ΑΠΟΦΑΣΗ
Zirnīte κατά Λετονίας της 11.06.2020 (αρ. προσφ. 69019/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αίτημα και δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων. Προϋποθέσεις. Παρεπόμενη ποινή δήμευσης περιουσιακών στοιχείων.
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση μεγάλου ποσού και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αθωώθηκε στον α΄ βαθμό, ωστόσο σε έφεση που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα, το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και την καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών. Ως παρεπόμενη ποινή επιβλήθηκε δήμευση της περιουσίας της. Στην διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπέβαλε αίτημα να κλητευθεί ένας βασικός μάρτυρας, το οποίο απορρίφθηκε. Η προσφεύγουσα άσκησε καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ο δικηγόρος της προσφεύγουσας παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τις διάφορες διαδικαστικές ευκαιρίες που διέθετε και να τεκμηριώσει επαρκώς την ανάγκη κατάθεσης του συγκεκριμένου μάρτυρα.
Όφειλε δηλαδή να υποστηρίξει το αίτημα εξηγώντας γιατί είναι σημαντικό να καταθέσει ο μάρτυρας και ότι η κατάθεσή του ήταν αναγκαία για υποστήριξη της αλήθειας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση του Εφετείου δεν ήταν αυθαίρετη και στηρίχθηκε σε διάφορα αποδεικτικά στοιχεία.
Κατά συνέπεια έκρινε ότι η άρνηση κλήσης του μάρτυρα δεν υπονόμευσε τη συνολική διαδικασία. Δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Όσον αφορά την παρεπόμενη ποινή της δήμευσης περιουσίας, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως προβλέπονταν για ένα τέτοιο θέμα που εγείρει ζήτημα συνταγματικότητας ποινικής διάταξης. Κατά συνέπεια έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
Άρθρο 6 § 3 δ,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Ilona Zirnīte, υπήκοος Λετονίας, γεννήθηκε το 1977 και ζει στη Ρίγα. Η υπόθεση αφορούσε καταγγελίες της ότι δεν είχε κληθεί βασικός μάρτυρας κατηγορίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έφεσης, εμποδίζοντας την προσφεύγουσα να επισημάνει αντιφάσεις στην προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα και ότι η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης περιουσίας ήταν δυσανάλογη.
Τον Οκτώβριο του 2005, η προσφεύγουσα συμφώνησε να μεταβιβάσει μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τη SIA Raiņa bulvāra nams, της οποίας το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ήταν μια πολυκατοικία, στον M.R. Λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας η προσφεύγουσα, εκπροσωπώντας την εταιρεία έλαβε δάνειο για τη τελευταία, το οποίο στη συνέχεια θα το παρακρατούσε η προσφεύγουσα. Συνεπώς 208.000 ευρώ μεταφέρθηκαν στον ιδιωτικό λογαριασμό της προσφεύγουσας κατά την μεταβίβαση της εταιρείας.
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε το 2007 για υπεξαίρεση μεγάλου ποσού και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το δικαστήριο εξέτασε την προσφεύγουσα και 11 μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του M.R. Η προσφεύγουσα αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η πραγματική βάση των κατηγοριών είχε αποδειχθεί αλλά δεν μπορούσε να αποδειχθεί πέραν της εύλογης αμφιβολίας ότι είχε την πρόθεση να υπεξαιρέσει το κεφάλαιο.
Κατόπιν έφεσης από τον Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης το Εφετείο το Νοέμβριο του 2010 καταδίκασε την προσφεύγουσα και για τις δύο κατηγορίες, κρίνοντας ότι έχει πρόθεση να υπεξαιρέσει τα κεφάλαια. Το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του δικηγόρου της προσφεύγουσας να καλέσει τρεις μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του M.R., τον οποίο ο δικηγόρος ήθελε να ρωτήσει ξανά σχετικά με την προανακριτική κατάθεσή του, την οποία το Εφετείο δεν είχε ελέγξει. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα κλήσης του μάρτυρα , διαπιστώνοντας ιδίως ότι η εν λόγω κατάθεση είχε ολοκληρωθεί.
Επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα ποινή κάθειρξης 6 ετών με αναστολή και παρεπόμενη ποινή δήμευσης ακινήτου. Τον Μάιο του 2011, το Ανώτατο Δικαστηρίου απέρριψε αναίρεση εκ μέρους της προσφεύγουσας.
Βασιζόμενη ιδίως στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο την είχε καταδικάσει μετά από την αθώωση της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε εξετάσει τον M.R., ο οποίος σύμφωνα με την προσφεύγουσα ήταν ο κύριος μάρτυρας της υπόθεσης, εμποδίζοντας την υπεράσπισή της να αναφερθεί στις προανακριτικές δηλώσεις του M.R. Επίσης ότι η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης της περιουσίας της παραβίασε το δικαίωμά της στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Αρχές
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγγυήσεις της παραγράφου 3 στοιχείο δ του άρθρου 6 αποτελούν συγκεκριμένες πτυχές του δικαιώματος σε δίκαιη ακρόαση που ορίζεται στην παράγραφο 1 της παρούσας διάταξης, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε οποιαδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Το κύριο μέλημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 είναι η επίτευξη μία συνολικά δίκαιης δίκης.
Όσον αφορά το δικαίωμα των κατηγορουμένων να προτείνουν μάρτυρες, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά γενικό κανόνα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον τους, καθώς και τη συνάφεια των αποδεικτικών στοιχείων που επιδιώκουν να προσκομίσουν οι κατηγορούμενοι και αν είναι σκόπιμο να καλέσουν συγκεκριμένο μάρτυρα. Επιπλέον, δεν αρκεί για τους κατηγορούμενους να διαμαρτύρονται ότι δεν τους επιτρέπεται να προτείνουν ορισμένους μάρτυρες. Πρέπει, επιπλέον, να υποστηρίξουν το αίτημα εξηγώντας γιατί είναι σημαντικό να καταθέσουν οι ενδιαφερόμενοι μάρτυρες και οι καταθέσεις τους πρέπει να είναι απαραίτητες για την απόδειξη της αλήθειας.
Εφαρμογή των αρχών στην παρούσα υπόθεση
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας αφορά την άρνηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να καλέσει έναν συγκεκριμένο μάρτυρα, αφού δεν είχε επιτραπεί στον πληρεξούσιο δικηγόρο της να αναφερθεί στην προανακριτική του κατάθεση αυτού του μάρτυρα. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία του δικηγόρου της να αποκαλύψει τις αντιφάσεις στις προανακριτικές καταθέσεις αυτού του μάρτυρα. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η αμυντική της θέση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στηρίχθηκε σε αυτές τις φερόμενες αντιφάσεις.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, παρά τη δήθεν σημασία αυτών των αντιφάσεων, η υπεράσπιση δεν χρησιμοποίησε όλες τις διαθέσιμες διαδικαστικές ευκαιρίες για να επιστήσει την προσοχή του εθνικού δικαστηρίου στις εικαζόμενες ασυμφωνίες στις δηλώσεις του M.R. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε ένδειξη ότι η υπεράσπιση ζήτησε να κληθεί ο M.R. στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση πριν από την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων της ή ότι σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ζήτησε την ανάγνωση των φερόμενων αντιφατικών προανακριτικών καταθέσεων. Κανένα τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ακόμη και μετά την παραπομπή αυτών των αποδεικτικών στοιχείων από το δικαστήριο. Επιπλέον, τα έγγραφα που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν απέδεικνυαν ότι ο δικηγόρος της προσφεύγουσας εξήγησε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με επαρκή σαφήνεια γιατί ήταν απαραίτητη η εκ νέου εμφάνιση του μάρτυρα M.R. και πώς θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της υπεράσπισης.
