Πριν από κάτι περισσότερο από δύο δεκαετίες, το μεγαλύτερο βήμα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν η εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, με την ενοποίηση του ενός σκέλους της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής – της νομισματικής πολιτικής. Η ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική υπό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαρακτηρίστηκε από ένα ποσοστό: το 2% του πληθωρισμού της Ευρωζώνης ως όριο από το οποίο η αύξηση των τιμών δεν πρέπει να ξεφύγει, αλλά και δεν θα πρέπει να απέχει πολύ. Σήμερα, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, σύμφωνα με την τελευταία πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποκτά ένα νέο όριο του 2%, και αυτό αφορά, επιτέλους, το δεύτερο σκέλος της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη δημοσιονομική πολιτική της.
Το πυρηνικό, λοιπόν, συστατικό της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας με άξονα το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 είναι η αύξηση του ανώτατου ορίου των ιδίων πόρων του μακροχρόνιου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 2% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, από το 1,20% που ισχύει. Πρόκειται, ειδικότερα, για το μέγιστο όριο πόρων που η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να απαιτήσει από τα κράτη-μέλη ώστε να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες των δαπανών του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αυξάνονται, δηλαδή, τα κεφάλαια που δυνητικά –και εφόσον προκύψει η ανάγκη– μπορούν να μεταφέρουν τα κράτη-μέλη από τον εθνικό προϋπολογισμό (ή την οικονομία τους) στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Και αυτό λίγους μήνες μόνο μετά την προηγούμενη διαπραγμάτευση, όπου κάποια κράτη-μέλη επέμεναν στη συμπίεση του πολυετούς προϋπολογισμού στο 1% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος.
Το προτεινόμενο υψηλότερο ανώτατο όριο των ιδίων πόρων δημιουργεί σημαντικά μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και για τα ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία πέραν αυτού και, κυρίως, οδηγεί σε σημαντική διεύρυνση του περιθωρίου (του πλέον διάσημου «headroom») μεταξύ του ανώτατου ορίου πόρων που έχουν δεσμευτεί τα κράτη-μέλη να καταβάλουν εάν χρειαστεί και του ανώτατου ετήσιου ορίου πληρωμών του προϋπολογισμού. Το διευρυμένο –οιονεί δημοσιονομικό– περιθώριο είναι αυτό που δύναται να αποτελέσει την εγγύηση του από κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού από τις αγορές, ώστε να χρηματοδοτηθεί το νέο –συνδεδεμένο με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και επιπλέον αυτού– προτεινόμενο σχήμα «Next Generation EU» για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το διευρυμένο περιθώριο δρα ως διασφάλιση προς τους επενδυτές ότι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός έχει τη δυνατότητα –εάν χρειαστεί– να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αποπληρωμής του χρέους που θα δημιουργηθούν υπό κάθε συνθήκη, με τη βιωσιμότητα του περιθωρίου να συνιστά βασικό κριτήριο για τη διατήρηση της υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η αύξηση, λοιπόν, του ανώτατου ορίων των ιδίων πόρων επιτρέπει τη διαμόρφωση του προτεινόμενου σχήματος «Next Generation EU», το οποίο προβλέπεται να κατανέμεται σε επιδοτήσεις (500 δισ. ευρώ) και σε δάνεια (250 δισ. ευρώ), εκ των οποίων η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει πολλαπλάσιους πόρους για τα επόμενα χρόνια σε σχέση με αυτούς που θα κληθεί να συνεισφέρει κατά τις επόμενες προγραμματικές δημοσιονομικές περιόδους, οπότε και θα αποπληρώνεται σταδιακά ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός – με το αυξημένο ανώτατο όριο ιδίων πόρων να εκπνέει με την ολοκλήρωση της περιόδου αποπληρωμής.
Συνεπώς, το νέο 2% της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αν και αρχικά φαντάζει αρκετά τεχνικό, στην ουσία του είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε πολιτικό και συμβολικό επίπεδο, καθώς ανεβάζει σημαντικά τον δυνητικό δημοσιονομικό πήχυ της συνεισφοράς των κρατών-μελών στον ευρωπαϊκό δημοσιονομικό κορβανά, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα για τον διαμοιρασμό των βαρών στην Ευρώπη. Για αυτό, άλλωστε, και η αλλαγή αυτή, μετά τη συμφωνία σε υψηλό ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να περάσει και από τα εθνικά κοινοβούλια. Δεν είναι κάτι εύκολο.
Είναι, όμως, κάτι απαραίτητο για να προχωρήσει ο βηματισμός προς μια πιο φιλόδοξη Ευρώπη, που θα εμβαθύνει και θα δημιουργήσει συνθήκες ευημερίας για όλες και όλους.
* Ο δρ Χρήστος Τριαντόπουλος είναι γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.
