμεση επίθεση εναντίον των προσφευγόντων.
Οι προσφεύγοντες είχαν σχολιάσει την έλλειψη εμπειρίας των αστυνομικών, αλλά το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με το παραπάνω ισχυρισμό, σημειώνοντας, για παράδειγμα, ότι είχαν αναλάβει παρόμοιες εργασίες υψηλού κινδύνου στο παρελθόν.
Ωστόσο, μια τέτοια εμπειρία δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την απουσία σαφών οδηγιών και την έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας. Οι αστυνομικοί μερικές φορές ήταν άοπλοι ή χωρίς στολές, ή είχαν φύγει από τη θέση τους πριν φτάσει η επόμενη βάρδια.
Τέτοιες παραλείψεις είχαν θέσει σε κίνδυνο την προστασία των προσφευγόντων, αν και είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη από τις αρχές, οι οποίες τις είχαν διερευνήσει και, όταν ήταν απαραίτητο, επέπληξαν και προειδοποίησαν τους αρμόδιους.
Ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι μια τέτοια κατάσταση συνέβαλε στην κλιμάκωση των συγκρούσεων και στη εμφάνιση δυσπιστίας μεταξύ των προσφευγόντων και της αστυνομίας, ωστόσο, δεν δικαιολογούνταν η προκλητική συμπεριφορά των προσφευγόντων και το γεγονός ότι παράβλεπαν την δική τους ευθύνη για την προστασία τους.
Οι προσφεύγοντες είχαν πλήρη επίγνωση του καθήκοντός τους να συνεργαστούν με τις αρχές, όπως ορίζονταν από το νόμο και περιλαμβάνονται στα πρωτόκολλα προστασίας, τα οποία τελικά υπέγραψαν. Σε πρακτικό επίπεδο, είχαν αποτύχει επανειλημμένα να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους και παραβίασαν τα πρωτόκολλα.
Μεταξύ άλλων, δεν συνεργάστηκαν και συμπεριφέρθηκαν ακατάλληλα ως προς τους αστυνομικούς. Προσπάθησαν να αποφύγουν τα μέτρα προστασίας και να εμποδίσουν το έργο των αστυνομικών και φέρεται να υπέβαλαν απαράδεκτες απαιτήσεις στις αρχές σχετικά με την υποχρέωση εύρεσης τους νέων θέσεων εργασίας και την άρνησή τους να συνεργαστούν.
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες είχαν παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την τηλεόραση, γεγονός που είχε θέσει σε κίνδυνο το πρόγραμμα προστασίας. Οι προσφεύγοντες είχαν επίσης αρνηθεί την προσφορά μετεγκατάστασης εντός της Ρουμανίας, ενώ το HCCJ είχε απορρίψει το αίτημά τους για αλλαγή των ταυτοτήτων τους και την μετεγκατάστασή τους στο εξωτερικό μετά από προσεκτική εξέταση και αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης.
Παραβλέποντας την απόφαση του HCCJ και την υποχρέωσή τους να συμμορφωθούν με τα πρωτόκολλα προστασίας, οι προσφεύγοντες είχαν αποφασίσει να μετακομίσουν στο εξωτερικό, το οποίο στην πράξη έπαυσε το πρόγραμμα προστασίας τους και ενδεχομένως τους εξέθετε σε σοβαρό κίνδυνο. Ακόμη και σε αυτήν την κατάσταση, οι αρχές δεν είχαν αποσύρει το πρόγραμμα προστασίας, αλλά είχαν διατηρήσει την επικοινωνία και συνέχισαν να τους προσφέρουν οικονομική υποστήριξη. Το Δικαστήριο επαίνεσε τις αρχές για τις προσπάθειές τους να συνεχίσουν την προστασία παρά την έλλειψη συνεργασίας των προσφευγόντων, αντί να τους αποσύρουν από την προστασία του προγράμματος μαρτύρων, μια επιλογή που προβλέπεται από το νόμο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές είχαν κάνει ότι μπορούσαν, παράσχοντας προστασία στους προσφεύγοντες από τυχόν απειλές για τη ζωή τους. Συνεπώς είχαν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 2 της Σύμβασης και δεν υπήρξε παραβίαση.