Τέλος, δεδομένου ότι η καταδίκη της προσφεύγουσας βασίστηκε στην επανεκτίμηση του δόλου της, είναι σημαντικό ότι η ίδια η προσφεύγουσα εξετάστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Έτσι, οι δικαστές που αποφάσισαν τελεσίδικα για την υπόθεση ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν μια άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που έδωσε αυτοπροσώπως και ήταν σε θέση να αξιολογήσουν την αξιοπιστία της. Ως εκ τούτου, λόγω της αδυναμίας της υπεράσπισης να χρησιμοποιήσει διάφορες διαδικαστικές ευκαιρίες και να τεκμηριώσει επαρκώς την ανάγκη κατάθεσης του MR, του πεδίου της επανεξέτασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, του ρόλου της κατάθεσης του MR στην καταδίκη της προσφεύγουσας και την έλλειψη ερμηνείας των αποδεικτικών της στοιχείων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η άρνηση του Εφετείου στο αίτημα της προσφεύγουσας να κληθεί ο M.R. δεν υπονόμευσε τη συνολική δικαιοσύνη της ποινικής διαδικασίας.
Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 1 ΠΠΠ
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στη Λετονία μια συνταγματική προσφυγή μπορεί να υποβληθεί μόνο σε νομική διάταξη που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτούντος και όχι κατά δικαστικής ή διοικητικής απόφασης ως έχει. Επομένως, η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο μπορούσε να γίνει μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η φερόμενη παραβίαση της Σύμβασης προέκυψε από την εφαρμογή μιας νομικής διάταξης η οποία αμφισβητείται ως αντίθετη με το Σύνταγμα. Μια τέτοια νομική διάταξη πρέπει να αποτελεί την άμεση νομική βάση για την ατομική απόφαση για την οποία φέρεται η παραβίαση. Επομένως, μια συνταγματική προσφυγή δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελεσματική λύση εάν η φερόμενη παραβίαση προέκυψε μόνο από την εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία μιας νομικής διάταξης, το περιεχόμενο της οποίας δεν είναι αντισυνταγματικό.
Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της επισήμανε πολλές ελλείψεις, τις οποίες η ίδια απέδωσε στην εσωτερική νομοθεσία. Λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η έλλειψη συνταγματικότητας του νόμου οδήγησε στην παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία της ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Τα προαναφερθέντα επιβεβαιώνονται από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 6ης Ιανουαρίου 2011 στην απόφαση με αριθμ. 2010-03-01 στην οποία ανέλυσε την παρεπόμενη ποινή της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων και επισήμανε μεγάλο αριθμό ελλείψεων στην εγχώρια νομοθεσία. Ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο περάτωσε τη διαδικασία λόγω του τρόπου με τον οποίο διατυπώθηκε η προσφυγή, ανέφερε ότι η συνταγματικότητα της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης έπρεπε να εκτιμηθεί αναλύοντας τις διατάξεις του Γενικού Μέρους του Ποινικού Δικαίου. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η απόφαση αυτή, η οποία ελήφθη 4 μήνες πριν από την ολοκλήρωση της υπόθεσης της προσφεύγουσας, έδειξε επαρκώς τι είδους συνταγματική καταγγελία πρέπει να ασκηθεί για την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε σχέση με την παρεπόμενη ποινή της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ακριβώς αυτό το είδος προσφυγής τέθηκε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην περίπτωση από 2014-43-01 στην οποία εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας στις 8 Απριλίου 2015. Το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση στην υπόθεση αυτή δεν έχει καμία σχέση με την αποτελεσματικότητα της εν λόγω εγχώριας προσφυγής σε σχέση με την υπόθεση της προσφεύγουσας καθόσον, η εσωτερική νομοθεσία είχε ήδη αλλάξει σημαντικά.
Επομένως, η καταγγελία της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 για μη εξάντληση των εγχώριων ενδίκων μέσων (επιμέλεια echrcaselaw.com).