Πριν από κάτι περισσότερο από δύο δεκαετίες, το μεγαλύτερο βήμα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν η εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, με την ενοποίηση του ενός σκέλους της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής – της νομισματικής πολιτικής. Η ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική υπό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαρακτηρίστηκε από ένα ποσοστό: το 2% του πληθωρισμού της Ευρωζώνης ως όριο από το οποίο η αύξηση των τιμών δεν πρέπει να ξεφύγει, αλλά και δεν θα πρέπει να απέχει πολύ. Σήμερα, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, σύμφωνα με την τελευταία πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποκτά ένα νέο όριο του 2%, και αυτό αφορά, επιτέλους, το δεύτερο σκέλος της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη δημοσιονομική πολιτική της.
Το πυρηνικό, λοιπόν, συστατικό της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας με άξονα το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 είναι η αύξηση του ανώτατου ορίου των ιδίων πόρων του μακροχρόνιου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 2% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, από το 1,20% που ισχύει. Πρόκειται, ειδικότερα, για το μέγιστο όριο πόρων που η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να απαιτήσει από τα κράτη-μέλη ώστε να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες των δαπανών του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αυξάνονται, δηλαδή, τα κεφάλαια που δυνητικά –και εφόσον προκύψει η ανάγκη– μπορούν να μεταφέρουν τα κράτη-μέλη από τον εθνικό προϋπολογισμό (ή την οικονομία τους) στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Και αυτό λίγους μήνες μόνο μετά την προηγούμενη διαπραγμάτευση, όπου κάποια κράτη-μέλη επέμεναν στη συμπίεση του πολυετούς προϋπολογισμού στο 1% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος.
Το προτεινόμενο υψηλότερο ανώτατο όριο των ιδίων πόρων δημιουργεί σημαντικά μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και για τα ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία πέραν αυτού και, κυρίως, οδηγεί σε σημαντική διεύρυνση του περιθωρίου (του πλέον διάσημου «headroom») μεταξύ του ανώτατου ορίου πόρων που έχουν δεσμευτεί τα κράτη-μέλη να καταβάλουν εάν χρειαστεί και του ανώτατου ετήσιου ορίου πληρωμών του προϋπολογισμού. Το διευρυμένο –οιονεί δημοσιονομικό– περιθώριο είναι αυτό που δύναται να αποτελέσει την εγγύηση του από κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού από τις αγορές, ώστε να χρηματοδοτηθεί το νέο –συνδεδεμένο με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και επιπλέον αυτού– προτεινόμενο σχήμα «Next Generation EU» για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το διευρυμένο περιθώριο δρα ως διασφάλιση προς τους επενδυτές ότι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός έχει τη δυνατότητα –εάν χρειαστεί– να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αποπληρωμής του χρέους που θα δημιουργηθούν υπό κάθε συνθήκη, με τη βιωσιμότητα του περιθωρίου να συνιστά βασικό κριτήριο για τη διατήρηση της υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η αύξηση, λοιπόν, του ανώτατου ορίων των ιδίων πόρων επιτρέπει τη διαμόρφωση του προτεινόμενου σχήματος «Next Generation EU», το οποίο προβλέπεται να κατανέμεται σε επιδοτήσεις (500 δισ. ευρώ) και σε δάνεια (250 δισ. ευρώ), εκ των οποίων η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει πολλαπλάσιους πόρους για τα επόμενα χρόνια σε σχέση με αυτούς που θα κληθεί να συνεισφέρει κατά τις επόμενες προγραμματικές δημοσιονομικές περιόδους, οπότε και θα αποπληρώνεται σταδιακά ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός – με το αυξημένο ανώτατο όριο ιδίων πόρων να εκπνέει με την ολοκλήρωση της περιόδου αποπληρωμής.
Συνεπώς, το νέο 2% της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αν και αρχικά φαντάζει αρκετά τεχνικό, στην ουσία του είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε πολιτικό και συμβολικό επίπεδο, καθώς ανεβάζει σημαντικά τον δυνητικό δημοσιονομικό πήχυ της συνεισφοράς των κρατών-μελών στον ευρωπαϊκό δημοσιονομικό κορβανά, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα για τον διαμοιρασμό των βαρών στην Ευρώπη. Για αυτό, άλλωστε, και η αλλαγή αυτή, μετά τη συμφωνία σε υψηλό ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να περάσει και από τα εθνικά κοινοβούλια. Δεν είναι κάτι εύκολο.
Είναι, όμως, κάτι απαραίτητο για να προχωρήσει ο βηματισμός προς μια πιο φιλόδοξη Ευρώπη, που θα εμβαθύνει και θα δημιουργήσει συνθήκες ευημερίας για όλες και όλους.
* Ο δρ Χρήστος Τριαντόπουλος είναι γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.