ΑΠΟΦΑΣΗ
Omorefe κατά Ισπανίας της 23.06.2020 (αριθ. προσφ. 69339/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τοποθέτηση ανήλικου παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια και επακόλουθη υιοθεσία του. Αδυναμία βιολογικής μητέρας να διατηρήσει το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί του.
Το 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε να τοποθετηθεί υπό το καθεστώς πρόνοιας ο γιος της (γεννημένος το 2008) λόγω προσωπικών και οικογενειακών δυσκολιών. Ωστόσο, επέμεινε ότι το μέτρο δεν πρέπει να της στερήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας μαζί του. Τρεις μήνες μετά τη τοποθέτηση του παιδιού στις αρχές πρόνοιας, οι επισκέψεις της διακόπηκαν.
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τους λόγους των εγχώριων αρχών να δικαιολογήσουν την αναδοχή του παιδιού και στη συνέχεια την υιοθεσία του, παρά τη σαφή αντίθεση της μητέρας του, η οποία ήταν σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας της στην αρχή της διαδικασίας, υποδηλώνοντας ότι οι αρχές εξ υπαρχής εκδήλωσαν την πρόθεση να τοποθετήσουν το παιδί σε ανάδοχη οικογένεια με σκοπό την υιοθεσία. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι αρχές δεν είχαν προβλέψει άλλο λιγότερο ριζοσπαστικό μέτρο όπως η προσωρινή ή απλή αναδοχή, μέτρα πέραν της διαδικασίας υιοθεσίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ισπανικές αρχές δεν είχαν λάβει κατάλληλα και επαρκή μέτρα για να διασφαλίσουν το σεβασμό του δικαιώματος της μητέρας επικοινωνίας με το παιδί της, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά της στο σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κάλεσε τις εγχώριες αρχές να επανεξετάσουν, εγκαίρως, την κατάσταση της προσφεύγουσας και του ανήλικου γιού της και να αποκαταστήσουν την επικοινωνία μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Παραβίαση του δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Pat Omorefe, είναι υπήκοος Νιγηρίας, η οποία γεννήθηκε το 1976 και ζει στην Παμπλόνα. Την εν λόγω περίοδο ζούσε παράνομα στην Ισπανία.
Τον Φεβρουάριο του 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε να τεθεί ο γιος της υπό τη φροντίδα των αρχών πρόνοιας σε ένα κέντρο παιδικής φροντίδας που διευθύνεται από την περιφερειακή κυβέρνηση της Ναβάρα, για προσωπικούς λόγους και λόγω οικογενειακών δυσκολιών (έλλειψη εισοδήματος, στέγασης και εργασίας αλλά και για δυσκολίες στο ζευγάρι). Την επόμενη ημέρα το παιδί χαρακτηρίστηκε ως εγκαταλελειμμένο και τοποθετήθηκε σε κέντρο πρόνοιας. Τον επόμενο μήνα η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι το προβλεπόμενο μέτρο αφορούσε την αναδοχή του και ότι ο γιος της θα μπορούσε να ενταχθεί εκ νέου στη βιολογική του οικογένεια μεσοπρόθεσμα, υπό τον όρο ότι οι γονείς του θα πετύχαιναν ορισμένους στόχους.
Τον Μάρτιο του 2009, η επιτροπή αξιολόγησης πρότεινε να μεταφερθεί από το κέντρο πρόνοιας σε ανάδοχη φροντίδα, διαπιστώνοντας ότι η μητέρα δεν είχε παρευρεθεί σε όλες τις επισκέψεις, ότι δεν μπορούσε να συνδεθεί με το παιδί της κατά τη διάρκεια των επισκέψεων και ότι η προσωπική της κατάσταση ήταν πολύ ασταθής. Αναφέρθηκε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν θα είχε αντίρρηση αναφορικά με την αναδοχή αλλά είχε επιμείνει ότι δεν πρέπει να στερηθεί την επικοινωνία με τον γιό της.
Τον Μάιο του 2009, η Γενική Διεύθυνση Οικογένειας και Παιδιών («η Αρχή») ανέστειλε τις επισκέψεις λόγω της αποτυχίας της προσφεύγουσας να είναι παρούσα σε όλες τις προγραμματισμένες επισκέψεις και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε να δημιουργήσει συναισθηματικό δεσμό με το παιδί της. Στη συνέχεια ζήτησε από το δικαστήριο να τοποθετήσει προσωρινά το παιδί σε αναδοχή (προ της υιοθεσίας) και να απαλλάξει την κ. Omorefe από τη γονική της εξουσία. Ο ανήλικος έτσι μεταφέρθηκε σε ανάδοχη οικογένεια με απόφαση του δικαστηρίου.
Μετά από δικαστικό αγώνα το Εφετείο της Νιούβαρα, έκρινε ότι η υιοθεσία του παιδιού δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας. Η Αρχή άσκησε αναίρεση, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Τον Μάρτιο του 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί να επισκεφθεί τον γιο της. Δεν έλαβε απάντηση από τις αρχές και άσκησε αίτηση στο δικαστήριο για επικοινωνία.
Τον Ιούνιο του 2015, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της χορήγησε το δικαίωμα επικοινωνίας για μία ώρα το μήνα, σε εποπτευόμενες συναντήσεις σε οικογενειακό κέντρο το οποίο διαχειρίζονται οι αρχές.
Εν τω μεταξύ, η Αρχή είχε λάβει περαιτέρω μέτρα για να κανονίσει την αναδοχή του από την ενδιαφερόμενη οικογένεια, ακολουθούμενη από την υιοθεσία του, υποβάλλοντας μια έκθεση στην οποία σημείωσε ότι υπήρχαν δεσμοί του παιδιού με την ανάδοχη οικογένεια, με την οποία ζούσε για πέντε χρόνια, καθώς και ότι είχε σημειώσει ικανοποιητική ανάπτυξη.
