Της Νένας Μαλλιάρα
Σχέδιο για τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες, και ειδικά για τις ελληνικές (λόγω υψηλού ποσοστού ύφεσης και NPLs), υπό τη σκιά της πανδημίας του COVID-19 και της ύφεσης, έχει δρομολογήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με κεντρικό πυλώνα τη διαφύλαξη της υγείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η θωράκιση της σταθερότητας των τραπεζών τίθεται από την ΕΚΤ σε απόλυτη συνάρτηση με την προτεραιότητα της άμεσης και εκτεταμένης παροχής ρευστότητας στην οικονομία για να ανακάμψει από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης. Το σχέδιο της ΕΚΤ εστιάζει στην κεφαλαιακή διασφάλιση των τραπεζών και την προετοιμασία τους για την επόμενη μέρα, με ορίζοντα την προσέλκυση επενδυτών, αλλά και με ανοιχτό παράθυρο για συγχωνεύσεις στο πλαίσιο της πορείας για την πλήρη τραπεζική ενοποίηση μέχρι το 2024.
Στον “καμβά” αυτό, το σχέδιο της ΕΚΤ έχει ως βασικό πυλώνα τη στενή παρακολούθηση της πορείας των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, και ειδικά σε οικονομίες όπως η ελληνική, με αυξημένο τον κίνδυνο υπερχρέωσης και “κόκκινων” δανείων.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ, σύμφωνα με την ΕΚΤ, θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο από ό,τι στη διάρκεια της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης και θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξηθούν σημαντικά, παρά τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης.
Παράλληλα, οι τράπεζες αναμένουν απότομη αύξηση της ζήτησης για νέα δάνεια, ήδη από το β’ τρίμηνο του 2020, και προβλέπεται ότι αυτή η ζήτηση θα καλυφθεί με χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων.
Στο κλείσιμο του 2020 η εικόνα για Ελλάδα
Ο πλήρης αντίκτυπος της κρίσης του κορονοϊού δεν έχει φανεί ακόμη στις τράπεζες και το εύρος της αύξησης του πιστωτικού κινδύνου λόγω της ύφεσης θα αρχίσει να γίνεται ορατό το νωρίτερο προς το τέλος του γ’ τριμήνου του τρέχοντος έτους.
Για χώρες, δε, όπου οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει μορατόρια πληρωμών με ισχύ μέχρι τα τέλη του 2020, όπως στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις στην εξυπηρέτηση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών θα φανούν στο τέλος του χρόνου με αρχές του επόμενου.
Ο “λογαριασμός” της επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης. Προς το παρόν οι εποπτικές Αρχές -και η ΤτΕ στην Ελλάδα- κινούνται στη βάση ενός ευρέος φάσματος πιθανών σεναρίων και παρακολουθούν στενά τις τράπεζες προκειμένου να τεστάρουν την ευπάθεια των ισολογισμών τους. Υποκαθιστώντας, τρόπον τινά, τα stress tests με “τεστ κορονοϊού”, ΕΚΤ/SSM “θερμομετρούν” συνεχώς την πορεία των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες του Capital.gr αναφέρουν ότι ΕΚΤ/SSM έχουν ζητήσει από τις ελληνικές τράπεζες συνεχή ενημέρωση για την πορεία των δανείων τους, τόσο ως προς τη ροή των καταβολών δόσεων όσο και ως προς τη ζήτηση δανειοληπτών να ενταχθούν σε προγράμματα αναστολής πληρωμών.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες εφαρμόζουν μακρο-σενάρια για την αναμενόμενη ύφεση και, ακολουθώντας τις επιταγές του λογιστικού προτύπου IFRS 9 για τον προληπτικό σχηματισμό προβλέψεων έναντι πιθανών μελλοντικών επισφαλειών, αυξάνουν τις προβλέψεις τους. Ήδη στο α’ τρίμηνο κάποιες τράπεζες πήραν προκαταβολικά ένα μεγάλο ποσό πρόσθετων προβλέψεων για toy COVID-19, ενώ άλλες έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν βλέποντας και κάνοντας. Όπως εκτιμούν, πάντως, τραπεζίτες στο Capital.gr, η αύξηση των προβλέψεων φέτος θα κινηθεί περίπου στο 60%.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο SSM ενθαρρύνει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους με μακροχρόνια προοπτική. Συγκεκριμένα, τους συστήνει να αξιολογούν τη μακροχρόνια ικανότητα των πελατών τους για την εξυπηρέτηση του χρέους τους και, ειδικά για τις επιχειρήσεις, να εκτιμούν την προοπτική βιωσιμότητάς τους.
Νέες προβλέψεις
Με μορατόρια πληρωμών ύψους 14 δισ. ευρώ και αρχικές εκτιμήσεις για νέα NPLs 7-10 δισ. ευρώ, προκειμένου να ανταποκριθούν στο “τεστ ευπάθειας” του SSM, οι ελληνικές τράπεζες αξιολογούν τις αντοχές των χαρτοφυλακίων τους στη βάση όλων των σεναρίων που έχουν διατυπωθεί για την ύφεση το 2020 και την ανάκαμψη το 2021. Όμως, το “κλειδί” των υπολογισμών τους βρίσκεται όχι στα αντίστοιχα ποσοστά, αλλά στο “έλλειμμα ανάπτυξης” που θα σημειωθεί την ερχόμενη χρονιά, δηλαδή στο ποσοστό από τη φετινή συρρίκνωση της οικονομίας που δεν θα καλυφθεί του χρόνου, παρά την ανάκαμψη.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, το “κενό” αυτό υπολογίζεται από τις τράπεζες από 1,5% έως 2,5% για το 2021 και βάσει αυτού τεστάρουν τις αντοχές των χαρτοφυλακίων τους και αποστέλλουν τη σχετική ενημέρωση στον SSM.
Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν έχει προβλέψει ότι φέτος η ελληνική οικονομία θα έχει ύφεση 9,7%, έναντι μέσου όρου 7,7% στην Ευρωζώνη, ενώ το 2021 θα σημειώσει ισχυρή ανάκαμψη, με άνοδο του ΑΕΠ κατά 7,9%, έναντι 6,3% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Η αναμενόμενη ανάκαμψη θα είναι η ταχύτερη σε επίπεδο Ε.Ε.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει για φέτος μια ύφεση από 4,5% έως 9,5% του ΑΕΠ, με το βασικό σενάριο να κάνει λόγο για ύφεση 6%. Η ανάκαμψη για το 2021 προβλέπεται στο 5,5%.
Το βάθος της ύφεσης στην Ελλάδα για το σύνολο του 2020, πάντως, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επίδοση της οικονομίας το β’ και γ’ τρίμηνο του έτους, με καθοριστική την πορεία των τουριστικών εισπράξεων.