Τον Οκτώβριο του 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο επικύρωσε την υιοθεσία του γιου της προσφεύγουσας, διαπιστώνοντας ότι η έλλειψη συναίνεσης της βιολογικής μητέρας δεν ήταν εμπόδιο εάν πραγματοποιούνταν η υιοθεσία με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Η προσφυγή της προσφεύγουσας στο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίθηκε απαράδεκτη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις που οδήγησαν στην υιοθεσία του παιδιού της προσφεύγουσας αποτελούσαν παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τόσο της προσφεύγουσας όσο και του βιολογικού της παιδιού. Τέτοιες παρεμβάσεις προβλέπονται από το νόμο και επιδιώκουν νόμιμους σκοπούς, δηλαδή την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του παιδιού.
Όσον αφορά το εάν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο διαπίστωσε σοβαρές ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την τοποθέτηση και υιοθεσία του παιδιού και από ορισμένα πρωτοβάθμια δικαστήρια σημειώνοντας ιδίως την αποτυχία τους να λάβουν υπόψη τα συμπεράσματα των εκθέσεων που συντάχθηκαν και των αποφάσεων που λήφθηκαν από τα διάφορα διοικητικά όργανα σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε επίσης ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι υπήρχε από τις αρχές παρακολούθηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Οκτώβριος 2015), δεδομένου ότι θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα «δημιουργίας σχέσης ή επαφής μέσω επισκέψεων ή επικοινωνίας με τη βιολογική του μητέρα» αν αυτό ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε αφενός ότι ήταν κατανοητό το παιδί της προσφεύγουσας να τοποθετηθεί υπό τη μέριμνα των αρχών, καθώς η ίδια η μητέρα το είχε ζητήσει. Από την άλλη πλευρά, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να συνοδευόταν αμέσως με τα καταλληλότερα μέτρα που θα επέτρεπαν τη διεξοδική αξιολόγηση της σχέσης παιδιού με τους γονείς του, εάν είναι απαραίτητο με τον πατέρα και τη μητέρα ξεχωριστά, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Αυτή η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή δεδομένης της ηλικίας του παιδιού, που ήταν μόλις δύο μηνών τη στιγμή της αρχικής του τοποθέτησης.
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τους λόγους που έδωσαν οι εγχώριες αρχές για να δικαιολογήσουν την τοποθέτηση του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια και στη συνέχεια την υιοθεσία του, παρά τη σαφή αντίθεση της προσφεύγουσας, που ήταν σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας της μόνο για τρεις μήνες, στην αρχή της διαδικασίας, υποδηλώνοντας ότι από την αρχή ότι οι αρμόδιες αρχές είχαν την πρόθεση να τοποθετήσουν το παιδί σε ανάδοχη οικογένεια με σκοπό την υιοθεσία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης ότι οι διοικητικές αρχές δεν είχαν προβλέψει άλλο λιγότερο ριζοσπαστικό διαθέσιμο μέτρο σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, όπως προσωρινή αναδοχή ή απλή αναδοχή και όχι υιοθεσία. Τέτοια μέτρα θα ήταν επίσης σεβαστά προς τους ανάδοχους γονείς, καθώς δεν θα είχαν δημιουργήσει ψευδείς ελπίδες. Ο ρόλος των αρχών κοινωνικής προστασίας ήταν ακριβώς για να βοηθήσει τα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, στην περίπτωση αυτή τη μητέρα του παιδιού, η οποία είχε αναγκαστεί να τοποθετήσει οικειοθελώς το παιδί της υπό την προστασία της πρόνοιας λόγω της σοβαρότητας των προσωπικών και οικογενειακών δυσκολιών της.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση για την υιοθεσία του γιου της προσφεύγουσας δεν είχε διεξαχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίσει ότι όλες οι πλευρές της και τα συμφέροντα ελήφθησαν δεόντως υπόψη. Επομένως, διαπίστωσε ότι η εν λόγω διαδικασία δεν συνοδευόταν από τα απαιτούμενα σοβαρά προστατευτικά μέτρα σε σχέση με τα διακυβεύονται συμφέροντα. Οι ισπανικές αρχές δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα για να διασφαλίσουν το σεβασμό του δικαιώματος της προσφεύγουσας να διατηρεί το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί της, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής της. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων)
Το Δικαστήριο κάλεσε τις εγχώριες αρχές να επανεξετάσουν εγκαίρως την κατάσταση της προσφεύγουσας και του ανήλικου γιου της βάσει της απόφασής του, και να εξετάσει το ενδεχόμενο καθιέρωσης κάποιας μορφής επικοινωνίας μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση του παιδιού και το βέλτιστο συμφέρον του και να λάβουν οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο. Σχετικά με αυτό το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και του παιδιού της, ούτε πριν ούτε μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου τον Οκτώβριο του 2015. Υποστήριξε ότι η εκτέλεση της παρούσας απόφασης πρέπει να συνεπάγεται την παρακολούθηση της.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επιτέλους ότι η καταλληλότερη μορφή έννομης προστασίας για παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης στην υπόθεση αυτή συνίστατο στην επαναφορά της προσφεύγουσας σε μια κατάσταση στην οποία θα είχε εισέλθει, εάν δεν είχε παραβιαστεί αυτό το άρθρο. Σημείωσε ότι η εθνική νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα αναψηλάφισης των αμετάκλητων αποφάσεων όταν παραβιάζουν τα δικαιώματα της Σύμβασης με απόφαση του ΕΔΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει αξιώσεις για ηθική βλάβη εντός του καθορισμένου χρόνου.